Πριν από μία πενταετία, την 23η Ιουνίου του 2016, οι Βρετανοί προσήλθαν στις κάλπες και ψήφισαν, στην πλειονότητά τους, υπέρ της αποχώρησης της πατρίδας τους από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Υπέρ μίας ανεξάρτητης από τις επιταγές των Βρυξελλών Βρετανίας τάχθηκαν σχεδόν 17,5 εκατομμύρια άνθρωποι ενώ 16,1 εκατομμύρια εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνεχίσει η χώρα τους να ανήκει στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Επρόκειτο σίγουρα για μία αμφιλεγόμενη επιλογή – υποστηρίζουν πολλοί στην Ευρώπη αλλά και στη Βρετανία – η οποία, ωστόσο, ήταν απόλυτα θεμιτή καθώς κανένας θεσμός, καμία ένωση δεν μπορεί να λειτουργεί ωσάν φυλακή για τα μέλη της. Συγχρόνως, όμως, ήταν μία επιλογή που βασίστηκε στην λαϊκίστικη προπαγάνδα των αποκαλούμενων Brexiteers, των φανατικών οπαδών του Brexit οι οποίοι πώρωναν (και παραπλανούσαν) τους ψηφοφόρους, φλυαρώντας ασυνάρτητα για ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας της Βρετανίας και εξοικονόμηση τεράστιων ποσών.
«Μία πενταετία μετά το μοιραίο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016, ποιος είναι ο απολογισμός του Brexit;», διερωτάται σε άρθρο του στον Guardian ο Τίμοθι Γκάρτον Ας. Σύμφωνα με τον καταξιωμένο βρετανό ιστορικό (καθηγητή στην Οξφόρδη και στο Στάνφορντ) το έργο του οποίου περιστρέφεται γύρω από τον μετασχηματισμό της Ευρώπης κατά τα προηγούμενα πενήντα χρόνια, ο απολογισμός του Brexit είναι «δύο αποδυναμωμένες ενώσεις, η βρετανική και η ευρωπαϊκή, και άσχημες σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών».
Αναφερόμενος στην αποδυνάμωση της πατρίδας του σημειώνει καταρχάς ότι πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Γιατί κατά τα επόμενα χρόνια θα διενεργηθεί ένα νέο δημοψήφισμα στη Σκωτία για την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία και «ενδέχεται να το κερδίσουν οι σκωτσέζοι εθνικιστές, υποστηρίζοντας ότι η Σκωτία πρέπει να αποχωρήσει από τη βρετανική ένωση για να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή ένωση».
Πολύ πιθανή, τουλάχιστον περισσότερο από κάθε άλλη φορά από το 1998 και τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, θεωρείται και η διενέργεια δημοψηφίσματος και στη Βόρεια Ιρλανδία για την ένωσή της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον διατείνεται ότι προτεραιότητά της αποτελεί η προάσπιση της βρετανικής ένωσης «αλλά δεν έχει καμία στρατηγική» για να επιτύχει τον στόχο της, υποστηρίζει ο Γκάρτον Ας.
Οσον αφορά τις αρνητικές συνέπειες στην βρετανική οικονομία, επισκιάστηκαν σημαντικά από τον συντριπτικό αντίκτυπο της πανδημίας. Ωστόσο γνωρίζουμε ήδη πως κατά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οι βρετανικές εξαγωγές τροφίμων και ποτών στην ΕΕ μειώθηκαν κατά σχεδόν 50%. Πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε επίσης πως οι εξαγωγές υπηρεσιών από τη Βρετανία στα κράτη – μέλη της ΕΕ περιορίστηκαν κατά 113 δισεκατομμύρια στερλίνες κατά την τετραετία 2016 – 2019.
Στη διεθνή σκηνή, παρά την ευφημία που επικρατούσε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής της Ομάδας των Επτά στην Κορνουάλη, «η διεθνής επιρροή της Βρετανίας έχει ξεκάθαρα μειωθεί». Με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από τότε που ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ υπέγραψαν τη Χάρτα του Ατλαντικού το 1941, ο Τζο Μπάιντεν και ο Μπόρις Τζόνσον ανανέωσαν την ιστορική συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο η σύγκριση ανάμεσα στην Βρετανία του Τσόρτσιλ και στη Βρετανία του Τζόνσον είναι αναμφίβολα «οδυνηρή», υπενθυμί
Το ότι λόγω του Brexit αποδυναμώθηκε και η ΕΕ δεν είναι τόσο προφανές. Μάλιστα στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πολλοί υποστηρίζουν πως χωρίς τη Βρετανία θα καταστεί πιο εύκολη η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο Γκάρτον Ας αναγνωρίζει πως πότε ξανά οι Ευρωπαίοι δεν υπήρξαν τόσο ενωμένοι όσο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το Brexit. Αλλά εάν το ζητούμενο είναι μία «γεωπολιτική Ευρώπη», μια Ευρώπη ικανή να ορθώνει το ανάστημα της σε μία υπερδύναμη, όπως η Κίνα, «τότε η αποχώρηση ενός μεγάλου κράτους – μέλους με τις οικονομικές, διπλωματικές, στρατιωτικές και λοιπές δυνατότητες που διαθέτει η Βρετανία, αποτελεί μία μεγάλη απώλεια. Αντικειμενικά, η εξωτερική ισχύς της ΕΕ μειώνεται ακριβώς την περίοδο που πρέπει να αυξηθεί».
