1778
Με την πάροδο του χρόνου οι κοινωνικοί κανόνες χαλάρωσαν, ωστόσο πλέον κατακλυζόμαστε από πολύ προσωπικές εξομολογήσεις, που ίσως σε κάποιους να φαίνονται σαν «εισβολή» | CreativeProtagon/Shutterstock

Από τους καλούς τρόπους στα «δικά μου όρια»

Protagon Team Protagon Team 20 Μαρτίου 2023, 15:02
Με την πάροδο του χρόνου οι κοινωνικοί κανόνες χαλάρωσαν, ωστόσο πλέον κατακλυζόμαστε από πολύ προσωπικές εξομολογήσεις, που ίσως σε κάποιους να φαίνονται σαν «εισβολή»
|CreativeProtagon/Shutterstock

Από τους καλούς τρόπους στα «δικά μου όρια»

Protagon Team Protagon Team 20 Μαρτίου 2023, 15:02

Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα η ώρα του φαγητού ήταν ιερή. Ηταν η ώρα που η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το τραπέζι και όλοι (τα παιδιά ειδικά) έπρεπε να είναι στην ώρα τους, ευπρεπείς και καθαροί. Σύμφωνα με μια δεκάλεπτη εκπαιδευτική ταινία του 1950 με οδηγίες εθιμοτυπίας, τα παιδιά θα έπρεπε να έχουν πλυμένα τα πρόσωπα και τα μαλλιά τους χτενισμένα. Και τα κορίτσια όφειλαν να έχουν βγάλει τη σχολική ποδιά και να φορούν «κάτι πιο γιορτινό».

Το πιο σημαντικό, ωστόσο, ήταν τα θέματα συζήτησης, που έπρεπε να επιλέγονται με προσοχή. Η αναφορά σε οικονομικά ζητήματα ήταν αυστηρά απαγορευμένη· το ίδιο και οι μεγάλες προσωπικές ιστορίες, τα «δυσάρεστα περιστατικά», και γενικά τα «δυσάρεστα νέα». «Με τη δική σας οικογένεια μπορείτε να χαλαρώσετε, να είστε ο εαυτός σας», διαβεβαίωνε ο αφηγητής τους θεατές. «Απλά, βεβαιωθείτε ότι δείχνετε τον καλύτερό σας εαυτό».

Μπορεί στην Αμερική τα πράγματα να ήταν ίσως πολύ πιο αυστηρά και το οικογενειακό δείπνο ένα «ναρκοπέδιο κοινωνικών κανόνων», όπως το χαρακτηρίζει ο Μάικλ Γουότερς στο περιοδικό The Atlantic, ωστόσο κάτι ανάλογο ίσχυε και εδώ, όπως θα θυμούνται, ίσως, οι μεγαλύτεροι.

Για αιώνες, αυστηροί κοινωνικοί κανόνες υπαγόρευαν τα θέματα για τα οποία μπορούσαν να μιλήσουν ευγενικά οι άνθρωποι μεταξύ τους, ενώ έπαιζε σημαντικό ρόλο και ο βαθμός της εγγύτητάς τους. Ωστόσο, στα τέλη του 20ου αιώνα, ταινίες όπως το «A Date With Your Family» έμοιαζαν πια με κατάλοιπα μιας κοινωνικά άκαμπτης εποχής.

Τα ταμπού της συζήτησης ξεπεράστηκαν· τα εγχειρίδια εθιμοτυπίας είχαν χάσει την πολιτιστική τους επιρροή· η σεξουαλικότητα άρχισε να συζητιέται πιο ανοιχτά, εν μέρει χάρη στη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 και τις προσπάθειες των ακτιβιστών για το HIV/AIDS τις δεκαετίες του 1980 και του 1990· και βιβλία που ασχολήθηκαν ειλικρινά με τη μελαγχολία, οδήγησαν σε μια νέα, ακατέργαστη μορφή απομνημονευμάτων, όπως το «Prozac Nation: Young and Depressed in America» («Εθνος του Prozac: Νέοι και καταθλιπτικοί στην Αμερική», 1994) της Ελίζαμπεθ Βούρτσελ.

Εν έτει 2022, η ιδέα ότι πρέπει να ελέγχουμε προσεκτικά ποιες προσωπικές πληροφορίες δίνουμε (και παίρνουμε) μοιάζει πλέον ξεπερασμένη, ακόμη και δυστοπική. Ισως όμως και να μην είναι ακριβώς έτσι, σημειώνει ο Μάικλ Γουότερς, καθώς έχει ανακύψει ένα ανησυχητικό ερώτημα, που φαίνεται να απασχολεί πολλούς ανθρώπους: μήπως γνωρίζουμε πάρα πολλά για τον περίγυρό μας;

Συμβουλευτικά άρθρα απαντούν σε ερωτήματα σχετικά με το πώς μπορεί να προστατευτεί κανείς από τις υπερβολικά πολλές πληροφορίες που του κοινοποιούνται, αλλά και τι συνιστά «υπερβολικά πολλές πληροφορίες» (TMI, «too much information») κατ’ αρχάς· ιστοσελίδες ψυχολογίας συμβουλεύουν τους αναγνώστες για το πώς να αντιμετωπίζουν «φίλους επιρρεπείς σε TMI».

