Στο βιβλίο του για τον 20ο αιώνα «Εποχή των Ακρων», ο Ερικ Χομπσμπάουμ έγραψε το 1994: «Θεωρώ ότι ο λόγος που λαμπροί σχεδιαστές μόδας, επαγγελματίες ελάχιστα αναλυτικοί, καταφέρνουν μερικές φορές να προβλέψουν το μέλλον καλύτερα από τους επαγγελματίες των προβλέψεων είναι ένα από τα πιο ακατανόητα ερωτήματα στην ιστορία, και για τον ιστορικό του πολιτισμού, ένα από τα το πιο σημαντικά». Και φαίνεται ότι μετά από ένα τέταρτο του αιώνα η θέση του μαρξιστή ιστορικού εξακολουθεί να παραμένει σε ισχύ.
Λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία, που θα έκλεινε στα σπίτια τους περισσότερους από τους μισούς κατοίκους του πλανήτη, η μόδα προέβλεψε το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Στις πασαρέλες για την άνοιξη και το καλοκαίρι 2020, ο οίκος Marine Serre παρουσίασε μάσκες, ο Balenciaga έδειξε σκηνές Αποκάλυψης, και ο Gucci σχεδίασε ρούχα σύμφωνα με το concept της βιοπολιτικής (τα ρούχα ως συμβολική αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο η μόδα ασκεί εξουσία στη ζωή και οδηγεί στην εξάλειψη της αυτοέκφρασης), έννοια που επινόησε ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκό και εισήγαγε με μια σειρά διαλέξεων στο Κολέγιο της Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με την οποία συμπλήρωσε το έργο του «Επιτήρηση και τιμωρία» (1975).
Αλλά δεν είναι απαραίτητο να απευθυνθούμε στην υποθετική προφητική ικανότητα για να επιβεβαιώσουμε με έμφαση ότι η μόδα είναι μια πιστή αντανάκλαση της δυναμικής και των κοινωνικών αλλαγών, γράφει η El Pais. Αν και για πολλούς διανοούμενους το ζήτημα της ένδυσης παραμένει ασήμαντο, η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια ιδέα την οποία φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και άλλοι μελετητές του πολιτισμού υπερασπίζονται εδώ και αιώνες. «Αυτός που βλέπει στη μόδα μόνο τη μόδα είναι ανόητος», έλεγε ο Μπαλζάκ. Το πρόβλημα, ίσως, έγκειται στο γεγονός ότι τα ρούχα είναι ένα τόσο άμεσο στοιχείο (αφού όλοι ντυνόμαστε καθημερινά, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο) ώστε είναι δύσκολο να του αποδοθεί το ιστορικό και κοινωνικό βάθος που του αξίζει.
Ελάχιστοι αναρωτιούνται, για παράδειγμα, γιατί η μόδα των ανδρών αλλάζει τόσο λίγο σε σύγκριση με τη γυναικεία. Εκτός από την κουλτούρα της πατριαρχίας, η οποία ενισχύει αυτό το γεγονός, η πραγματικότητα είναι ότι οι άντρες σταμάτησαν να στολίζονται μετά από μια μεγάλη κρίση: την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και την επακόλουθη άνοδο της αστικής τάξης.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δραστική μείωση των διακοσμητικών στοιχείων στα ανδρικά κοστούμια, και η μεγαλύτερη ομοιομορφία στο ανδρικό ένδυμα συνοδεύτηκαν από μεγαλύτερη κατανόηση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Η χρήση του ίδιου στυλ ρούχων γενικά δημιουργεί από μόνη της μια αίσθηση κοινότητας, επειδή εξαλείφει ορισμένους παράγοντες κοινωνικής αποσύνθεσης που μπορούν να παραχθούν από τη διαφορά στα ρούχα», έγραψε το 1930 ο ψυχαναλυτής Τζον Καρλ Φλούγκελ στο έργο του «Ψυχολογία των ενδυμάτων» («Psychology of Clothes»).
Αυτή η «μεγάλη παραίτηση» από τη μόδα, όπως ο ίδιος την ονόμασε, είχε να κάνει με τη γέννηση μιας νέας κοινωνίας, που στηριζόταν στις αξίες του καπιταλισμού: προσπάθεια, λιτότητα και ίσες ευκαιρίες. Η επίδειξη δεν ήταν για εκείνους που ήθελαν να ευημερήσουν σε αυτόν τον νέο κόσμο, αλλά για τις γυναίκες τους, που δεν ανήκαν στη νέα αγορά εργασίας. Τα φορέματά τους με τις ογκώδεις φούστες και τους ασφυκτικούς κορσέδες υπονοούσαν τον πλούτο των συζύγων τους: ο ελεύθερος χρόνος, συνώνυμος με την ευημερία, ορίστηκε τότε ως η απουσία κίνησης.
