Οπως είναι φυσικό, μια συνέντευξη η οποία εξαιτίας του κορονοϊού γίνεται με βιντεοκλήση στο Zoom, δεν θα μπορούσε να αρχίσει παρά με μια αναφορά στο lockdown. Η φωτογράφος Ανι Λίμποβιτς δείχνει στη δημοσιογράφο Τζαν Ντάλεϊ το μεσημεριανό φαγητό της (μια μεγάλη σακούλα με σούσι) και το μίνιμαλ περιβάλλον του σπιτιού της της στο Ράινμπεκ, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου είναι κλεισμένη από τα μέσα Μαρτίου μαζί με τις τρεις κόρες της, τη 18χρονη Σάρα και τις δίδυμες Σούζαν και Σαμουέλ, που γεννήθηκαν τριάμισι χρόνια αργότερα με εξωσωματική.
Η Σάρα μόλις αποφοίτησε από το γυμνάσιο και «είναι πολύ λυπημένη» λέει η Λίμποβιτς στη δημοσιογράφο των Financial Times (με συνδρομή), «γιατί αποφοίτησε ψηφιακά, δεν μπορούσε να γίνει πραγματικά. Η αποφοίτηση ήταν την Πέμπτη, και ήταν πολύ παράξενη, έπρεπε να καθόμαστε σχεδόν δυο μέτρα μακριά…».
Η 70χρονη Λίμποβιτς είναι ίσως η πιο γνωστή φωτογράφος διασημοτήτων στον κόσμο, με ένα portfolio που περιλαμβάνει από προέδρους των ΗΠΑ μέχρι ποπ σταρ, και από το εξώφυλλο του Vanity Fair με την Ντέμι Μουρ γυμνή, μέχρι το επετειακό πορτρέτο της βασίλισσας Ελισάβετ. Ετσι, η αναγκαστική ηρεμία μακριά από την επαγγελματική της βάση στη Νέα Υόρκη και τη συνήθως αδυσώπητη ρουτίνα της δεν σήμαινε μόνο ένα ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί με τις κόρες της, αλλά, επίσης, «μια αίσθηση ανανέωσης», όπως λέει.
Είναι κάπως νευρική καθώς μιλάει: «Αισθάνομαι ανεπαρκής, λίγο. Θα ήταν προτιμότερο να μιλήσετε με κάποιον όπως η Σούζαν Σόνταγκ, ήταν υπέροχη ομιλήτρια, αλλά θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε τώρα», λέει.
Ετσι, σχεδόν αμέσως, αναφέρει τη Σόνταγκ, τη μεγάλη αμερικανίδα συγγραφέα που υπήρξε σύντροφός της για περίπου 15 χρόνια, αν και συνήθως δεν προσδιόριζαν τη φύση της σχέσης τους. Η Σόνταγκ πέθανε το 2004, αλλά το όνομά της εξακολουθεί να εμπλέκεται με πολύ φυσικό τρόπο στις κουβέντες της Λίμποβιτς, σχεδόν σαν να είναι ακόμη παρούσα.
Δεδομένου ότι χρειάζεται να ταξιδεύει συνεχώς, η Λίμποβιτς έχει οργανώσει ένα πολύ καλό σύστημα φροντίδας των παιδιών της, όμως το lockdown έγινε αφορμή να μείνει μαζί τους και να τις αναλάβει η ίδια για μεγάλο διάστημα. Η τελευταία της φωτογράφιση ήταν τον Μάρτιο για το εξώφυλλο της Vogue με τη Σιμόν Μπάιλς, τη χρυσή ολυμπιονίκη που πέτυχε στη δοκό ένα εξωπραγματικό άλμα (συνδυασμό τριπλής περιστροφής του σώματος με διπλό ολοκληρωμένο flip).
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όμως, δεν ένιωσε την ανάγκη να φωτογραφίσει: «Δεν με ενδιέφερε να τραβήξω φωτογραφίες, δεν με συγκίνησε κάτι», λέει.
Μετά, η Hauser & Wirth, η γκαλερί της, άρχισε να κάνει online εκθέσεις, «ήταν πολύ καλές, μου άρεσαν πολύ και είπα ότι θα ήθελα να κάνω κι εγώ μια. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν εκείνες οι παλαιότερες φωτογραφίες που είχα κάνει: με “κατοικούν”, είναι το είδος του συνδετικού ιστού μεταξύ των άλλων φωτογραφιών μου. Εννοώ τα πορτρέτα», λέει.
