Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να βάλω ένα μαντήλι μπροστά στο στόμα. Όμως τελικά ζήτησα από τον εαυτό μου να το ζήσει με όλες του τις αισθήσεις. Τα μάτια μου έβλεπαν ένα πτώμα να τυλίγεται στις φλόγες. Τα αυτιά μου άκουγαν το τραγούδι των συγγενών. Και στην επόμενη ανάσα ο ζεστός αέρας μπήκε στα πνευμόνια μου φέρνοντας μαζί καπνό και τέφρα. Στο μέτωπο μου είχα ένα χάραγμα από στάχτη. Και μέσα μου κάτι από το πτώμα που άρπαξαν οι φλόγες. Ήταν γυναίκα.
Βρίσκομαι στο Βαρανάσι. Στην αρχαιότερη πόλη της Ινδίας. Eχει πάνω της πέντε χιλιάδες χρόνια. Οι αιώνες έχουν αποτυπωθεί στις προσόψεις των μεγάρων στις όχθες του Γάγγη. Και η πόλη έχει το βάρος, το ύψος και το σκοτάδι των αιώνων της. Σε τραβάει μέσα τους. Από τη βάρκα κοιτάζεις τα κτίσματα στην όχθη του ποταμιού και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το αρχαίο από το νεότερο ή ακόμα και από το καινούργιο. Στην Ινδία τίποτα δεν μένει καινούργιο για καιρό. Εδώ ο χρόνος σε πάει πίσω. Και συχνά λες ότι έχει κολλήσει και στις λάσπες, στα σκουπίδια και στην κοπριά των ζώων. Δεν έφυγαν οι αιώνες στην ώρα τους και τους βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου. Μεγαλοπρεπείς τη μία στγμή και ταπεινούς στην άλλη.
Στέκομαι στο Μανικάρνικα Γκατ, στον λατρευτικό χώρο μπροστά στον Γάγγη, όπου οι αποτεφρώσεις νεκρών ακολουθούν τον κύκλο της ζωής και του θανάτου: δεν σταματούν ποτέ. Όλη μέρα. Κάθε μέρα. Όλο τον χρόνο. Το κρεματόριο στο Βαρανάσι είναι ένας από τους λόγους που με έφερε εδώ. Ήθελα να το δω από κοντά. Μπορεί να είναι η ενστικτώδης φοβία που έχω για τον θάνατο, η οποία με τραβάει κοντά του. Θέλω να δω, να ξορκίσω, να φοβάμαι λιγότερο. Αλλά νομίζω υπεράνω όλων είναι το σοκ. Είναι η πρόκληση να σας περιγράψω κάτι και να μην μπορώ, να εκτίθεμαι πλήρως από τη γύμνια μου. Τόσες λέξεις και να μην ξέρω ποιες να πιάσω. Δύο νύχτες και ένα πρωινό βρέθηκα εκεί, στο κρεματόριο. Σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά θεάματα που έχω δει στη ζωή μου.
Το Βαρανάσι είναι η πιο ιερή πόλη από όλες που βρίσκονται πάνω στα πλευρά του ποταμού Γάγγη. Ο θάνατος και η αποτέφρωση στο Βαρανάσι είναι ευλογία, τύχη μακάρια για τους ινδουιστές. Από το Βαρανάσι κόβεις δρόμο προς τη λύτρωση. Αν αποτεφρωθείς στο Βαρανάσι δεν θα περάσεις από τα στάδια της μετενσάρκωσης, θα γίνεις καθαρή, λυτρωτική ενέργεια. Θα φτάσεις στο τέλος του κύκλου. Εύποροι άνθρωποι από όλη την Ινδία έρχονται για να πεθάνουν και να αποτεφρωθούν στο Βαρανάσι. Μαζί τους φέρουν και τους άνδρες της οικογένειας που θα αναλάβουν τα της τελετής. Ποτέ γυναίκες. Οι γυναίκες κλαίνε καμιά φορά. Όμως οι ινδουιστές δεν θρηνούν. Από τη στιγμή που γεννιέσαι, δεν υπάρχει τέλος. Η λύτρωση θα έρθει όταν η τέφρα σου ενωθεί με τον Γάγγη.
Δεν αποτεφρώνονται όλοι. Όσοι θεωρούνται άγιοι, θάβονται. Δεν αποτεφρώνονται ούτε τα μικρά παιδιά, γιατί η ψυχή τους δεν έχει βάρος. Δεν αποτεφρώνονται και οι φτωχοί που ζουν στις όχθες του Γάγγη, αλλά δεν έχουν να πληρώσουν για τα ξύλα. Αυτοί, όπως και τα παιδιά, μπορεί να δεθούν σε μία σανίδα με μία πέτρα στα πόδια και να αφεθούν στο ποτάμι. Καθώς κατεβαίνουν κατακόρυφα προς τον βυθό, τα ψάρια θα φάνε πρώτο το σώμα και στο τέλος θα μείνει το κεφάλι, κάτι που καμιά φορά το διαπιστώνουν και όσοι παρακολουθούν με τις ώρες το ποτάμι να κυλάει δίπλα στην πόλη. Αν οι συγγενείς των φτωχών μαζέψουν ξύλα για να τους κάψουν, θα χρησιμοποιήσουν για προσάναμμα αποξηραμένη κοπριά αγελάδας, που ίσως τη μάζεψε ο νεκρός με τα χέρια του.