Ο κορσές όμως μπήκε στην άκρη σε μια άλλη μεγάλη κρίση: Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο «η ανάγκη για εργασία και η διανομή (με δελτίο) έκανε τις φούστες πιο κοντές και τα ρούχα πολύ πιο λειτουργικά. Οι γυναίκες που εργαζόντουσαν σε ορυχεία ή σε εργοστάσια όπλων άρχισαν να φορούν παντελόνια», γράφει η ιστορικός Νίνα Έντουαρντς, στο βιβλίο της «Ντυμένοι για Πόλεμο» («Dressed for War») που κυκλοφόρησε το 2014. Η πολεμική κρίση, όμως δεν είναι απαραίτητα συνώνυμη με τη λιτότητα: «Η αποτρίχωση έγινε κοινή πρακτική. Επίσης τα κοσμήματα: οι στρατιώτες έφτιαξαν κοσμήματα για τις γυναίκες τους με πυρομαχικά, πέτρες και κρύσταλλα», λέει η Εντουαρντς.
Αυτή ήταν επίσης η στιγμή που τυποποιήθηκαν τα καλλυντικά (τα οποία στο παρελθόν είχαν συνδεθεί με τις ελευθεριάζουσες γυναίκες, όπως εξήγησε το 1863 ο Σαρλ Μποντλέρ στο «Εγκώμιο του μακιγιάζ»), και αναδύθηκαν μεγάλες εταιρείες από την Elizabeth Arden μέχρι την Helena Rubinstein, η οποία με μια επιθετική διαφήμιση προέτρεπε τις γυναίκες να κρύψουν το άγχος που προκαλεί η καταστροφή: «Αν και η επαγγελματική ή κοινωνική σας ζωή δεν το απαιτεί, ο πατριωτισμός σας ζητά από το πρόσωπό σας να εκπέμπει αισιοδοξία», ανέφερε μια από τις καμπάνιες της.
Το αισθητικό αποτέλεσμα είχε ήδη αποτυπωθεί στις πολυτελείς εμφανίσεις των flappers, όπως λεγόντουσαν οι νεαρές fashion icons της δεκαετίας του 1920, που κυκλοφορούσαν με τα τρία σύμβολα της νέας εποχής: κοντά μαλλιά, φορέματα μέχρι το γόνατο και εντυπωσιακό μακιγιάζ, συντελώντας δυναμικά στη γυναικεία απελευθέρωση σε χρόνους τόσο αβέβαιους όσο και επαναστατικούς. Και όταν ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένα flapper girl κατάφερε να προβλέψει το μέλλον της μόδας: η σπουδαία Κοκό Σανέλ.
Ενώ η ναζιστική κατοχή στο Παρίσι οδήγησε στο κλείσιμο των καταστημάτων και τη διακοπή μη ουσιαστικών δραστηριοτήτων, η Κοκό Σανέλ προσπάθησε να κρατήσει το κατάστημά της ανοικτό (δεν είναι γνωστό εάν το έκανε νόμιμα ή όχι). Μέρα με τη μέρα, οι ουρές των στρατιωτών στην πόρτα της μεγάλωναν. Αγόραζαν το άρωμά της Chanel No 5 για τις γυναίκες τους. Και πάλι με την ίδια λογική: προσιτές μικρές πολυτέλειες για την «καταπολέμηση» της καταστροφής.
Από το άρωμα με υπογραφή μέχρι την προώθηση του κόκκινου κραγιόν από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ , ο οποίος πίστευε ότι ήταν «εξαιρετικός τρόπος για την ενίσχυση του ηθικού των ανδρών» κατά η διάρκεια του Πολέμου, αυτή η δυναμική των αντιθέσεων έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1947, χρονιά που το Παρίσι πεινούσε ακόμη και προσπαθούσε να συνέλθει από τα δεινά του πολέμου, οι γυναίκες ήταν αδύνατες σαν κλαράκια και τα υφάσματα ήταν λιγοστά όταν ο Κριστιάν Ντιόρ άνοιξε έναν οίκο μόδας και παρουσίασε το New Look, την περίφημη συλλογή του που θα έμενε στην ιστορία της μόδας.
Τα προκλητικά μοντέλα του με τις σουρωτές φούστες και τα εφαρμοστά μπούστα, που τονίζουν τις γυναικείες καμπύλες, «φώναζαν» τις λέξεις «πλούτος» και «ευμάρεια». Και ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο απαγόρευε την σπατάλη μέτρων υφάσματος σε περιόδους κρίσης, η Γαλλία θα την υποστήριζε βλέποντάς τη ως ένα μέσο για να ανακτήσει το θρόνο της παγκόσμιας μόδας.
Ωστόσο, η ιστορία μάς διδάσκει ότι οι μεγάλες αλλαγές στα ρούχα δεν είναι αποτέλεσμα σχεδιαστών, αλλά συλλογικής απογοήτευσης. Το καθήκον των καλών δημιουργών είναι να διαβάζουν σωστά το παρόν για να προβλέψουν το μέλλον. Το μεγαλείο του Ντιόρ ήταν ότι έδωσε στην κοινωνία το αντίθετο από αυτό που βίωνε, και ο Υβ Σεν Λοράν πέτυχε να μεταφράσει τις αισθητικές και κοινωνικές επιπτώσεις του Μάη του ‘68 (αν και δεν πήγε ποτέ σε διαδήλωση).
