Η Μπάρμπαρα Μπρόκολι, η παντοδύναμη παραγωγός των ταινιών του «007», έχει πει επανειλημμένα ότι όσο είναι η ίδια επικεφαλής, γυναίκα δεν θα υποδυθεί ποτέ τον Μποντ. «Ο Τζέιμς Μποντ μπορεί να είναι οποιουδήποτε χρώματος, αλλά είναι άντρας», δήλωσε η Μπρόκολι το 2020. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι που το βλέπουν αλλιώς.
Ο Εντ Μίλιμπαντ, για παράδειγμα, γράφει στην Telegraph ο Αλεξάντερ Λάρμαν, προς το τέλος της ολοένα και πιο ατυχούς θητείας του στην ηγεσία των Εργατικών, αποφάσισε –για λόγους που είναι γνωστοί μάλλον μόνο στον ίδιο– να εμπλακεί σε αυτή τη βρετανική αντιπαράθεση που απασχολεί τον κόσμο πολύ περισσότερο από ό,τι πραγματικά αξίζει.
Η επιλογή του βρετανού πολιτικού για τον επόμενο Τζέιμς Μποντ ήταν απρόβλεπτη. Υστερα από μια συνάντηση που είχε με την ηθοποιό Ρόζαμουντ Πάικ, ο Μίλιμπαντ δήλωσε «Νομίζω ότι είναι μια σπουδαία βρετανίδα ηθοποιός, θα έκανε έναν υπέροχο Μποντ». Και πρόσθεσε: «Είμαστε στο 2015, νομίζω ότι μπορούμε να προσαρμοστούμε στην εποχή», προτού καν καλέσει τον 007 να αλλάξει φύλο…
Ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος που σκέφτηκε μια τέτοια εκδοχή. Στην πολυτάραχη ιστορία των ηθοποιών, που θεωρήθηκε ότι θα μπορούσαν να υποδυθούν τον Τζέιμς Μποντ, υπάρχει μια πραγματικά σημαντική έκπληξη, σημειώνει ο Λάρμαν. Ο Νίκολας Σαίξπηρ στη βιογραφία του για τον δημιουργό του Μποντ, «Ian Fleming: The Complete Man», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αποκαλύπτει ότι ο παραγωγός Γκρέγκορι Ράτοφ, ο οποίος είχε τα δικαιώματα πριν από το θάνατό του το 1960, είχε απογοητευτεί με τις διαθέσιμες επιλογές του κάστινγκ στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Οπως αναφέρει το IndieWire, ο Σαίξπηρ γράφει: «Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, είχαν προσεγγιστεί πολλοί γνωστοί ηθοποιοί. Ο Γκρέγκορι Ράτοφ είχε τη συναρπαστική ιδέα να παίξει τον Μποντ μια γυναίκα, η Σούζαν Χέιγουορντ. Ο Ιαν είχε σκεφτεί πολλές πιθανότητες, από τον Ρίτσαρντ Μπάρτον (“νομίζω ότι ο Ρίτσαρντ Μπάρτον θα ήταν μακράν ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ”) και τον Τζέιμς Στιούαρτ (“Αρκεί να μπορούσε να κάνει ελαφρώς πιο αγγλική την προφορά του”), μέχρι τον Τζέιμς Μέισον (“Μπορεί να χρειαστεί να αρκεστούμε σε αυτόν”).»
Η Σούζαν Χέιγουορντ ήταν τότε ήδη πέντε φορές υποψήφια για Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για τις ερμηνείες της στις ταινίες «Συντρίμια της Ζωής» («Smash-Up: The Story of a Woman», 1947), «Αρχίσαμε με ένα Φιλί» («My Foolish Heart», 1949), «Σ’έχω Κλείσει στην Καρδιά Μου», «Θα Κλάψω Αύριο» («I’ll Cry Tomorrow», 1955) και «Θέλω να ζήσω!» («I Want to Live!», 1958). Και τελικά κέρδισε το Οσκαρ με την ερμηνεία της στο «Θέλω να Ζήσω!», όπου υποδύθηκε την Μπάρμπαρα Γκράχαμ, μια βαρυποινίτισσα που έκανε τα πάντα για να αποφύγει την θανατική ποινή αλλά τελικά εκτελέστηκε σε θάλαμο αερίων.
