Αν φτάσει στα άκρα με τις ΗΠΑ η Ευρώπη δεν θα είναι ανίσχυρη
Αν φτάσει στα άκρα με τις ΗΠΑ η Ευρώπη δεν θα είναι ανίσχυρη
Μέχρι στιγμής, η απάντηση της Ευρώπης στο εμπορικό πόλεμο που κήρυξε ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είναι η αναμενόμενη: αφού η Αμερική επέβαλε δασμούς 25% στον χάλυβα και το αλουμίνιο στις 12 Μαρτίου, η Ευρώπη ανακοίνωσε «τιμωρητικό» φόρο σε 8 δισ. ευρώ αμερικανικών εισαγωγών από την 1η Απριλίου και σε επιπλέον 18 δισ. ευρώ εισαγωγών από τα μέσα Απριλίου.
Οπως παρατηρεί ο Economist, παρά τις μαχητικές δηλώσεις των κορυφαίων αξιωματούχων της, η Ευρώπη δεν επιθυμεί την κλιμάκωση της διαμάχης της με την Αμερική και ελπίζει ότι τα… ένστικτα του Τραμπ μπορούν να κατευναστούν. Αλλά αν οι διαφωνίες της ΕΕ με την Αμερική ενταθούν, η ΕΕ διαθέτει μια εκπληκτική γκάμα μέτρων πίεσης στον δύστροπο εταίρο της.
Δασμοί και αγορές
«Το πιο προφανές γεωπολιτικό πλεονέκτημα της ΕΕ είναι το μέγεθος της αγοράς της», εξηγεί ο Economist. «Μαζί με τη Βρετανία, τη Νορβηγία και την Ελβετία, το ΑΕΠ της ηπείρου φτάνει τα 24,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, λίγο κάτω από τα 29 τρισεκατομμύρια δολάρια της Αμερικής. Οι αμερικανικές εταιρείες, από ζυθοποιίες έως τράπεζες, θα ήθελαν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται σε αυτήν την αγορά».
Οι δασμοί που θα επιβάλει αρχικά η Ευρώπη ως αντίποινα, θα βαρύνουν προϊόντα πολυτελείας, όπως οι μοτοσυκλέτες Harley-Davidson και το ουίσκι. Μετά, όμως, εάν το πράγμα συνεχιστεί έτσι, θα έρθει η σειρά άλλων προϊόντων και υπηρεσιών.
Οι δασμοί ή άλλοι περιορισμοί στις εισαγωγές από την Αμερική, βλάπτουν τους ευρωπαίους καταναλωτές αλλά βλάπτουν εξίσου -αν όχι περισσότερο- και τους αμερικανούς εξαγωγείς. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγικός τομέας της Ευρώπης από την Αμερική, η ενέργεια. Πέρυσι η Ευρώπη απορρόφησε το 35% των εξαγωγών αργού και διυλισμένου πετρελαίου της Αμερικής. Περισσότερο από το ήμισυ του υγροποιημένου φυσικού αερίου της Αμερικής κατέληξε, επίσης, στην Ευρώπη.
Η ευρωπαϊκή ζήτηση καλύπτει οικονομικά πολλά από τα έργα εξαγωγής αερίου -κόστους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων- που είναι υπό ανάπτυξη στην Αμερική. Εάν η Ευρώπη περιορίσει την αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου από την Αμερική, πολλές αμερικανικές εταιρείες ενέργειας θα έχουν μεγάλο πρόβλημα. Ομως, είναι δύσκολο για την Ευρώπη να το κάνει αυτό χωρίς να ακρωτηριάσει την ήδη προβληματική οικονομία της ή να εξαρτηθεί ξανά από τη Ρωσία, μια συνθήκη από την οποία μόλις έχει ξεφύγει.