Ομοίως, η φήμη που απολάμβαναν οι Πάκο Ραμπάνε, Αντρέ Κουρέζ και Πιέρ Καρντέν τη δεκαετία του 1960 οφείλεται στο γεγονός ότι «μπόρεσαν να δουν ότι η τεχνολογία, τα προστατευτικά ρούχα και η αβεβαιότητα για το μέλλον ήταν στο μυαλό των ανθρώπων», υποστηρίζει η Τζέιν Πάβιτ, στο δοκίμιό της «Φόβος και Μόδα στον Ψυχρό Πόλεμο» («Fear and fahsion in the Cold War»), που κυκλοφόρησε το 2008.
Στον φόβο του Ψυχρού Πολέμου, της κούρσας των εξοπλισμών, της πυρηνικής απειλής και της διαστημικής προπαγάνδας, ο κόσμος ανταποκρίθηκε φορώντας νάιλον κάλτσες, ρούχα από επεξεργασμένα δέρματα και άλλα συνθετικά υλικά, τολμώντας εμφανίσεις με το μπικίνι των ηρωίδων σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, και μια αισθητική unisex και ομοιόμορφη, προπορευόμενος ενός δυστοπικού μέλλοντος, στο οποίο η άνεση, η ομοιογένεια και η συγχώνευση των φύλων θα μας έκανε κομμάτια του ίδιου παζλ.
Μακριά από τις πασαρέλες και τις σελίδες των περιοδικών, όμως, η αλλαγή ήταν ακόμη μεγαλύτερη αφού υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες απογοητευμένοι νέοι σε έναν κόσμο σε κρίση, και ένα σύστημα διακυβέρνησης που δεν είχε καμιά πρόθεση να ασχοληθεί μαζί τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί άρχισαν να φορούν τζιν, αντιδρώντας στην απαγόρευσή του έξω από εργοστάσια ή ορυχεία, ενώ άλλοι διάλεγαν ντεμοντέ ρούχα, όπως αμπέχονα και στρατιωτικές μπότες, μπουφάν αεροπόρου ή φόρμες εργασίας μέχρι που επικράτησε κυριολεκτικά η απόλυτη ομοιομορφία.
«Η εναλλακτική ιδεολογία και η δυσαρέσκεια για τα καθιερωμένα δηλώνονται μέσω ενός αυστηρού ενδυματολογικού κώδικα, εξαιρετικά ιεραρχικού, που τους επιτρέπει να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον και να αντιτίθενται στους υπόλοιπους» λέει ο κοινωνιολόγος Ντικ Χέμπντιτζ, ο οποίος στο βιβλίο του «Υποκουλτούρα, το νόημα του στυλ», υποστήριξε ότι οι υποκουλτούρες συγκεντρώνουν άτομα με παρόμοιες ιδέες και απόψεις, που αισθάνονται παραμελημένα από τα κοινωνικά πρότυπα και τους επιτρέπεται, μέσω της ομάδας που δημιουργούν, να αναπτύξουν αίσθηση ταυτότητας.
Η κοινωνία, φυσικά, συνεχίζει την πορεία της και η μόδα την αντανακλά, γράφει η El Pais. Μερικές φορές συνειδητά (όπως η έκρηξη της ασχήμιας, με επικεφαλής τον Comme Des Garçons τη δεκαετία του 1980 και το Maison Margiela τη δεκαετία του 1990, αντιδρώντας στην μπαναλιτέ μιας πλούσιας εποχής που δεν σκεφτόταν το μέλλον) ή ασυνείδητα (για παράδειγμα, τα αθλητικά παπούτσια έγιναν πολύ δημοφιλή στις ΗΠΑ σε μια απεργία διάρκειας των μέσων μεταφοράς το 1980, και απελευθέρωσαν τις γυναίκες από την τυραννία των τακουνιών μετά την πολύ αναγκαία ελευθερία κινήσεων, που έφερε η 9/11).
Σήμερα, πάντως υπάρχει μόνο ένα ξεκάθαρο γεγονός: ο περιορισμός, η κοινωνική απόσταση και η επερχόμενη οικονομική κρίση θα αλλάξουν τη σχέση μας με τα ρούχα. Για την Λι Εντελκουρτ, μια από τις πιο γνωστές ερευνήτριες τάσεων στον κόσμο, ο κορονοϊός προσφέρει τώρα «μια κενή σελίδα για ένα νέο ξεκίνημα».
«Φαίνεται ότι μπαίνουμε μαζικά σε μια καραντίνα κατανάλωσης όπου θα μάθουμε πώς να είμαστε ευτυχισμένοι μόνο με ένα απλό φόρεμα, ανακαλύπτοντας ξανά παλιά αγαπημένα μας πράγματα, διαβάζοντας ένα ξεχασμένο βιβλίο και μαγειρεύοντας ατέλειωτα για να κάνουμε τη ζωή όμορφη», είπε στο Dezeen.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News