Η Λίμποβιτς αναφέρεται στο λεύκωμά της του 2011, με τίτλο «Pilgrimage» («Προσκύνημα»), με φωτογραφίες από «εμβληματικές τοποθεσίες» που μπορούσε να εξερευνήσει χωρίς ατζέντα και χωρίς επαγγελματική υποχρέωση, με μοναδικό κριτήριο τη συμβολική σημασία του τόπου, όπως –μεταξύ άλλων– το σπίτι όπου πέρασε όλη της τη ζωή η μεγάλη ποιήτρια Εμιλι Ντίκινσον στο Αμχερστ της Μασαχουσέτης, τα σπίτια της Βιρτζίνια Γουλφ και του Καρόλου Ντίκενς στην αγγλική εξοχή, και το σπίτι-μουσείο του Φρόιντ στο Λονδίνο.
«Τις έκανα σε μια δύσκολη στιγμή», λέει, αναφερόμενη στα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει τα προηγούμενα χρόνια, παρά το γεγονός ότι είναι μία από τις καλύτερα αμειβόμενες φωτογράφους στον κόσμο. Και προσθέτει: «αλλά υποθέτω ότι είναι οι αγαπημένες μου φωτογραφίες».
Ο τίτλος της νέας online έκθεσής της είναι «Still Life», και τα ήσυχα, έντονα, και μερικές φορές σχεδόν αφηρημένα θέματά της, θα μπορούσαν να εκπλήξουν τους ανθρώπους που γνωρίζουν τη Λίμποβις ως την απόλυτη χρονογράφο του ροκ εντ ρολ. Φοιτήτρια ακόμη το 1970, άρχισε να δουλεύει για το περιοδικό Rolling Stone, δημιουργώντας ασύλληπτες εικόνες των πιο διάσημων προσώπων της εποχής.
Ανάμεσά τους και η αξέχαστη φωτογραφία του Τζον Λένον, που αγκαλιάζει γυμνός τη Γιόκο Ονο, κουλουριασμένος πάνω στο ντυμένο σώμα της. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1980, στο διαμέρισμα του ζευγαριού απέναντι από το Central Park, λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία του Λένον. Ακολούθησαν οι φωτογραφίσεις για το Vanity Fair, όπου η ροκ αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960 έδωσε τη θέση της σε πορτρέτα πιο mainstream διασημοτήτων, και στη συνέχεια για τη Vogue.
Όμως αυτό τον καιρό δεν την απασχολούν πια οι εκθαμβωτικές διασημότητες αλλά οι εικόνες άψυχων πραγμάτων: «Διαβάζω καθημερινά τους New York Times και ως επί το πλείστον είμαι ερωτευμένη με το φωτορεπορτάζ που γίνεται αυτή τη στιγμή, το έργο που γίνεται στους δρόμους είναι τόσο δυνατό, απίστευτο, δεν έχω δει ποτέ κάτι τόσο ισχυρό», λέει και συμπληρώνει: «Διάβασα ένα κομμάτι για τη φωτογραφία στους New York Times, που έλεγε ότι η φωτογραφία τού τώρα ίσως είναι η νεκρή φύση. Έτσι ένιωσα δικαιωμένη γι’ αυτό το project… Νομίζω ότι μου αρέσει περισσότερο από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο», λέει και θυμάται ότι ένας καλλιτεχνικός διευθυντής με τον οποίο είχε συνεργαστεί τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 «με δίδαξε ότι αν θέλεις να προχωρήσεις, πρέπει να κοιτάζεις πίσω, και το έκανα σε όλη μου τη ζωή και την καριέρα, και η δουλειά που κάνω τώρα κοιτάζει πίσω».
Η συνέντευξη συνεχίζεται με μια ανάμνηση από τα εγκαίνια του «Archive Project No 1» πέρυσι στο Λος Άντζελες. Ηταν μια τεράστια έκθεση 4.000 έργων που εγκαινιάστηκε με μια συναυλία-έκπληξη της φίλης της Πάτι Σμιθ στο πάρτι που ακολούθησε. Οι φιλότεχνοι όμως συνέχιζαν να μιλούν οπότε η Λίμποβιτς αναγκάστηκε να ανέβει σε μια πλατφόρμα και να τους φωνάξει να σταματήσουν την κουβέντα και να ακούσουν: «Η Πάτι ντράπηκε», θυμάται.