Τεχνολογικοί γίγαντες
«Ενας πιο εύλογος, αν και προς το παρόν εντελώς υποθετικός, στόχος είναι οι τεχνολογικοί γίγαντες της Αμερικής», συνεχίζει ο Economist. Η Ευρώπη μπορεί να ζήσει χωρίς το Instagram, ένα κοινωνικό δίκτυο που ανήκει στη Meta, για παράδειγμα, αλλά η Meta θα πληγεί σκληρά από την απώλεια των ευρωπαϊκών της εσόδων.
Η Ευρώπη έχει πολλούς τρόπους για να κάνει δύσκολη τη ζωή τέτοιων επιχειρήσεων χωρίς να τις αποκλείσει εντελώς από τις ευρωπαϊκές αγορές, συμπεριλαμβανομένης της φορολογίας και της πολιτικής ανταγωνισμού. Αυτό της επιτρέπει να έχει τον έλεγχο, κλείνοντας σταδιακά την αγορά της στους αμερικανικούς τεχνολογικούς γίγαντες, εάν χρειαστεί.
Το γεγονός ότι αυτοί οι ψηφιακοί γίγαντες πληρώνουν μικρούς φόρους στην Ευρώπη είναι ένα σημείο τριβής στη διατλαντική σχέση, εδώ και χρόνια. Εν μέρει, αυτό οφείλέται σε λάθος της Ευρώπης, καθώς επέτρεψε στην Ιρλανδία και άλλες χώρες να λειτουργούν ως φορολογικοί παράδεισοι εντός της ΕΕ.
Η απάντηση των ευρωπαϊκών χωρών ήταν οι επιβολή φόρων στη διαδικτυακή διαφήμιση και άλλες ψηφιακές υπηρεσίες, που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να καρπωθούν μέρος των εσόδων των τεχνολογικών κολοσσών. Η προσπάθεια να επιτευχθεί μια παγκόσμια συμφωνία για τους φόρους βρίσκεται σε εκκρεμότητα και ο Τραμπ δεν την υποστηρίζει.
Παρόλα αυτά, σημειώνει ο Economist, «μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φορολογικούς συντελεστές τους ή η ΕΕ, στο σύνολό της, θα μπορούσε να επαναφέρει το θέμα των φορολογικών εισφορών. Ενας εννιαίος φόρος, σε όλην την ΕΕ, θα απαιτούσε ομοφωνία μεταξύ των κρατών μελών, κάτι που σπάνια επιτυγχάνεται με ευκολία, όμως θα μπορούσε να υλοποιηθεί εάν “ο διπλωματικός καιρός γινόταν αρκετά θυελλώδης”».
Ενας άλλος μοχλός πίεσης είναι η πολιτική ρυθμίσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τεράστια ρυθμιστική εξουσία επί των αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας. Μπορεί να περιορίσει τη μονοπωλιακή συμπεριφορά τους, να διατάξει την αφαίρεση επιβλαβούς περιεχομένου και να επιβάλει με ακόμη μεγαλύτερη αυστηρότητα τους νόμους περί απορρήτου. Τα πρόστιμα για εταιρείες που παραβιάζουν αυτούς τους κανόνες θα μπορουσαν να ανέλθουν σε δισεκατομμύρια ευρώ.
Τράπεζες και χρηματοπιστωτικό σύστημα
Οι αμερικανικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες βρίσκονται επίσης στο έλεος των ευρωπαϊκών θεσμών, σημειώνει ο Economist: «Στην πραγματικότητα, ορισμένα από τα εργαλεία που διαθέτει η ΕΕ είναι τόσο ισχυρά που πιθανότατα δεν θα μπορούσαν ποτέ να χρησιμοποιηθούν».
