1327
Το μελαγχολικό βλέμμα του Μπάστερ Κίτον στη μικρού μήκους ταινία του Μπέκετ «Film» (1965) | Wikipedia Commons

Μπάστερ Κίτον: Ο βουβός «ήρωας» όλων των εποχών

Protagon Team Protagon Team 23 Φεβρουαρίου 2022, 15:44
Το μελαγχολικό βλέμμα του Μπάστερ Κίτον στη μικρού μήκους ταινία του Μπέκετ «Film» (1965)
|Wikipedia Commons

Μπάστερ Κίτον: Ο βουβός «ήρωας» όλων των εποχών

Protagon Team Protagon Team 23 Φεβρουαρίου 2022, 15:44

Ο Μπάστερ Κίτον ήταν κάτι σαν αίνιγμα στην εποχή του. Ο σταρ του βωβού κινηματογράφου πηδούσε από μια στέγη στην άλλη, πάλευε με καταιγίδες και αμμόλοφους, ανέβαινε σε κινούμενα οχήματα, ενώ συχνά έτρεχε πίσω τους τέλεια οριζοντιωμένος και αιωρούμενος όπως η δυσπιστία μας. Τα έκανε όλα αυτά στο όνομα της κωμωδίας, ταυτόχρονα όμως έμοιαζε εντελώς ασυγκίνητος.

Ο ιστορικός κινηματογράφου Πίτερ Κράμερ, στο δοκίμιό του «The Makings of a Comic Star», υποστηρίζει ότι «η εντελώς ανέκφραστη ερμηνεία του Κίτον θεωρήθηκε εξαιρετικά ακατάλληλη απάντηση στο έργο της δημιουργίας χαρακτήρων που ήταν στρογγυλεμένοι και πιστευτοί». Και η αδυσώπητη αταραξία του παρερμηνεύτηκε ως έλλειψη συναισθηματικής έκφρασης ή και υποκριτικής ικανότητας, γράφει η Νικόλ Ντέιβις στο άρθρο της για το στυλ του μεγάλου κωμικού ηθοποιού, στο BBC.com.

Σήμερα, ωστόσο, επικροτούμε ερμηνείες που επιδεικνύουν αυτό το επίπεδο αυτοσυγκράτησης, εντυπωσιασμένοι από πολύ μικρές χειρονομίες που υπαινίσσονται κάτι, αλλά αρνούνται να το πουν ξεκάθαρα. Οπως επισημαίνει η κριτικός κινηματογράφου του Slate, Ντάνα Στίβενς, στο βιβλίο της «Camera Man», μια νέα βιογραφία του Μπάστερ Κίτον και τη γέννηση του 20ου αιώνα, «[Ο Κίτον] ήταν μπροστά από την εποχή του με πολλούς τρόπους».

Αυτή ακριβώς η επίγνωση και η διαχρονικότητά του είναι που κάνουν τον Μπάστερ Κίτον μια φιγούρα ώριμη αναφοράς στη σύγχρονη ερμηνεία. Οι ποιότητες του μινιμαλισμού, της στωικότητας και του λυρισμού στο ερμηνευτικό του στυλ ξεπέρασαν τον 20ο αιώνα και τώρα μπορεί να τις δει κανείς στην οθόνη ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε.

Η ηρεμία ή στωικότητα του Κίτον είναι το «μυστικό όπλο» του στην εναρκτήρια σεκάνς του «Κινηματογραφιστή» (1928), όπου φιλοδοξεί να γίνει οπερατέρ για να εντυπωσιάσει ένα κορίτσι, που δουλεύει σε κινηματογραφικό στούντιο. Ανάλογη ηρεμία, παρά τη βαθιά εσωτερική αναταραχή, μπορεί να εντοπιστεί και στην ερμηνεία του Οσκαρ Αϊζακ στη δραματική κωμωδία των αδελφών Κόεν «Inside Llewyn Davis» (2013).

Ο Μπάστερ Κίτον «Κινηματογραφιστή», το 1928 (MGM)

Οπως αποκάλυψε ο Αϊζακ στο podcast «Awards Chatter» του Σκοτ Φάινμπεργκ, εμπνεύστηκε πράγματι τον χαρακτήρα του φολκ μουσικού Λιούιν Ντέιβις από τον Μπάστερ Κίτον και θέλησε να υιοθετήσει μια έκφραση προσώπου που «δεν αλλάζει πραγματικά, αλλά έχει μια μελαγχολία». Και έτσι αφαίρεσε το χαμόγελο από την εκφραστική του παλέτα για να γεννήσει έναν χαρακτήρα που είναι απογοητευμένος με τον κόσμο και όλους όσους βρίσκονται σε αυτόν.

