Ενα απλό τεστ λογικής και μνήμης θα μπορούσε να οδηγήσει σε έγκαιρη διάγνωση άνοιας, περίπου 10 χρόνια πριν οι γιατροί παρατηρήσουν τα πρώτα συμπτώματα της νόσου.
Ειδικοί από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπως αναφέρουν οι Times του Λονδίνου, ανακάλυψαν ότι οι άνθρωποι που είχαν κακή απόδοση σε συγκεκριμένα τεστ επίλυσης προβλημάτων και μνήμης είχαν εννέα χρόνια νωρίτερα περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν από κάποιες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένης της νόσου Αλτσχάιμερ.
Σύμφωνα με τον Τίμοθι Ρίτμαν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, το εύρημα θα μπορούσε να οδηγήσει σε απλές εξετάσεις, που απευθύνονται σε όσους κινδυνεύουν περισσότερο. Ως αποτέλεσμα, θα ξεκινήσει άμεσα η παρέμβαση. Παράλληλα, θα δοκιμαστούν νέα φάρμακα για τα πρώτα στάδια της νόσου, κάτι που δίνει περισσότερες πιθανότητες για σημαντική μείωση του ρυθμού εξέλιξης της πάθησης.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα για 500.000 ενήλικες ηλικίας από 40 έως 69 ετών, από τη Τράπεζα Βιολογικού Υλικού (Biobank) της Βρετανίας. Εκτός από τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την υγεία τους, οι ειδικοί υπέβαλαν τους συμμετέχοντες σε μια σειρά τεστ, όπως επίλυση προβλημάτων, τεστ μνήμης, χρόνους αντίδρασης και δύναμη λαβής (μπρα-ντε-φερ).
Συλλέχθηκαν, επίσης, συμπληρωματικές πληροφορίες για τις αυξομειώσεις του βάρους τους και τον αριθμό των πτώσεων που είχαν τα τελευταία χρόνια. Στη συνέχεια, οι επιστήμονες τις συνέκριναν με πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν πέντε έως εννέα χρόνια νωρίτερα.
Οπως φάνηκε από την ανάλυση των δεδομένων, τα άτομα που ανέπτυξαν νόσο Αλτσχάιμερ συγκέντρωναν χαμηλότερη βαθμολογία από τα υγιή άτομα στα τεστ επίλυσης προβλημάτων, τους χρόνους αντίδρασης, την απομνημόνευση αριθμών, την προοπτική μνήμη (ικανότητα να θυμόμαστε τι πρέπει να κάνουμε μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) και την αντιστοίχιση ζευγών. Το ίδιο ίσχυε και για άτομα που ανέπτυξαν μια πιο σπάνια μορφή άνοιας, γνωστή ως μετωποκροταφική άνοια, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές.
«Οταν εξετάσαμε το ιστορικό των ασθενών, κατέστη σαφές ότι εμφάνιζαν έκπτωση στις γνωσιακές λειτουργίες, αρκετά χρόνια πριν τα συμπτώματά τους γίνουν εμφανή και διαγνωστούν. Οι βλάβες ήταν συχνά ανεπαίσθητες, αλλά αφορούσαν αρκετές πτυχές της νόησης. Αυτό είναι ένα βήμα για να μπορέσουμε να εξετάσουμε άτομα που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο, όπως για παράδειγμα άνθρωποι άνω των 50 ετών ή άτομα με υψηλή αρτηριακή πίεση ή που δεν ασκούνται αρκετά. Στόχος, πάντα, είναι να παρέμβουμε σε πρώιμο στάδιο, ώστε να τους βοηθήσουμε να μειώσουν τον κίνδυνο», εξηγεί ο δρ Νολ Σβάντιγουντχιπονγκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και υπεύθυνος της μελέτης.
Προς το παρόν, ελάχιστες είναι οι θεραπείες και οι παρεμβάσεις που πετυχαίνουν μείωση του ρυθμού εξέλιξης των νευροεκφυλιστικών παθήσεων. Οι ειδικοί τονίζουν ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τέτοιες παθήσεις συχνά διαγιγνώσκονται μόνο όταν εμφανιστούν συμπτώματα, ενώ το υποκείμενο πρόβλημα μπορεί να έχει ξεκινήσει χρόνια, ακόμα και δεκαετίες, νωρίτερα.
Αυτό σημαίνει ότι, από τη στιγμή που οι ασθενείς συμμετέχουν σε κλινικές δοκιμές, μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά για να αλλάξει η πορεία της νόσου. Μέχρι τώρα, δεν ήταν σαφές εάν θα μπορούσαν να ανιχνευθούν αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Ο Ντέιβιντ Τόμας, επικεφαλής πολιτικής του ερευνητικού κέντρου Alzheimer’s Research UK, εξηγεί ότι «γίνεται ολοένα σαφέστερο ότι η καλύτερη ευκαιρία για να αλλάξει η πορεία των ασθενειών που προκαλούν άνοια έγκειται στην παρέμβαση στα πρώτα τους στάδια. Οι υπηρεσίες υγείας δεν προσφέρουν συνήθως τα τεστ που απαιτούνται για την ανίχνευση αλλαγών στη λειτουργία του εγκεφάλου, οι οποίες συμβαίνουν πριν γίνουν αισθητά τα συμπτώματα, όπως αυτά που αναφέρονται σε αυτή τη μελέτη. Στην πραγματικότητα, πάνω από το ένα τρίτο των ατόμων άνω των 65 ετών που ζουν με άνοια, παραμένουν αδιάγνωστα».
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Alzheimer’s & Dementia.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News