Ο πρώτος σκηνοθέτης που επιδίωξε να διασκευάσει για τη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Φίλιπ Ντικ «Do Androids Dream of Electric Sheep?» (αμέσως μετά την κυκλοφορία του, το 1968) ήταν ο Μάρτιν Σκορσέζε. Αλλά η περιορισμένη επιτυχία της πρώτης ταινίας του, «Who’s That Knocking at My Door», και το σκοτεινό ύφος του βιβλίου κατέστησαν διστακτικούς τους χρηματοδότες.
Επειτα από περισσότερο από μία δεκαετία, η Warner Bros αποφάσισε τελικά να μεταφέρει το μυθιστόρημα στον κινηματογράφο (με τον όρο ότι θα άλλαζε ο τίτλος του), αλλά ο Σκορσέζε ήταν απασχολημένος με τα γυρίσματα του Οσκαρικού «Raging Bull», οπότε η εταιρεία παραγωγής απευθύνθηκε σε μια πλειάδα σκηνοθετών, μεταξύ των οποίων οι Τέιλορ Χάκφορντ, Μάικλ Απτεντ, Μπρους Μπερσεφόρντ, Ράνταλ Κλάιζερ, Αντριαν Λάιν, Ρόμπερτ Μάλιγκαν και Ραλφ Μπάκσι.
Μόνο μετά την άρνηση όλων των παραπάνω απευθύνθηκαν στον Ρίντλεϊ Σκοτ, ο οποίος είχε λάβει πολύ καλές κριτικές για το «The Duellists» και είχε σημειώσει τεράστια εμπορική επιτυχία με το «Alien». «Ο βρετανός σκηνοθέτης θα προτιμούσε να γυρίσει το “Dune”, αλλά μετά λάτρεψε την ιδέα αυτού του “νεο-νουάρ επιστημονικής φαντασίας”», γράφει σε άρθρο του στη La Repubblica o κινηματογραφιστής και ακαδημαϊκός Αντόνιο Μόντα, πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρώμης και καθηγητής στην περίφημη Tisch School of the Arts, της Νέας Υόρκης.
Αρχικά, ο Σκοτ σκέφτηκε τον Oλλανδό Ρούτγκερ Χάουερ για τον ρόλο του «αντίγραφου» (replicant) Roy Batty, χαρακτηρίζοντάς τον «ψυχρό, άριο και άψογο», και τον Ρόμπερτ Μίτσαμ για τον ρόλο του Rick Deckard. Αλλά η Warner απέρριψε τον αμερικανό ηθοποιό, θεωρώντας τον προχωρημένης ηλικίας και όχι πια «bankable», κερδοφόρο.
Πρώτη επιλογή της ήταν ο Ντάστιν Χόφμαν, ο οποίος, όμως, αρνήθηκε. Οπως αρνήθηκαν μετά οι Πολ Νιούμαν, Τζακ Νίκολσον, Τζιν Χάκμαν, Τόμι Λι Τζόουνς, Αλ Πατσίνο, Κλιντ Ισγουντ, Σον Κόνερι, Μπαρτ Ρέινολντς, Ρόμπερτ Ντυβάλ, Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ, Κρίστοφερ Γουόκεν και ακόμη έξι ηθοποιοί.
Σήμερα μπορεί να φαίνεται απίστευτο, αλλά ο Χάρισον Φορντ ήταν η 18η επιλογή, μας πληροφορεί ο Αντόνιο Μόντα. Ο Χαν Σόλο του «Star Wars» και ο Ιντιάνα Τζόουνς του «Raiders of the Lost Ark» ήθελε να υποδυθεί έναν δραματικό ρόλο, αλλά η σχέση του με τον σκηνοθέτη ήταν εξαρχής προβληματική. Ο Φορντ «είχε συνηθίσει στις υποδείξεις του Κόπολα, του Λούκας και του Σπίλμπεργκ, οι οποίοι δούλευαν πάνω στην ψυχολογία των χαρακτήρων, ενώ ο Σκοτ φαινόταν να ενδιαφέρεται κυρίως για τη γενικότερη εικόνα της ταινίας και είχε πει στoν σχεδιαστή παραγωγής Λόρενς Πολ, στον καλλιτεχνικό διευθυντή Ντέιβιντ Σνάιντερ και στον διευθυντή φωτογραφίας Τζόρνταν Κρόουνενγουεθ να εμπνευστούν “από το τοπίο του Χονγκ Κονγκ μια μέρα με άσχημο καιρό”», γράφει ο Μόντα.