Φέρνει ως παράδειγμα το κεντρικό νευρικό σύστημα των παγκόσμιων πληρωμών, το SWIFT, ένας συνεταιρισμός με έδρα το Βέλγιο που μεταδίδει περίπου 8 δισεκατομμύρια ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ 11.000 χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κάθε χρόνο. Οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές έχουν μεγάλη επιρροή στις λειτουργίες του SWIFT. Ομως και πάλι, αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι: Η, με οποιονδήποτε τρόπο, παρέμβαση στην πρόσβαση των αμερικανικών τραπεζών στο σύστημα θα έφερνε έναν οικονομικό Αρμαγεδδώνα, τόσο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες όσο και για τις αμερικανικές.
«Οι κανόνες ανταγωνισμού, όμως, παρέχουν έναν λιγότερο κατακλυσμικό τρόπο για να πιεστούν οι αμερικανικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες», συνεχίζει ο Economist. Οι ρυθμιστικές αρχές στην ΕΕ και τη Βρετανία ήδη ελέγχουν και ερευνούν τη δεσπόζουσα θέση της Mastercard και της Visa, δύο αμερικανικών εταιρειών, στην αγορά πληρωμών της Ευρώπης.
Η προληπτική ρύθμιση είναι ένας άλλος μοχλός. «Οι ξένες τράπεζες και οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να χρειαστεί να παράσχουν περισσότερα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τις ευρωπαϊκές δραστηριότητές τους. Θα μπορούσαν να υπάρξουν αυστηρότερες απαιτήσεις για ευαίσθητα δεδομένα και ούτω καθεξής», σημειώνει μια πρόσφατη έκθεση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.
Αν και η Αμερική θα μπορούσε να ανταποδώσει με παρόμοιο τρόπο, θα είναι η μεγάλη χαμένη στην υπόθεση. Συνολικά εξάγει περίπου 100 δισ. ευρώ περισσότερες υπηρεσίες στην ΕΕ από το αντίστροφο.
Περιορισμός των εξαγωγών
Επιπλέον, η Ευρώπη θα μπορούσε επίσης να περιορίσει την πρόσβαση της Αμερικής σε αγαθά ή υπηρεσίες, στα οποία κυριαρχεί. Μια πρόσφατη έκθεση του CEPII, μιας γαλλικής ομάδας σκέψης, προσδιορίζει πολλές κατηγορίες προϊόντων που παράγονται κυρίως στην Ευρώπη και τα οποία η Αμερική εισάγει σε τεράστιες ποσότητες, κυρίως φαρμακευτικά και χημικά προϊόντα. «Η ΕΕ δεν θα γονατίσει την Αμερική περιορίζοντας τις εξαγωγές σε αυτήν του Wegovy, ενός φαρμάκου για την απώλεια βάρους που παράγεται από τη Novo Nordisk, μια δανική εταιρεία. Ωστόσο, υπάρχει τουλάχιστον ένα προϊόν απαραίτητο στη στρατηγική βιομηχανία, το οποίο ΕΕ έχει σχεδόν υπό ολοκληρωτικό έλεγχο: Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των πιο εξελιγμένων τσιπ υπολογιστών», γράφει ο Economist.
Η ASML, με έδρα την Ολλανδία, είναι η μόνη εταιρεία στον κόσμο που κατασκευάζει μηχανήματα τα οποία μπορούν να παράγουν τσιπ επτά νανομέτρων ή λιγότερο, το είδος που χρησιμοποιείται για την Τεχνητή Νοημοσύνη αιχμής. Ακόμη και στα μηχανήματα που παράγουν ελαφρώς πιο χοντρά τσιπ, των 14 νανομέτρων, η ASML έχει μερίδιο αγοράς 90%.
Ο περιορισμός των εξαγωγών της ASML δεν θα ήταν πρωτοφανής. Το 2023 η Ολλανδία της απαγόρευσε να πουλήσει το πιο εξελιγμένο κιτ της στην Κίνα. Ομως, οι σχέσεις της Αμερικής με την Ευρώπη θα πρέπει να γίνουν εξαιρετικά συγκρουσιακές προκειμένου να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με την Κίνα. Επιπλέον, όπως και με το SWIFT, η διακοπή της εφοδιαστικής αλυσίδας ημιαγωγών θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες, οι οποίες θα μπορούσαν να βλάψουν εξίσου την Ευρώπη.