Το είδος του δοκιμίου με τον προσωπικό τόνο ημερολογίου παγιδεύεται σε μια ατελείωτη ανάλυση προς ευχαρίστηση του ίδιου του συγγραφέα· και TikTokers κατηγορούν συνομηλίκους τους ότι αποκαλύπτουν λεπτομέρειες της ζωής τους σε «βαθμό τραυματικό», που σημαίνει ότι οι ακροατές τους δεν ήταν έτοιμοι να τις ακούσουν.

Καθώς, λοιπόν, οι κοινωνικοί κανόνες έχουν χαλαρώσει, ο καθένας αρχίζει να αναλαμβάνει το βάρος της διερεύνησης των ορίων του, χωρίς αυτό να είναι πάντα εύκολο. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, συνιστά μια νέα αντίδραση στην αποκάλυψη υπερβολικά πολλών πληροφοριών (oversharing).

Αποκαλύψεις… εκτός νόμου

Το concept του oversharing είναι μεν σύγχρονο, αλλά εντοπίζεται εκατοντάδες χρόνια πριν. Από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, «εγχειρίδια του πολίτη» που περιέγραφαν λεπτομερείς κανόνες συζήτησης κατάκλυζαν την Ευρώπη, όπως αναφέρει ο ιστορικός Πίτερ Μπερκ στο βιβλίο του «The Art of Conversation».  Ενα γαλλικό εγχειρίδιο τασσόταν κατά της χρήσης «ατιμωτικών λέξεων», όπως «στήθος»· άλλοι συγγραφείς έγραφαν ότι ήταν αγενείς οι άμεσες ερωτήσεις όπως «πού ήσουν;»· η συζήτηση για τα όνειρα θεωρούνταν γενικά άσκοπη. Αυτοί οι κανόνες δεν θεωρητικοποιήθηκαν μόνο σε βιβλία: ορισμένες κοινότητες ανέπτυξαν εργαλεία για να τους επιβάλουν.

Στις αρχές του 20 αιώνα στις ΗΠΑ, ομοσπονδιακοί νόμοι απαγόρευαν στους πολίτες να γράφουν «έκφυλες» ή «άσεμνες» επιστολές και πολλές φορές αυτοί οι νόμοι χρησιμοποιήθηκαν με στόχο γυναίκες που μιλούσαν για την αντισύλληψη. Στο γαλλικό ναυτικό, τη δεκαετία του 1920, οι στρατευμένοι τοποθετούσαν στο τραπέζι του δείπνου μικρά αντικείμενα, όπως μια μινιατούρα ναυτικού γάντζου ή μια μικροσκοπική σκάλα, εν είδει προειδοποίησης ότι βρίσκονταν στα πρόθυρα μιας απαγορευμένης συνομιλίας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το τι συνιστά υπερβολική αποκάλυψη προσωπικών πληροφοριών εξαρτάται συνήθως από το ποιος την κάνει. Η Ρέιτσελ Σάικς, αγγλίδα καθηγήτρια Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, επισημαίνει ότι οι «εξομολογητικοί ποιητές» –όπως η Σίλβια Πλαθ και η Αν Σέξτον– είναι οι πιο γνωστοί για τη διάδοση προσωπικών πληροφοριών.

Ο Μάχα Ρόζενταλ, αμερικανός ποιητής και  κριτικός λογοτεχνίας, επινόησε τον όρο «εξομολογητική ποίηση», μάλιστα «τη δικαιολογούσε στους άνδρες κατά μεγάλο βαθμό, αλλά την έβρισκε αποκρουστική στις γυναίκες», λέει η Σάικς στο Atlantic.

Οι επικριτές έτειναν να τιμωρούν τις γυναίκες –ειδικά τις έγχρωμες– πιο σκληρά για προσωπικές τους αποκαλύψεις. Οι συζητήσεις για το queer σεξ, εν τω μεταξύ, ήταν πολύ πιο πιθανό να χαρακτηριστούν «αδικαιολόγητες» ή «άχρηστες» σε σχέση με τις συζητήσεις για το ετεροφυλόφιλο σεξ. Αν θεωρούμε κάτι υπερβολικό για να κοινοποιηθεί, είναι ο τρόπος μας να δείξουμε «τίνος η υποκειμενικότητα εκτιμάται και ποιος επιτρέπεται να μιλάει», έλεγαν.