Το Variety αναφέρει ότι ο σεναριογράφος Λορέντζο Σέμπλε είπε σε συνέντευξή του το 2012 ότι ο Ράτοφ ενδιαφερόταν για τη Χέιγουορντ επειδή «ειλικρινά, πιστεύαμε ότι [ο Μποντ] ήταν κάπως απίστευτος, ακόμη και κάπως ηλίθιος, από ό,τι θυμάμαι. Ετσι ο Γκρέγκορι σκέφτηκε ότι η λύση ήταν να κάνει τον Μποντ γυναίκα, “Τζέιν Μποντ” αν θέλεις»…
Προφανώς, ο Φλέμινγκ, ο οποίος ήθελε τον Ρίτσαρντ Μπάρτον για να παίξει τον πρώτο Τζέιμς Μποντ στην οθόνη και είχε και το βέτο στο κάστινγκ, δεν βρήκε σοβαρή την ιδέα της γυναίκας Μποντ. Ο Μπάρτον, όμως, αρνήθηκε. Ο Σαίξπηρ αποκαλύπτει ακόμη στο βιβλίο του ότι υποψήφιοι για τον ρόλο του 007 κρίθηκαν επίσης οι Πίτερ Φιντς, Κάρι Γκραντ, Ντερκ Μπόγκαρτ, Τρέβορ Χάουαρντ, Ρεξ Χάρισον, Ρίτσαρντ Τοντ, Μάικλ Ρεντγκρέιβ, Πάτρικ ΜακΓκούχαν, Ρίτσαρντ Τζόνσον και ο Ρότζερ Μουρ, (ο οποίος έπαιξε τον Μποντ αργότερα), οι οποίοι είτε απέρριψαν τον ρόλο είτε απορρίφθηκαν. Τελικά επελέγη ο Σον Κόνερι και ο Μποντ του παραμένει εμβληματικός.
Ωστόσο, η ίδια η ζωή και η καριέρα της Χέιγουορντ ήταν αναμφισβήτητα πιο δραματικές από τις περιπέτειες του 007, επισημαίνει ο Λάρμαν στην Telegraph, σημειώνοντας ότι κατά τη διάρκεια της σχετικά σύντομης ζωής της η αμερικανίδα ηθοποιός βίωσε τον θρίαμβο, αλλά επίσης την απογοήτευση, την τραγωδία και την καταστροφή.
Η Σούζαν Χέιγουορντ γεννήθηκε στο Μπρούκλιν ως Ιντιθι Μάρενερ. Αν και ισχυρίστηκε ότι τα γενέθλιά της ήταν στις 30 Ιουνίου 1919, είναι πιο πιθανό να γεννήθηκε δύο χρόνια νωρίτερα. Μπορεί να μην υπάρχει τεράστια διαφορά, αλλά στον κόσμο της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, που είχε εμμονή με την ηλικία, ακόμη και αυτά τα δύο χρόνια θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά μεταξύ του να δοθεί σε μια ηθοποιό ένας πρωταγωνιστικός ρόλος ή να μείνει εκτός.
Σε ηλικία οκτώ ετών χτυπήθηκε από αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να κουτσαίνει ελαφρώς κάτι που όμως μετέτρεψε σε πλεονέκτημα της κινηματογραφικής της περσόνας. Μετά από πρόταση ενός κυνηγού ταλέντων, η Μάρενερ άλλαξε το όνομά της σε Σούζαν Χέιγουορντ και το 1937 ξεκίνησε καριέρα μόντελινγκ. Στη συνέχεια πέρασε από οντισιόν (μαζί με το μισό Χόλιγουντ) για τον ρόλο της Σκάρλετ Ο’Χάρα στο «Οσα Παίρνει ο Ανεμος», που όμως δόθηκε τελικά στην Βίβιαν Λι.
