Στις 2 Ιουλίου ο αμερικανικός στρατός παρέδωσε στην κυβέρνηση του Αφγανιστάν τον έλεγχο της αχανούς αεροπορικής βάσης Μπαγκράμ. Τα στρατεύματα των ΗΠΑ και οι ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοί τους θα φύγουν από το Αφγανιστάν μέχρι τα μέσα του Ιουλίου, πολύ νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα που καθόρισε ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν για τις 11 Σεπτεμβρίου 2021. (Σημείωση Protagon: Στις 9 Ιουλίου ο πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι, τελικά, η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.)
Σύμφωνα με μία νέα ανάλυση ερευνητών του Πανεπιστημίου Μπράουν, ο εικοσαετής πόλεμος της Αμερικής στο Αφγανιστάν κόστισε σχεδόν 2,3 τρισ. δολάρια. Τώρα οι γείτονες του Αφγανιστάν -το Πακιστάν, το Ιράν, η Κίνα, η Ινδία και οι χώρες της Κεντρικής Ασίας- αναρωτιούνται πόσο θα τους κοστίσει η διατήρηση της ασφάλειας μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από εκεί.
Περί το τέλος Ιουνίου οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες γνωμάτευσαν ότι η αφγανική κυβέρνηση θα μπορούσε να καταρρεύσει εντός έξι μηνών από την αποχώρηση των ΗΠΑ –πρόκειται για αναθεώρηση, επί τα χείρω, μίας άλλης, παλαιότερης και πιο αισιόδοξης αξιολόγησής τους για την κατάσταση που επικρατεί εκεί. Καθώς οι Ταλιμπάν έχουν εξαπλωθεί στο Βόρειο Αφγανιστάν, καταλαμβάνοντας δεκάδες περιοχές με μεγάλες πόλεις, οι αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας συχνά παραδίδονται αμαχητί. Σύμφωνα με πρόσφατη (του περασμένου Ιουνίου) έκθεση του ΟΗΕ, οι Ταλιμπάν ασκούν άμεσο έλεγχο στα μισά και πλέον περιφερειακά διοικητικά κέντρα της χώρας και ελέγχουν έως και το 70% της υπαίθρου.
Ο τρόμος από αυτές τις νίκες των Ταλιμπάν απλώνεται ήδη σε ολόκληρη την περιοχή. Σφοδρές μάχες έγιναν μόλις τέσσερις ώρες μακριά από την πρωτεύουσα του Τατζικιστάν, το Ντουσανμπέ. Στις 20 Ιουνίου αντάρτες Ταλιμπάν που επιχειρούσαν στο Βόρειο Αφγανιστάν περικύκλωσαν κυβερνητικές δυνάμεις στην πόλη Κουντούζ, που είναι η έκτη μεγαλύτερη στη χώρα, με πληθυσμό 300.000 ψυχές. Κατόπιν, στις 22 Ιουνίου, οι Ταλιμπάν κατέλαβαν το συνοριακό φυλάκιο Σερ Χαν Μπαντάρ της αφγανοτατζικιστανικής μεθορίου χωρίς να ρίξουν σφαίρα.
Εν τω μεταξύ, η συνοριακή υπηρεσία του Τατζικιστάν ανέφερε ότι σε 134 αφγανούς στρατιωτικούς δόθηκε άσυλο. Αλλοι 53 άνδρες -συνοριακός στρατός του Αφγανιστάν και ντόπιοι πολιτοφύλακες- έπειτα από μία επίθεση των Ταλιμπάν υποχώρησαν στην περιοχή Σορτέπα του Αφγανιστάν, αφού πρώτα διέσχισαν το Ουζμπεκιστάν. Και στις 5 Ιουλίου περισσότεροι από χίλιοι αφγανοί στρατιώτες πέρασαν στο Τατζικιστάν από την επαρχία Μπαταχσάν.