Ακόμη, η αντίδραση σε μια αποκάλυψη εξαρτιόταν πάντα από το μέρος όπου λάμβανε χώρα. Διαφορετικά πλαίσια –εργασία, οικογένεια, ένα πάρτι, μια συζήτηση με έναν στενό φίλο– είχαν και διαφορετικούς κανόνες. Το να υπερηφανεύεσαι περιγράφοντας ζουμερές λεπτομέρειες για μια σεξουαλική συνεύρεση μπορεί να ήταν φυσιολογικό αν απευθυνόσουν σε κάποιον φίλο σου, αλλά εντελώς εκτός ορίων αν το έλεγες στο αφεντικό σου.

Κατακλυσμός αναρτήσεων

Ωστόσο, οι κοινωνικοί κανόνες, με την πάροδο του χρόνου έχουν χαλαρώσει. Η κουλτούρα του γραφείου είναι πολύ πιο απλή σήμερα σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια. Σε πολλά γραφεία, μάλιστα, τα αφεντικά ενθαρρύνουν τους υπαλλήλους τους να φέρνουν «όλον τους τον εαυτό» στη δουλειά, αποκαλύπτοντας περισσότερα πράγματα για τη ζωή τους εκτός γραφείου. Η γονική μέριμνα, επίσης, είναι λιγότερο αυστηρή και ιεραρχική, εστιάζοντας, όσον αφορά τη σχέση γονέα-παιδιού, περισσότερο στη ζεστασιά, ακόμη και στη φιλία.

Ακόμη και οι οδηγοί εθιμοτυπίας είναι πιο χαλαροί. Μια μελέτη του 2014 διαπίστωσε ότι, ενώ τα βιβλία εθιμοτυπίας των αρχών του 20ού αιώνα έτειναν να παραθέτουν συγκεκριμένους κανόνες, οι σημερινοί οδηγοί είναι πολύ πιο γενικοί, υποστηρίζοντας ένα σύνολο ρευστών συμπεριφορών που «μας βοηθούν να αλληλεπιδρούμε προσεκτικά», όπως προτείνει μια ενημερωμένη έκδοση του «Emily Post’s Etiquette».

Αυτό το ολοένα και πιο διευρυμένο άνοιγμα, βέβαια, δεν προέκυψε χωρίς αντιδράσεις.  Για παράδειγμα, το 1873, όταν κυκλοφόρησαν  οι πρώτες καρτ-ποστάλ στις ΗΠΑ, πολλοί ανησυχούσαν ότι η απλή μορφή τους θα ενθάρρυνε τις αλόγιστες αποκαλύψεις: «Τα παλιά χρόνια η επιστολή ήταν σημαντική υπόθεση, δεν έπρεπε να γραφτεί ελαφρά, και αποστελλόταν μόνο όταν ο αποστολέας είχε κάτι να πει», είχε διαμαρτυρηθεί το 1884 ένα περιοδικό της Βοστώνης.

Η έλευση των τηλεοπτικών talk-show και των ριάλιτι τροφοδότησε παρόμοιες ανησυχίες: Ξαφνικά, οι ιδιωτικές ζωές αγνώστων άρχισαν να παρουσιάζονται σε ένα μαζικό κοινό. Το 2000, ένας αρθρογράφος των New York Times παραπονέθηκε για την άνοδο ψυχαγωγικών προγραμμάτων όπου συμμετέχουν «άτομα που μιλούν για τον εαυτό τους και αρκεί η ελάχιστη πρόκληση για να αποκαλύψουν υπερβολικές πληροφορίες».

Οι νέες μορφές επικοινωνίας εισάγουν πάντα «ένα είδος μπρος-πίσω, πιέζοντας τα όρια, μέχρι να ξεκαθαριστεί πού βρίσκονται οι διαχωριστικές γραμμές», σημειώνει στο Atlantic η Τζένι Κένεντι, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο RMIT της Αυστραλίας. Με κάθε νέο βήμα –για παράδειγμα, μια καρτ ποστάλ χωρίς την προστασία φακέλου ή οι προσωπικοί αγώνες ενός καλεσμένου σε talk-show που μεταδίδεται κατευθείαν στο σαλόνι σας– οι προσωπικές ιστορίες μπορούν να ανοιχτούν σε νέες, πιο δημόσιες σφαίρες. Οι κανόνες ενός συγκεκριμένου πλαισίου για την αποκάλυψη προσωπικών πληροφοριών δεν λειτουργούν τόσο καλά όταν τα πλαίσια αρχίζουν να υποχωρούν το ένα μέσα στο άλλο.