Η μετακίνηση στη Νέα Υόρκη «σχεδόν με σκότωσε», λέει, «ήμουν μια αφελής, ανόητη, και αδέξια νεαρή. Ποτέ δεν ένιωσα ότι συμβιβάστηκα πραγματικά με τη Νέα Υόρκη. Το υπέροχο του να είσαι φωτογράφος είναι ότι βρίσκεσαι “απέξω” και παρατηρείς, και σου αρέσει να παρατηρείς, και έχω ζήσει τη ζωή μου πολύ άνετα στο “απέξω”». Λέει ακόμα ότι της αρέσει να κάνει πορτρέτα και ανυπομονεί να δει ποια θα είναι η επόμενη αντιπρόεδρος των ΗΠΑ: «Θα ήθελα να τη φωτογραφίσω, όποια κι αν είναι».
Η ίδια, πλέον, είναι εξίσου διάσημη με πολλά από τα θέματα της, όμως μισεί τη λέξη «celebrity» («διασημότητα»). Εξακολουθεί άραγε να είναι εξωτερικός παρατηρητής; «Έχω ζήσει μια πολύ ιδιωτική ζωή. Αγαπώ πραγματικά τη δουλειά μου, αλλά δεν είμαι φίλη με κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους, μου αρέσει να τα διαχωρίζω», απαντάει, και τονίζει: «Η λέξη “celebrity”με ενοχλεί επειδή με ενδιαφέρει κυρίως το τι κάνουν οι άνθρωποι, περισσότερο από το ποιοι είναι. Όπως και σε οποιονδήποτε άλλο, μου αρέσει να θαυμάζω τους ανθρώπους και το κάνω: ξέρετε, τον Μπαρίσνικοφ όταν χορεύει, τον πρόεδρο Ομπάμα…»
Οι «νεκρές φύσεις» της διαφέρουν πάντως πάρα πολύ από τις εξαιρετικές, σχεδόν θεατρικές συνθέσεις της για τα εξώφυλλα που έχει φιλοτεχνήσει. Όμως και τεχνικά οι αλλαγές, που έχουν συμβεί στα 50 χρόνια της καριέρας της, είναι «πάρα πολλές», λέει και παραδέχεται ότι αν και η ψηφιακή φωτογραφία έχει προσφέρει πάρα πολλά «σίγουρα θρηνώ την απώλεια του σκοτεινού θαλάμου και όλων αυτά των σέξι κομματιών της φωτογράφισης που μπήκαν στην άκρη. Αλλά τα πλεονεκτήματα είναι πολύ περισσότερα από τα μειονεκτήματα. Οταν βγαίνει κάτι νέο, θέλω να το μάθω και να το χρησιμοποιήσω ή να έχω κάποιον δίπλα μου που μπορεί να το κάνει». Τώρα πια χρησιμοποιεί και εκείνη την κάμερα του κινητού της: «Πώς μπορείς να απορρίψεις κάτι που βρίσκεται στην τσέπη σου, και μπορείς απλά να το βγάλεις και να τραβήξεις; Ηταν κάτι που ήθελα πραγματικά να κάνω», λέει.
Παραδέχεται ακόμα ότι ένας φωτογράφος θα πρέπει να μπορεί να φωτογραφίζει τα πάντα, όμως η ίδια προτιμά να της αρέσει το θέμα της: «Όταν εξελέγη ο Τραμπ… δεν μπορούσα να πιέσω τον εαυτό μου να το κάνει», λέει.
Τα «Γυναικεία Πορτρέτα» της με γυναίκες από όλα τα κοινωνικά στρώματα, συχνά γκρο πλαν μετατρέποντας κατά κάποιον τρόπο το κοινό πρόσωπο σε μνημειώδες, είναι μια από τις πιο σημαντικές δουλειές της, που ξεκίνησε με παρότρυνση της Σούζαν Σόνταγκ, και φυσικά ένα project που δεν σταματά: «Στην αρχή πίστευα ότι δεν ήταν καλή ιδέα, ήταν σαν να ξεκινάς να φωτογραφίζεις τον ουρανό ή τον ωκεανό, παραήταν μεγάλο αλλά εξελίχθηκε τελικά σε σπουδαίο project», λέει.
Η Ντάλεϊ παρατηρεί ότι η Λίμποβιτς είναι μια ευγενική φωτογράφος: «Μου αρέσει να μου αρέσουν οι άνθρωποι», λέει συγκινημένη. «Σ’ αυτό το σημείο της ζωής μου, πιστεύω ότι οι άνθρωποι το αξίζουν να φαίνονται ωραίοι…» και αποκαλύπτει τον θαυμασμό της για τον σπουδαίο φωτογράφο Ρίτσαρντ Αβεντον: «Ηταν ένας αληθινός διανοούμενος, μια ιδιοφυΐα», λέει, και παραδέχεται ότι αν δεν υπήρχε εκείνος, η ίδια δεν θα είχε κανένα πρότυπο να ακολουθήσει…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News