Πέρασα από ένα χωριό, σε μία εναλλακτική διαδρομή από το αεροδρόμιο προς την πόλη, όπου η κύρια ασχολία των ανθρώπων είναι συλλογή και αποξήρανση κοπριάς. Το Google maps έλεγε ότι είμαι στο πουθενά. Ήμουν σε ένα μέρος όπου δεν ήξερα αν οι άνθρωποι είχαν πάρει τα ζώα στα σπίτια τους ή ήταν τα ζώα που φιλοξενούσαν τους ανθρώπους στα μαντριά τους. Στην Ινδία άνθρωποι και ζώα ζουν μαζί από την αρχή του χρόνου. Μετά προστέθηκαν τα αυτοκίνητα, τα μηχανάκια και τα τουκ-τουκ. Φανταστείτε τους δρόμους στο Βαρανάσι: άνθρωποι, ζώα και μηχανές σε ένα κουβάρι, σε μία σάρκα. Το σώμα της πόλης. Όλα είναι τόσο πολύχρωμα, βρώμικα, θορυβώδη και ακραία που μπορεί να τα βρεις και υπέροχα. Στους δρόμους δεν υπάρχουν κανόνες, σήματα, σηματοδότες, τροχονόμοι. Προτεραιότητα έχει είτε ο πιο μεγάλος σε όγκο, είτε ο πιο γρήγορος. Όλοι κορνάρουν. Όλοι. Κάποια στιγμή μέσα στη ζάλη μου νόμιζα ότι κορνάρουν και οι πεζοί.
Και εκεί, σαν ψίθυρος πίσω από μία αγενή κόρνα άκουσα το τραγούδι έξι ανδρών που έχουν στους ώμους τους ένα φορείο με το πτώμα μίας γυναίκας. Σκεπασμένη με πορτοκαλί ύφασμα και λουλούδια, ντυμένη γιορτινά. Κατηφορίζει τα στενά που ζέχνουν μυρωδιές ούρων και κοπράνων, περνάει πάνω από αδιάφορες, τεράστιες αγελάδες, κάνει άρρωστα σκυλιά να παραμερίσουν, λέει στον νεαρό με το μηχανάκι να κάνει την κόρνα του να σκάσει, στο γέροντα που κοιμάται να μαζέψει τα ποδάρια του πάνω στο πεζούλι και στον αυθάδη που καπνίζει να κρύψει την κάφτρα. Αν άνοιγε τα μάτια της πάνω στο νεκρικό φορείο θα έβλεπε μισόκλειστες πόρτες με πρόσωπα παιδιών και νεαρών γυναικών, χρυσά δόντια να φέγγουν στο σκοτάδι, κουρεία με σκουριασμένα ξυράφια και σταρ του Μπόλιγουντ δίπλα στον καθρέφτη, να κάνει ο πελάτης τη σύγκριση, πάγκους με φρούτα σκεπασμένα από έντομα και χνώτα αγελάδας, μαγαζί που φτιάχνει υπολογιστές, αγόρι που χαϊδεύει τα μαλλιά ενός άλλου αγοριού. Και στο τέλος τα ξυλάδικα. Τα μαγαζιά με τις τεράστιες ζυγαριές που ταΐζουν τις πυρές. Ένα σώμα για να καεί χρειάζεται τρεις ώρες και τριακόσια κιλά ξύλα.
Αν παρατηρήσετε τις φωτογραφίες δεν θα δυσκολευτείτε να καταλάβετε την τοπογραφία και τη λειτουργία του χώρου. Δεν μπορείτε, όμως, να αισθανθείτε την ενέργεια που εκπέμπει, τον απόκοσμο ήχο που βγάζει. Όταν πήγα νύχτα νόμιζα ότι ήμουν στην κόλαση. Όταν πήγα μέρα, κατάλαβα ότι είμαι σε ένα μέρος που δεν υπάρχει άλλο ίδιο μήτε εδώ, μήτε σε άλλους κόσμους.
Οι άνθρωποι που δουλεύουν εκεί ανήκουν στην κατώτερη κάστα των «Ανέγγιχτων» -τόσο χαμηλή που, υποτίθεται, ούτε καν τους ακουμπάς. Περιποιούνται πτώματα, βοηθούν την οικογένεια, προσεύχονται, επιμελούνται τις πυρές. Είδα έναν από αυτούς να ανάβει μία πυρά και μετά να στρώνει το κουρέλι του δίπλα και να κοιμάται. Τι μπορεί να φοβάται αυτός ο άνθρωπος από τον θάνατο;
Εκεί δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα. Αν υπάρχει, είναι νεκρή. Όπως αυτή που ακολούθησα.
Η σορός της κατέβηκε από τους ώμους των ανδρών χαμηλά, δίπλα στα νερά του Γάγγη, ίσα που βράχηκε λίγο. Την αποχαιρέτησαν ως όφειλαν και μετά από λίγα λεπτά την ανέβασαν στα ξύλα. Αφαίρεσαν το πορτοκαλί κάλυμμα με το οποίο την είχαν σκεπάσει. Ήταν μέσα σε ένα λευκό σάβανο. Χήρα. Χοντρά ξύλα τοποθετήθηκαν πάνω στο σώμα της. Και ένας «ανέγγιχτος» πήγε και άναψε καλάμια από τη φωτιά του Σίβα που καίει άσβηστη για αιώνες στο κρεματόριο. Μαζί με τον μεγάλο γιο της γυναίκας έβαλαν φωτιά. Πρώτα κάτω από την πλάτη της. Και μετά γύρω-γύρω. Τρεις ώρες μετά θα σκορπούσαν την τέφρα στο Γάγγη. Και αν το κρανίο δεν είχε απανθρακωθεί, ο μεγάλος γιος θα το έσπαγε με τα χέρια του. Να απελευθερώσει τη ψυχή.
Η πυρά άναψε. Βρέθηκα αμήχανος να κοιτάω. Ανέπνευσα. Δεν έχω κρατήσει μέσα μου έτσι άλλον άνθρωπο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News