Στην αρχή, φαινόταν να έχει κολλήσει σε αδιάφορους ρόλους ενζενί σε ταινίες όπως η περιπέτεια «Ματωμένοι Πειρατές» («Reap the Wild Wind», 1942), στην οποία πρωταγωνίστησε δίπλα στον Τζον Γουέιν και η κωμωδία «Young and Willing» (1943). Αλλά έπειτα ήρθε ένας πιο δύσκολος ρόλος: στα «Συντρίμια της Ζωής» (1947) υποδύθηκε μια αλκοολική τραγουδίστρια σε nightclub. Ο χαρακτήρας ήταν βασισμένoς χαλαρά στη σύζυγο του Μπιγκ Κρόσμπι, Ντίξι Λι, και η ερμηνεία της τής χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Οσκαρ.
Η Twentieth Century Fox άρχισε να της δίνει ρόλους σε κάθε είδους ταινία από το βιβλικό έπος «Δαβίδ και Βηθεσδά» (1951), δίπλα στον Γκρέγκορι Πεκ, μέχρι το δραματικό μιούζικαλ «With a Song in My Heart» (1952), το οποίο αφηγείται την πραγματική ιστορία της ηθοποιού και τραγουδίστριας Τζίν Φρόμαν, η οποία ακρωτηριάστηκε σε ένα αεροπορικό δυστύχημα το 1943.
Η Fox την θεωρούσε κεφάλαιο, τόσο που ένα στέλεχος του στούντιο την αποκάλεσε «η πιο πολύτιμη παίκτρια μας». Δημοσιεύτηκε, μάλιστα, ότι είχαν επενδύσει περίπου 12,5 εκατ. δολάρια στις φωτογραφίες της Χέιγουορντ, ή περίπου το ένα τέταρτο του ετήσιου προϋπολογισμού παραγωγής τους. Η κοκκινομάλλα ηθοποιός ψηφίστηκε «το πιο όμορφο κορίτσι στον κόσμο» από τα μέλη του Αμερικανικού Κογκρέσου Αισθητικών, ενώ το 1952 αυτή και ο Τζον Γουέιν ανακηρύχθηκαν οι πιο αγαπημένοι ηθοποιοί του κόσμου από την Ενωση Ξένου Τύπου του Χόλιγουντ.
Αλλά η αστρική της καριέρα σχεδόν αναιρέθηκε μετά από ένα ιδιαίτερα άσχημο διαζύγιο το 1955 από τον ηθοποιό Τζες Μπάρκερ, με τον οποίο ήταν παντρεμένη από το 1944. Η Χέιγουορντ κατέθεσε στο δικαστήριο εναντίον του Μπάρκερ κατηγορώντας τον για κακοποιητική και βίαιη συμπεριφορά, σε μια προσπάθεια να κερδίσει την επιμέλεια των δίδυμων γιων τους. Και το πέτυχε, καθώς της ανατέθηκε η επιμέλεια και πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια από τα κοινά περιουσιακά στοιχεία.
Ωστόσο, η μεγάλη δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση και το άγχος την οδήγησαν σε απόπειρα αυτοκτονίας με υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ευτυχώς, η ηθοποιός το μετάνιωσε και τηλεφώνησε στη μητέρα της σε κατάσταση πανικού, με αποτέλεσμα η αστυνομία να σπάσει την πόρτα στο σπίτι της στην Καλιφόρνια. Το κακό είναι ότι οι φωτογραφίες της καθώς την μετέφεραν εύθραυστη και αδύναμη, μέσα σε μια κουβέρτα νοσοκομείου, κυκλοφόρησαν σε όλες τις εφημερίδες, γράφει ο Λάρμαν στην Telegraph.
Λίγο μετά την ανάρρωσή της, η Χέιγουορντ βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα ενός άλλου ηθοποιού, του Ντόναλντ Μπάρι. Ξέσπασε καυγάς ανάμεσα σε εκείνη και τη φίλη του Μπάρι, Τζιλ Τζάρμιν, που την πρόσβαλε και η Χέιγουορντ της επιτέθηκε. Αλλά εκτόνωσε την κατάσταση με ένα αστείο: «Είμαι Ιρλανδή και αυτό με εξόργισε», είπε η Χέιγουορντ.