Στο άρθρο του o 66χρονος ιστορικός αναφέρεται εκτενώς και στον ευρωσκεπτικισμό που παρατηρείται σε πολλές χώρες της ΕΕ. Επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι συμμετέχοντας τον περασμένο Απρίλιο σε δημοσκόπηση του European Council on Foreign Relations, περισσότεροι από τους μισούς Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς και Ισπανούς δήλωσαν πως το πολιτικό σύστημα της ΕΕ ήταν περισσότερο «προβληματικό» παρ
«Αυτές οι απόψεις δεν αποτελούν συνέπεια του Brexit. Αντιθέτως πηγάζουν από ανησυχίες παρόμοιες με εκείνες που οδήγησαν πολλούς Βρετανούς προς το Brexit. Εντείνονται, ωστόσο, από το γεγονός πως υπάρχει πλέον ένα μεγάλο πρώην κράτος – μέλος με τις επιδόσεις του οποίου μπορούν να συγκρίνονται οι επιδόσεις της ΕΕ», εξηγεί ο Γκάρτον Ας. Επικαλείται την ολλανδή ακαδημαϊκό Κάθριν ντε Φρις η οποία θεωρεί πως ο ευρωσκεπτικισμός στην ΕΕ λειτουργεί συγκριτικά και το Brexit αποτελεί «ένα νέο μεγάλο σημείο αναφοράς. Ακόμη και εάν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πιστεύουν πως το Brexit είναι λάθος συνολικά, εξακολουθούν να μπορούν να δουν ότι η Βρετανία τα πηγαίνει καλύτερα σε μεμονωμένους τομείς και η διάθεση των εμβολίων δεν είναι ο μοναδικός», γράφει ο Γκάρτον Ας.
Οσον αφορά τις ιδιαίτερα τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στη Γηραιά Αλβιόνα και στη Γηραιά Ηπειρο, μόλις ένα 14% θεωρεί των Γερμανών θεωρεί πως η Βρετανία είναι σύμμαχος της Ευρώπης. Περισσότεροι (20%) είναι εκείνοι που την περιγράφουν ως αντίπαλο της ΕΕ. Το 34% των Γερμανών βλέπει τη Βρετανία ως «αναγκαίο εταίρο» της Ευρώπης, αλλά σχεδόν τρεις στους δέκα Γερμανούς ως αναγκαίους εταίρους της ΕΕ θωρούν επίσης τη Ρωσία (31%) και την Κίνα (28%).
Επισημαίνοντας την ανάγκη να βελτιωθούν άμεσα οι σχέσεις μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών ο Γκάρτον Ας εξηγεί πως είναι απαραίτητο να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε αναπόφευκτες εντάσεις και εντάσεις που μπορούν αποφευχθούν. Σχολιάζοντας, λόγου χάρη, το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας χαρακτηρίζει «λογική αδυνατότη
Παραδέχεται, επίσης, πως το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών το φέρει η κυβέρνηση της Βρετανίας, ειδικά ο Μπόρις Τζόνσον και ο Ντέιβιντ Φροστ, ο επικεφαλής διαπραγματευτής του Λονδίνου, «με τις παλινωδίες τους, με τη δηλωμένη προθυμία τους να παραβιάσουν το διεθνές δίκαιο, με την άρνησή τους να συνάψουν μία δομημένη σχέση με την ΕΕ, πέρα από την εφαρμογή των συμφωνιών αποχώρησης και ελεύθερου εμπορίου». Ωστόσο ένα 10% της ευθύνης το φέρει η ΕΕ και ειδικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υποστηρίζει ο Γκάρτον Ας.
Συνομιλώντας με υψηλόβαθμη αξιωματούχο της Κομισιόν που συμμετέχει ενεργά στις προσπάθειες διαμόρφωσης της νέας σχέσης μεταξύ ΕΕ – Βρετανίας, o Γκάρτον Ας δεν σταμάτησε να την ακούει να του δηλώνει πως πλέον η Βρετανία είναι απλά και μόνον «μία τρίτη χώρα». «Φυσικά αυτό ισχύει νομικά, όπως ακριβώς όταν δύο άνθρωποι χωρίζουν καθίστανται, νομικά μιλώντας, τρίτα μέρη. Αλλά η ΕΕ και η Βρετανία ήταν παντρεμένοι για περισσότερα από 45 χρόνια. Φανταστείτε κάποιον έπειτα από 45 χρόνια γάμου να αντιμετωπίζει τον πρώην σύζυγό του ως “τρίτο μέρος”, ως απόλυτα ξένο», αναφέρει.
Πέντε χρόνια μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016 ο ευρωπαϊστής βρετανός ιστορικός θεωρεί πως αμφότερες οι πλευρές πρέπει να εργαστούν σκληρά. Για να καταστεί εκ νέου η Βρετανία μία χώρα οι περισσότεροι πολίτες της οποίας θα αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα τα οφέλη της συμμετοχής τους στην ΕΕ και η ΕΕ τόσο λειτουργική που θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αμφιβάλλει κανείς για την αξία της.
Εν τω μεταξύ, ωστόσο, με στόχο τη σημαντική βελτίωση των σχέσεών τους, το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες πρέπει να ακολουθήσουν την περίφημη προτροπή/ προσευχή του αμερικανού προτεστάντη θεολόγου Ράινχολντ Νίμπουρ και «να βρουν το θάρρος να αλλάξουν ό,τι μπορεί να αλλάξει, την ηρεμία να αποδεχτούν ό,τι δεν μπορεί να αλλάξει και τη σοφία να διακρίνουν το ένα από το άλλο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News