Αλλά η ακινησία δεν είναι κενό. Οπως μας δείχνουν τόσο ο Κίτον όσο και ο Αϊζακ, μια περιορισμένη παλέτα μπορεί ακόμα να δώσει πολλές αποχρώσεις. Το βλέμμα του Αϊζακ, εξάλλου, οφείλεται αναμφίβολα στην κληρονομιά του Κίτον. Στο βιβλίο του «The Look of Buster Keaton», ο γάλλος κριτικός κινηματογράφου Ρομπέρ Μπεναγιούν υποστηρίζει ότι «ο στόχος κάθε κοντινού πλάνου» σε μια ταινία του Κίτον ήταν «να μας φέρει αντιμέτωπους με το βλέμμα [του]. Οταν ο Μπάστερ κοιτάζει επίμονα κάποιο απροσδόκητο εμπόδιο, πάνω από τα κεφάλια μας εκτός οθόνης, το βλέμμα του κάνει αυτό το εμπόδιο έκπληξη ή κίνδυνο ή κάτι αξιοθαύμαστα ορατό… Ο Κίτον ήταν ο κωμικός της σκόπιμης προσοχής, του έντονου και δυναμικού στοχασμού· μπορούμε να τον δούμε να σκέφτεται» όπως ακριβώς και o Λιούιν του Οσκαρ Αϊζακ.

Ο Μπάστερ Κίτον και η Βιρτζίνια Φοξ στην κωμωδία μικρού μήκους «The Electric House» (1922)

Ωστόσο, ο Αϊζακ δεν είναι ο μόνος που έχει αυτή την τάση προς την μινιμαλιστική υποκριτική, ή αυτό που η ακαδημαϊκός και συγγραφέας Σόνι Ινλόου αποκάλεσε «υπολειπόμενη αισθητική» σε ένα άρθρο της στο Film Comment. Σε σύγκριση με τις ερμηνείες σύμφωνα με τη Μέθοδο Υποκριτικής (του Στράσμπεργκ), οι οποίες λειτουργούν μέσα σε ένα πλαίσιο «έντασης και απελευθέρωσης» και δημιουργούν παραστάσεις «πυρετώδεις, ταραγμένες [και] στο χείλος της έκρηξης», μια απόμακρη ερμηνεία χαρακτηρίζεται από ελάχιστες αλλαγές της έκφρασης, έχει ένταση, και «απουσία μεγάλων αντιδράσεων ή δυνατών στιγμών».

Η Ινλοου δίνει το παράδειγμα της Τζένιφερ Λόρενς στο δράμα «Στην καρδιά του χειμώνα» (2010), της Ρούνεϊ Μάρα στο «Carol» (2015) και του Μάικλ Μπ. Τζόρνταν στο «Μια στάση πριν από τον χειμώνα» («Fruitvale Station», 2013) και προτείνει μια ανάγνωση της «συναισθηματικής τους απόσυρσης σε αυτές τις ερμηνείες ως απάντηση σε ένα βίαιο ή χαοτικό περιβάλλον».

Ο Κίτον μπορεί να το έκανε περισσότερο για να προκαλέσει γέλιο παρά από εντιμότητα, αλλά και αυτός είδε την αξία τού να ανταποκρίνεται σε απρόβλεπτα και επικίνδυνα γεγονότα με ένα στωικό σήκωμα των ώμων ή εκπνοή. Αυτός ο μινιμαλισμός είναι επίσης σίγουρα ένας από τους λόγους που άντεξε στον χρόνο. Η κριτικός και ιστορικός κινηματογράφου Ιμοτζεν Σάρα Σμιθ επισημαίνει ότι «η ψυχραιμία και η λεπτότητα του στυλ του [είναι] πολύ κινηματογραφική όσον αφορά την αναγνώριση ότι η κάμερα μπορεί να δείξει πολύ, πολύ μικρά εφέ».

Η υπολειπόμενη μελαγχολία είναι εξίσου ορατή στην ερμηνεία της Οκουαφίνα στην δραματική κωμωδία «Τρυφερός Αποχαιρετισμός» («The Farewell», 2019) της Λούλου Γουανγκ. Οπως παρατηρεί  ο Αντονι Λέιν στον The New Yorker, «[Η Οκουαφίνα] δίνει ένα master class στην “υποκρισία”», στον ρόλο της κινεζικής καταγωγής, μεγαλωμένης στις ΗΠΑ Μπίλι, η οποία επιστρέφει στην Κίνα μαζί με όλη την οικογένεια όταν μαθαίνει ότι η γιαγιά της Νάι-Νάι έχει λίγες εβδομάδες ζωής.