Σήμερα, το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν υπερφορτώσει αυτού του είδους τη διαρροή. «Ολοι έχουμε μια ιδέα για το ποιος βλέπει και καταναλώνει το περιεχόμενο που παράγουμε στο Διαδίκτυο», λέει η Κένεντι, αλλά «το κοινό που εμείς αντιλαμβανόμαστε μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από το πραγματικό».

Κατακλυζόμαστε από πολύ προσωπικές αναρτήσεις, που μπορεί να μας φαίνονται σαν εισβολή, οι οποίες, όμως, μπορεί να έχουν γραφτεί από κάποιον που δεν έχει στον νου του εμάς. Μπορεί, για παράδειγμα, να μπείτε στο TikTok πιστεύοντας ότι θα δείτε μια γάτα να ποζάρει σαν σούπερ μόντελ και αντ’ αυτού να πέσετε σε εντελώς άγνωστους, που συζητούν τα πιο προσωπικά τους τραύματα.

Σεβασμός στην ιδιωτικότητα

Ωστόσο, όλο και περισσότεροι οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να θέσουν ξανά κάποια όρια. Στο Διαδίκτυο, νέες λειτουργίες απορρήτου, όπως το Twitter Circle και το Instagram’s Close Friends, περιορίζουν την προσβασιμότηταση χρηστών σε ορισμένες αναρτήσεις, έτσι ώστε να είναι ορατές μόνο σε προεπιλεγμένες ομάδες. Οι χρήστες δεν χρειάζεται πλέον να ρισκάρουν ότι η θεία τους θα μάθει για το ψυχεδελικό τους τριπάκι ή ότι η μπέιμπι σίτερ του παιδιού τους θα δει φωτογραφίες από τη βραδινή τους έξοδο.

Εν τω μεταξύ, όπως αναφέρει ο Economist, πολλοί εργαζόμενοι συνειδητοποιούν ότι θέλουν να υψώσουν τείχη ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική τους ζωή, μη θέλοντας τελικά να φέρουν «όλον τον εαυτό τους» στο γραφείο. Αναφερόμενο στους επικριτές της «ανεκτικής/υποχωρητικής ανατροφής των παιδιών» (ανατροφή χωρίς όρια), το Insider γράφει, εξάλλου, ότι τα παιδιά χρειάζονται κανόνες και προσδοκίες, όχι φιλικές σχέσεις με τους γονείς τους, και ότι και τα δύο μέρη αξίζουν κάποια ιδιωτικότητα.

Αυτή η επιθυμία για συναισθηματική απόσταση διεισδύει ακόμη και σε στενές φιλίες. Το 2019, ένας σύμβουλος σχέσεων έγραψε στο Twitter ότι οποιοσδήποτε θα πρέπει να αισθάνεται ότι έχει τη δύναμη να αγνοήσει φίλους που ζητούν υποστήριξη, προτείνοντας την ακόλουθη απάντηση: «Χαίρομαι πολύ που επικοινώνησες μαζί μου. Αυτό τον καιρό, όμως, βοηθάω κάποιον άλλον να τα βγάλει πέρα με προσωπικά του προβλήματα… Δεν νομίζω ότι έχω τον απαραίτητο χώρο και για σένα». Το tweet έγινε γρήγορα μιμίδιο (meme), θίγοντας ένα πραγματικό ζήτημα.

Σε μια εποχή άμεσης και άφθονης επικοινωνίας, πώς κάνεις πίσω όταν αισθάνεσαι υπερφορτωμένος; Αν νιώθουμε ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση, αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε αφήσει πίσω μας την εποχή της αυστηρής, ξεκάθαρης εθιμοτυπίας, γράφει στο Atlantic ο Μάικλ Γουότερς. Μπαίνουμε, λέει, σε μια νέα εποχή, στην οποία οι κανόνες είναι κατά παραγγελίαν και τους καθορίζει ο καθένας από εμάς.

Φυσικά, δεν πρέπει να επιστρέψουμε πίσω, σε μια εποχή που ήταν σχεδόν αδιανόητη μια συζήτηση περί «δυσάρεστων περιστατικών» και πολύ περισσότερο περί ψυχικής ασθένειας, σεξουαλικότητας ή φύλου. Ολοι, όμως, χρειάζεται να καταλάβουμε πόσο μεγάλο μέρος του εαυτού μας θέλουμε ανά πάσα στιγμή να προσφέρουμε στους φίλους, την οικογένεια και τους συναδέλφους μας, και πόσα θέλουμε να μάθουμε εμείς για αυτούς. Ισως κάποια μέρα βρει ο καθένας τον ρυθμό του: θα βάζουμε «προστατευτικά κιγκλιδώματα» όταν χρειάζεται, θα «ανοιγόμαστε» όταν μας φαίνεται σωστό και θα νιώθουμε ευγνώμονες που έχουμε επιλογές. Προς το παρόν, βιώνουμε το δύσκολο κομμάτι…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...