Οι Αμερικανοί θεωρούν τον εαυτό τους εξαιρετικό και τη χώρα τους ένα ευλογημένο τόπο, που προορίζεται για να φέρει την ελευθερία σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και η Κίνα, όμως, από την πλευρά της, έχει ακόμη πιο μακρά Ιστορία από τις ΗΠΑ στο να αυτοαποκαλείται «εξαιρετική» σε ό,τι κάνει. Aπό τον αθλητισμό, μέχρι τις εξελίξεις στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας η Κίνα θέλει πάντα να είναι στην πρώτη θέση.
Ετσι, η ολοένα αυξανόμενη αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, μετατρέπεται σε μία «Σύγκρουση Εξαιρετισμών», σύμφωνα με όσα γράφει ο Μάικλ Σούμαν στο The Atlantic, παραφράζοντας τον τίτλο του βιβλίου «Σύγκρουση των Πολιτισμών» του Σάμιουελ Χάντιγκτον.
Από την πλευρά της Κίνας, ο επιτυχής περιορισμός του κορονοϊού και η απόλυτα επιτυχημένη στρατηγική του μηδενικού κρούσματος τα τελευταία δύο χρόνια, αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ανωτερότητας του συστήματός της. Κι αυτό διότι ενώ τα κύματα του κορονοϊού έπλητταν τη μία μετά την άλλη τις χώρες της Δύσης και προκαλούσαν εκατομμύρια θανάτους, οι 1,4 δισ. κάτοικοι της Κίνας ήσαν ασφαλείς, λόγω της διατήρησης της στρατηγικής του μηδενικού κρούσματος.
Ωστόσο, η σκληρή πολιτική του μηδενικού κρούσματος δεν φαίνεται να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα και με την υπερματαδοτική μετάλλαξη Ομικρον στη Σαγκάη. Η κινεζική ηγεσία υπό τον γενικό γραμματέα του κόμματος Σι Τζινπίνγκ, επιμένει να στοχεύει σε μηδενικά κρούσματα, επιστρατεύοντας εξαιρετικά σκληρά περιοριστικά μέτρα, ακόμη και για έναν λαό που έχει μάθει να ζει υπό συνθήκες παραβίασης και απάνθρωπης καταπίεσης.
Ομως πάση θυσία, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Κίνα, θέλουν οι άλλες χώρες να τις βλέπουν ως τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αποτελούν μοντέλο προς μίμηση.
«Ανωτερότητα» με κάθε… κόστος
Ειδικά στην περίπτωση της Κίνας, η πανδημία του κορονοϊού ήρθε τα τελευταία χρόνια να λειτουργήσει ως επιβεβαίωση της «αδιαμφισβήτητης κινεζικής ανωτερότητας», τουλάχιστον από την σκοπιά των ιδίων των Κινέζων. Βέβαια, η Κίνα δεν ήταν η μόνη που το έκανε αυτό, την ίδια στρατηγική ακολούθησαν επιτυχημένα και επίσης με μεγάλο κόστος, και άλλες χώρες, όπως η Αυστραλία.
Για το Πεκίνο, όμως, όπως υπογραμμίζει το Atlantic η πολιτική του μηδενικού κρούσματος έγινε τα περασμένα χρόνια «το σλόγκαν του αναδυόμενου μεγαλείου της Κίνας», το κράτος της οποίας κατάφερνε να κρατήσει τα κρούσματα εκτός των συνόρων μιας χώρας 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων κοντά στο μηδέν, την ώρα που οι ανοιχτές κοινωνίες της Δύσης θρηνούσαν συνολικά εκατομμύρια νεκρούς από τη λοίμωξη Covid.
Ωστόσο, πλέον, καθώς η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με το χειρότερο ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού, και αυτό το αφήγημα, μαζί το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας, αρχίζουν να δέχονται μεγάλη πίεση.
Η Σαγκάη, η οικονομική πρωτεύουσα της Κίνας, τελεί υπό εξαιρετικά αυστηρό lockdown σχεδόν ένα μήνα, και οι κάτοικοί της δυσκολεύονται να προμηθευτούν ακόμη και βασικά τρόφιμα και φάρμακα.
Στην πόλη Γκουανγκζού, η οποία αποτελεί σημαντικό επιχειρηματικό κέντρο στα νότια της χώρας, οι τοπικοί αξιωματούχοι μετέτρεψαν το συνεδριακό κέντρο που φιλοξενούσε το περίφημο Canton Fair σε νοσοκομείο εκτάκτου ανάγκης για ασθενείς με Covid.
Kαι στην υπόλοιπη Κίνα, οι τοπικές αρχές επιβάλλουν περιορισμούς κατά της πανδημίας με τα νοικοκυριά να συγκεντρώνουν προμήθειες φοβούμενα το ενδεχόμενο επιβολής σκληρού lockdown. Στη Γουχάν, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο κορονοϊός, οι κάτοικοι χρειάζονται αρνητικό τεστ ακόμη και για να μπουν στο μετρό.
Το αποτέλεσμα του χειρισμού της υγειονομικής κρίσης καθιστά και πάλι την Κίνα «εξαιρετική», αφού οι νεκροί και ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων είναι ελάχιστα σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας.