Αποφασίζουν να μην πουν στη Νάι Νάι ότι πλησιάζει το τέλος της και η Μπίλι –αν και αντιδρά στην αρχή- για χάρη της γιαγιάς της μαθαίνει πώς να κρύβει τα συναισθήματά της. Ως εκ τούτου, γράφει η Νικόλ Ντέιβις στο BBC, η ερμηνεία της Οκουαφίνα διαφέρει από τον τρόπο του Κίτον κι του Αϊζακ, που βασίζεται στην αμετάβλητη έκφραση.

Ωστόσο, η αποξένωση της Μπίλι από μια κουλτούρα που είναι και δεν είναι δική της (καθώς μεγάλωσε στην Αμερική) μοιάζει με τον τρόπο που ο Κίτον ερμηνεύει συχνά τις κοινωνικές συμβάσεις.

Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο στο ερμηνευτικό στυλ του Κίτον ήταν ο καθαρά αθλητικός χαρακτήρας του ή αυτό που η Ντάνα Στίβενς περιγράφει ως την «κινητική υπογραφή» του, που αναγνωρίζεται και στο ερμηνευτικό στυλ του Ανταμ Ντράιβερ, με αποκορύφωμα τη μακάβρια ροκ όπερα «Anette» (2021) του Λεός Καράξ, όπου συμπρωταγωνιστεί με τη Μαριόν Κοτιγιάρ. Υποδυόμενος τον Χένρι ΜακΧένρι, έναν κυνικό και εριστικό -οριακά επιθετικό- φαλλοκράτη stand-up performer, ο Ντράιβερ επέδειξε «μεγάλο ενθουσιασμό και σωματικότητα», που παραπέμπει δυναμικά στο πνεύμα του Μπάστερ Κίτον, όπως όπως το θέτει η κριτικός Χάνα Στρονγκ στο Little White Lies.

«Κάτι άλλο που είναι πραγματικά ξεχωριστό» στον Κίτον, επισημαίνει η Ιμοτζεν Σάρα Σμιθ «είναι η σαφήνεια και η ακρίβειά» του. Αν και δεν ήταν επίσημα εκπαιδευμένος χορευτής, τα ακροβατικά του είναι γεμάτα από το είδος της αυστηρότητας, του λυρισμού και του ρυθμού για τον οποίο κάθε χορευτής θα σκότωνε. «Κάθε μικρή κίνηση που κάνει με το πρόσωπο ή το σώμα του είναι πολύ καθαρή, αλλά με τρόπο που δεν φαίνεται μηχανικός», προσθέτει η Σμιθ, τονίζοντας ότι «είχε απίστευτο έλεγχο σε ό,τι έκανε». Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι σήμερα υπάρχουν αρκετοί ηθοποιοί-χορευτές (συμπεριλαμβανομένου του Ντενί Λαβάν) με επίπεδο ελέγχου που προσομοιάζει με εκείνο του Μπάστερ Κίτον. Παράδειγμα, η αφηρημένη χορευτική σεκάνς της Μιράντα Τζουλάι  -performance artist για την οποία ο Ταντ Φρεντ έγραψε στον New Yorker ότι έχει «την ατσαλένια ευθραυστότητα του Μπάστερ Κίτον»- στην δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της «The Future» (2011).

Χαρακτηριστική ηθοποιός για τον χορό της, που παραπέμπει επίσης στον Μπάστερ Κίτον, είναι η ελληνογαλλίδα μούσα του Γιώργου Λάνθιμου, Αριάν Λαμπέντ: στο «Attenberg» (2010) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγκάρη, η Λαμπέντ μας διδάσκει συγχρονισμένη κίνηση κατά τη διάρκεια των ημι-χορευτικών σεκάνς και στον «Αστακό» (2015) του Λάνθιμου κάνει τις καλύτερες κινήσεις στη σιωπηλή ντίσκο, ενώ στην μίνι σειρά του BBC «Trigonometry» (2020), επίσης της Τσαγκάρη, υποδύεται μια πρώην πρωταθλήτρια της συγχρονισµένης κολύµβησης.

Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός ότι η ελληνίδα σκηνοθέτις, σε συνέντευξή της στο Culture Whisper, αναφέρει ότι έχει δεχτεί επιρροές από τον Χάουαρντ Χόουκς, τους Αδελφούς Μαρξ και τον Μπάστερ Κίτον, τον οποίο ξεχωρίζει ιδιαίτερα σαν «ήρωα» της όλων των εποχών και εμπνευσμένο «συνθέτη της ανθρώπινης κίνησης».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...