Το 1957 ξαναπαντρεύτηκε τον δικηγόρο Φλόιντ Ιτον Τσάλκλεϊ, αφού είχαν προηγηθεί το 1956 τα γυρίσματα του πολεμικού δράματος «Ο Δαίμων της Ασίας» («The Conqueror»). Η ταινία θεωρήθηκε μία από τις τοξικότερες του Χόλιγουντ, αφού κατέστρεψε οικονομικά το στούντιο RKO Pictures και αμαύρωσε τη φήμη του Τζον Γουέιν, που αν και λευκός υποδύθηκε τον μογγόλο πολέμαρχο Τσένγκις Χαν (με κιτρινωπό μακιγιάζ, μουστάκι Φου Μαντσού και σελοτέιπ στα μάτια).
Το χειρότερο, όμως, από όλα είναι ότι τα επόμενα χρόνια από τα 220 μέλη του συνεργείου και του καστ, οι 91 ασθένησαν από διάφορες μορφές καρκίνου και οι 46 από αυτούς πέθαναν -ανάμεσά τους και οι Τζον Γουέιν και Σούζαν Χέιγουορντ- έχοντας ίσως προσβληθεί από την ραδιενέργεια στον τόπο των γυρισμάτων, όπως έχει λεχθεί. Να σημειωθεί ότι η ταινία είχε γυριστεί στην έρημο Σεντ Τζορτζ της Γιούτα, 220 χλμ μακριά από τη Νεβάδα, όπου τα προηγούμενα τρία χρόνια γινόντουσαν δοκιμές πυρηνικών όπλων.
Η Χέιγουορντ συνέχισε να παίζει και το 1964 συγκρούστηκε με την Μπέτι Ντέιβις στα γυρίσματα της ταινίας «Where Love Has Gone» (κάποια στιγμή έβγαλε την περούκα της και την πέταξε στην Ντέιβις ουρλιάζοντας «Αηδιαστική γριά σκύλα!»). Αλλά ο γάμος της με τον Τσάλκλεϊ είχε προτεραιότητα έναντι των σχετικά αδιάφορων ρόλων που της προσφέρονταν από τα 40 της και μετά. Αναλάμβανε όλο και λιγότερες δουλειές και η μόνη ερμηνεία της με την οποία έλαμψε και πάλι ήταν στην «Κοιλάδα με τις Κούκλες» (1967), όπου έπαιξε την αδίστακτη ντίβα του Χόλιγουντ Ελεν Λόουσον.
Ο Τσάλκλεϊ είχε πεθάνει απροσδόκητα στη Ρώμη το 1966 και μετά τον θάνατό του η Χέιγουορντ έχασε το ενδιαφέρον της για την υποκριτική και έγινε πιστή καθολική. Σε όλη της τη ζωή πάντως παρέμεινε προσγειωμένη, πράγμα που τη βοήθησε σε όλες τις ανατροπές της ζωής της. Οπως είχε πει κάποτε: «Ποτέ δεν είχα ονειρευτεί ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε ένα κορίτσι από το Μπρούκλιν».
Οσο για το αν θα γινόταν καλή Τζέιμς Μποντ, ή μάλλον Τζέιν Μποντ, πιθανότατα όχι, σημειώνει ο Αλεξάντερ Λάρμαν στην Telegraph. Στο κάτω – κάτω ήταν Αμερικανίδα, λέει.
Το 1972, η Σούζαν Χέιγουορντ διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα και πέθανε στις 14 Μαρτίου 1975, σε ηλικία 57 ετών. Ο Γουέιν είχε διαγνωστεί με την ίδια νόσο νωρίτερα, το 1964, αλλά θα πέθαινε τέσσερα χρόνια μετά την συμπρωταγωνίστριά του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News