Ο σκηνοθέτης παρέπεμψε επίσης τους συνεργάτες του στις ενορατικές δημιουργίες του Moebius (Ζαν Ζιρό) και στον μελαγχολικό ρεαλισμό του Εντουαρντ Χόπερ, αλλά δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν ότι τις υψικαμίνους που φτύνουν φωτιά στην αρχή του «Blade Runner» τις εμπνεύστηκε από την ταινία «Deserto Rosso» (1964) του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Χρησιμοποίησε και κάποιες εναέριες λήψεις που είχε πραγματοποιήσει ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ για το «Shining», ενώ δανείστηκε τον όρο «Blade Runner» από το ομώνυμο μυθιστόρημα του αμερικανού γιατρού και συγγραφέα έργων επιστημονικής φαντασίας Αλαν Νουρς, στο οποίο «bladerunner» αποκαλείται όποιος εμπορεύεται παράνομα χειρουργικά εργαλεία.
Κατά την πρώτη ημέρα των γυρισμάτων κυκλοφόρησε η είδηση ότι ο Φίλιπ Ντικ είχε χαρακτηρίσει το σενάριο των Χάμπτον Φάντσερ και Ντέιβιντ Πίπολς (που βασιζόταν στο βιβλίο του) ως κάτι μεταξύ του «Φίλιπ Μάρλοου και των “Stepford Wives”». Παρενέβη, όμως, η Warner και ο συγγραφέας δεν προέβη ξανά σε δηλώσεις, ενώ πέθανε πριν από την πρεμιέρα της ταινίας, η πρωτότυπη εκδοχή της οποίας διαρκούσε τέσσερις ώρες.
«Σήμερα είναι δύσκολο να αξιολογήσει κανείς ποια είχε στο μυαλό του ο Σκοτ, καθώς υπάρχουν επτά, αλλά ακόμα και σε αυτές που έχει αποκηρύξει, αναδύεται μια εκθαμβωτική ιδέα για το μέλλον, που άλλαξε για πάντα τον κινηματογράφο επιστημονικής φαντασίας και την ίδια τη φαντασία μας», γράφει ο ιταλός κινηματογραφιστής και ακαδημαϊκός.
Η ταινία κόστισε 5 εκατομμύρια δολάρια, περισσότερα από τα 20 που προβλέπονταν στον αρχικό προϋπολογισμό και αρχικά οι εισπράξεις δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικές, ενώ σύντομα άρχισε να κυκλοφορεί ευρέως και ο θρύλος της «κατάρας» του «Blade Runner»: όλες οι εταιρείες (Atari, Bell, Pan Am, Coca-Cola κ.ά.) τα λογότυπα των οποίων εμφανίζονται στην ταινία, μετά την έναρξη προβολής της, παρότι έως τότε κυριαρχούσαν στην αγορά, άρχισαν ξαφνικά να αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με πολλές από αυτές να χρεωκοπούν τελικά.
Οταν η ταινία κατέστη καλτ και άρχισε να αποφέρει κέρδη, ο Σκοτ δήλωσε ότι η επανεκτίμησή της οφειλόταν στην «έλευση της γλώσσας του MTV» και στο γεγονός ότι «σε αντίθεση με τον Φίλιπ Ντικ, ο οποίος είχε στο μυαλό του ένα εσωτερικό έργο, εγώ ήθελα μόνο να γυρίσω μια ψυχαγωγική ταινία».
«Oπως πάντα, ο αμερικανικός κινηματογράφος καταφέρνει να δώσει τον καλύτερο εαυτό του όταν αποκηρύσσει τους διανοουμενισμούς και δεν φοβάται να δημιουργήσει θέαμα, και εκατομμύρια θαυμαστές της ταινίας θεωρούν το “Blade Runner” σημείο αναφοράς, όχι μόνο ως προς την εικόνα: ήταν ο Ρούτγκερ Χάουερ αυτός που ξαναέγραψε τα τελευταία λόγια του “replicant” που υποδύεται, παραδίδοντας στην Ιστορία έναν από τους πιο υποβλητικούς και αξέχαστους μονολόγους του κινηματογράφου: “Εχω δει πράγματα που εσείς οι άνθρωποι δεν θα μπορούσατε να πιστέψετε…”», καταλήγει ο Αντόνιο Μόντα, 40 χρόνια μετά την πρώτη προβολή (τον Ιούνιο του 1982) της ταινίας που άλλαξε για πάντα την επιστημονική φαντασία στον κινηματογράφο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News