Πιθανολογείται ότι τις προσεχείς εβδομάδες οι Ταλιμπάν θα αποκτήσουν τον έλεγχο των ποταμών Αμού Ντάρια (Ωξος) και Παντζ, οι οποίοι ορίζουν τα σύνορα του Αφγανιστάν με το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν. Συνεπώς, με τους Ταλιμπάν να ελέγχουν τις μεθοριακές γραμμές, αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος να υπάρξουν μεγάλες προσφυγικές ροές από το Αφγανιστάν προς την Κεντρική Ασία και εν συνεχεία προς τη Ρωσία και προς την Ευρώπη.
Η Ρωσία, αφού κρυφίως υποστήριξε τους Ταλιμπάν με σκοπό να υπονομεύσει τις πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, τώρα φοβάται την ευρύτερη αποσταθεροποίηση στην Κεντρική Ασία και στα πέριξ. Ετσι ο ρώσος υπουργός Αμυνας Σεργκέι Σόιγκου ανακοίνωσε αναβάθμιση της ρωσικής πολεμικής αεροπορίας στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας «μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους».
Παρομοίως και η Κίνα, αφού πρώτα υπήρξε αβρή με τους Ταλιμπάν, τώρα φοβάται την ευρύτερη περιφερειακή αστάθεια που μπορεί να προκληθεί από την αποχώρηση των ΗΠΑ. Εκτός από την αναστάτωση στο πρότζεκτ «Belt and Road» του κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ, η επανάκαμψη των Ταλιμπάν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει εκ νέου την τζιχαντιστική απειλή στην κινεζική επαρχία Ξινγιάνγκ, στα δυτικά της χώρας.
Η προοπτική να καταστεί το Αφγανιστάν πηγή μεγαλύτερης φτώχειας, μαζικής μετανάστευσης και αστάθειας γίνεται με γοργό ρυθμό πρόβλημα όλων, ωστόσο οι κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας είναι αυτές που θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή. Παρά ταύτα, πολλοί περιφερειακοί παράγοντες παραμένουν εκπληκτικά αισιόδοξοι. Υστερα από πρόσφατη επίσκεψή του στις ΗΠΑ για διαβουλεύσεις περί το Αφγανικό και την περιφερειακή ασφάλεια, ο υπουργός Εξωτερικών του Ουζμπεκιστάν Αμπντουλαζίζ Καμίλοφ, σε εκτενή συνέντευξή του, υποστήριξε ότι μόνο οι Αφγανοί, συμπεριλαμβανομένων των Ταλιμπάν, μπορούν να επιλύσουν τα προβλήματα του Αφγανιστάν.
Ο Καμίλοφ είπε ότι αισιοδοξεί για τη συνέχεια, αν και δεν είναι υπερασπιστής των Ταλιμπάν. Παρέπεμψε όμως σε επίσημη ανακοίνωση περί οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου, κυρίαρχου Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση. Σε αυτήν τη νέα χώρα, τα δικαιώματα των γυναικών, των κοριτσιών και των μειονοτήτων υποτίθεται ότι θα διασφαλίζονται.
Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ένας πεπειραμένος διπλωμάτης όπως ο είναι ο Καμίλοφ μπορεί να ωραιοποιεί καταστάσεις. Πάντως, καθώς υποστηρίζει ταυτόχρονα ότι το Αφγανιστάν πρέπει να ενσωματωθεί περισσότερο στην οικονομία της Κεντρικής Ασίας, βαδίζει στον σωστό δρόμο. Ακόμη και οι Ταλιμπάν είναι δυνατόν να θαμπωθούν από την ιδέα μίας ανανεωμένης «Μεγάλης Κεντρικής Ασίας» η οποία θα δημιουργήσει ξανά κάτι από τον οικονομικό δυναμισμό των δοξασμένων χρόνων του Δρόμου του Μεταξιού (1100-1600).
Με την Κίνα αποφασισμένη να ισχυροποιήσει σε ολόκληρη την Ευρασία τους δεσμούς της όσον αφορά το εμπόριο, τις επενδύσεις και τις υποδομές, αυτό το όραμα έχει πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα. Πρώτα όμως πρέπει να επικρατήσει η ειρήνη, κυρίως στο Αφγανιστάν.
———————–
* Ο Djoomart Otorbaev είναι πρώην πρωθυπουργός της Κιργιζίας. Το άρθρο αυτό είναι αναδημοσίευση για την Ελλάδα από τον ιστότοπο Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News