Παράλληλα, τη στιγμή που οι περισσότερες χώρες του κόσμου έχουν κληθεί να συμβιώσουν ειρηνικά με τον κορονοϊό, στην Κίνα οι Αρχές επιβάλλουν σκληρά lockdowns, κάνουν καθημερινά εκατομμύρια τεστ και ιχηλατούν ένα προς ένα τα κρούσματα, ακριβώς όπως έκαναν και πριν από δύο χρόνια.
Η Κίνα θα πρέπει, με κάποιον τρόπο, να βρει νέους τρόπους ώστε να ανταπεξέλθει στην πανδημία, η οποία δεν φαίνεται να έχει σύντομα ημερομηνία λήξης. Κάτι άλλωστε που κάνει και ο υπόλοιπος πλανήτης.
100 χρόνια… ανασύνταξης
Οι Κινέζοι αυτοαποκαλούνται «εξαιρετικοί» από αρχαιοτάτων χρόνων. Ομως αυτή τους η θεωρία είχε καταρρεύσει στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν σε μια καταστροφική αντιπαράθεση με τις δυτικές δυνάμεις, οι κινέζοι ηγέτες αμφισβήτησαν όχι μόνο την ανωτερότητα του πολιτισμού τους, αλλά και την ίδια την αξία του στον σύγχρονο κόσμο.
Σύμφωνα με το Atlantic, για έναν αιώνα, δανείστηκαν και υιοθέτησαν ιδέες από το εξωτερικό (κομμουνισμό, καπιταλισμό, συντάγματα) σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσουν τη χαμένη τους δύναμη.
Καθώς, όμως, η ασιατική χώρα έχει αποκτήσει και πάλι πλούτο και επιρροή, εκείνη η παλαιά αντίληψη περί κινεζικού εξαιρετισμού επανέρχεται στην επιφάνεια, με την Κίνα να προωθεί το δικό της σύστημα ως αποτελεσματικότερο. Την ώρα που ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δυσκολεύεται να περάσει νομοθεσία από το Κογκρέσο, ο Σι χαράσσει στρατηγική κάνοντας σχέδια για τις επόμενες δεκαετίες.
Η αρχική επιτυχία της πολιτικής του μηδενικού κρούσματος ήρθε να ταιριάξει σε αυτό το αφήγημα. Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια ματιά στα στατιστικά στοιχεία, ή τουλάχιστον σε όσα το Πεκίνο παρουσιάζει ως στοιχεία. Σχεδόν 1 εκατομμύριο Αμερικανοί έχουν χάσει τη ζωή τους από τη λοίμωξη Covid-19, σε σύγκριση με μόλις 4.641 Κινέζους.
Οταν πρόσφατα άρχισαν να αυξάνονται τρομακτικά τα κρούσματα στη Σαγκάη, οδηγώντας παράλληλα και σε θανάτους, οι κινεζικές αρχές έσπευσαν να απαντήσουν επιβάλλοντας σκληρά lockdowns, κάνοντας μαζικά τεστ και επιστρατεύοντας μέσα υψηλής τεχνολογίας για την παρακολούθηση και τον περιορισμό των κινήσεων των πολιτών.
Στη Σαγκάη, ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων έχει πια ξεπεράσει εκείνους της αρχικής επιδημίας στη Γουχάν. Οσο για τα μέτρα του κινεζικού καθεστώτος, εκείνα αν και σκληρά, αυτή την φορά δεν κατάφεραν να ανακόψουν την εξάπλωση του κορονοϊού. Αντιθέτως, το μόνο που κατάφεραν ήταν «να στερήσουν το φαγητό από πολλούς από τους 25 εκατομμύρια κατοίκους της Σαγκάης».
Το πιο πιθανό σενάριο για το μέλλον, είναι η Κίνα να επιμείνει στη πολιτική του μηδενικού κρούσματος που έχει ήδη χαράξει, παρά τις αποτυχίες, κι αυτό για μια σειρά από λόγους πολιτικούς και πρακτικούς.
Αδυναμίες πίσω από τα σκληρά μέτρα
Στην Κίνα υπάρχουν πάνω από 50 εκατομμύρια πολίτες άνω των 60 ετών που δεν είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Παράλληλα, η χώρα διαθέτει πολύ λιγότερες μονάδες εντατικής θεραπείας από τις ΗΠΑ (περίπου το 1/6 όσων διαθέτουν οι ΗΠΑ) αλλά και πολύ λιγότερους κατά κεφαλήν νοσηλευτές (περίπου το 1/5), σύμφωνα με τα δεδομένα της Morgan Stanley.
Αξίζει όμως να σημειωθεί και κάτι άλλο αναφορικά με τα εμβόλια. Στην προσπάθειά της να παρουσιαστεί ως ικανή στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, η Κίνα επέλεξε να εμβολιάσει τον πληθυσμό της με δικά της, κινεζικά, εμβόλια (Sinovac).
Τα κινεζικά εμβόλια βασίζονται σε παλαιότερη τεχνολογία από εκείνα των δυτικών χωρών και είναι γνωστό ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικά, ειδικά έναντι των πιο πρόσφατων μεταλλάξεων του κορονοϊού. Μελέτη δύο πανεπιστημίων του Χονγκ Κονγκ που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο έδειξε ότι ακόμη και τρία εμβόλια του δημοφιλούς κινεζικού Sinovac, δεν ήταν επαρκή για την προστασία από την μετάλλαξη Ομικρον, καταλήγει στο άρθρο του ο Μάικλ Σούμαν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News