Η διακίνηση των εμπορευμάτων
Ενα εναλλακτικό σημείο οικονομικής πίεσης θα μπορουσε να είναι η κυριαρχία της Ευρώπης σε έναν άλλο κλάδο: την παγκόσμια διακίνηση εμπορευμάτων. Η Ευρώπη, σημειώνει ο Economist, «δεν είναι τόσο μεγάλος εξαγωγέας πρώτων υλών όσο η Αμερική, αλλά είναι ένας απαραίτητος μεσάζων. Οι λιγοστοί φυσικοί πόροι της, η κεντρική της θέση και η μακρά της ιστορία σχετικά ανοιχτού εμπορίου συνέβαλαν στην προώθηση όλων των δραστηριοτήτων που είναι κρίσιμες για τη διακίνηση αγαθών, όπως η ναυτιλία και η ασφάλιση». Μια σοβαρή ρήξη με την Ευρώπη θα μπορούσε να καταστήσει πολύ πιο δύσκολο για την Αμερική να πουλάει τους πόρους της οπουδήποτε στον κόσμο.
Στην Ευρώπη έχουν την έδρα τους οι μεγαλύτερες εταιρείες διακίνησης εμπορευμάτων στον κόσμο. Μόνο η Ελβετία αριθμεί περίπου 900 τέτοιες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων κολοσσών όπως η Glencore, η Gunvor, η Mercuria και η Vitol. Το μερίδιό της στις παγκόσμιες συναλλαγές υπολογίζεται σε 35% για το λάδι, 60% για τα μέταλλα, 50% για τα δημητριακά και 40% για τη ζάχαρη. Η Βρετανία και η Ολλανδία είναι επίσης μεγάλοι εμπορικοί κόμβοι.
Οι εμπορικοί οίκοι της Ευρώπης έχουν δημιουργήσει έναν τεράστιο ιστό από προμηθευτές, εγκαταστάσεις αποθήκευσης, υποδομές μεταφορών και τραπεζικές σχέσεις που τους επιτρέπουν να συνδέουν τους παραγωγούς με τους καταναλωτές σε κάθε μέρος του πλανήτη. Η σύνδεση απομακρυσμένων ορυχείων και αγροκτημάτων με μακρινές πόλεις και εργοστάσια είναι μια περίπλοκη εργασία που δεν μπορεί να αναπαραχθεί εύκολα.
Μεταφορές και ασφάλιση
Επίσης, οι μεγαλύτερες εταιρείες μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων -η Maersk, η MSC και η CMA CGM- είναι ευρωπαϊκές, συνεχίζει ο Economist. Η Oldendorff, η μεγαλύτερη εταιρεία μεταφοράς χύδην φορτίου στον κόσμο, είναι γερμανική. Οι ελληνικές εταιρείες κατέχουν περισσότερο από το 30% όλων των πετρελαιοφόρων και περισσότερο από το ένα πέμπτο του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου ανά χωρητικότητα. Αν και πολλές ασιατικές χώρες έχουν επίσης μεγάλες ναυτιλιακές βιομηχανίες, η Ευρώπη υπερβαίνει κατά πολύ το μερίδιο αγοράς της Αμερικής.
Το Λονδίνο, με το δίκτυο μεσιτών, ασφαλιστών και αντασφαλιστών του παρέχει περισσότερο από το 40% της παγκόσμιας θαλάσσιας και υπεράκτιας ενεργειακής ασφάλισης. Οι 12 «λέσχες» προστασίας και αποζημίωσης που σχηματίζουν το βρετανικό International Group ασφαλίζουν τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου στόλου πετρελαιοφόρων. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαχειρίζονται τη χρηματοδότηση του εμπορίου αγαθών, μια αγορά από την οποία απουσιάζουν οι αμερικανικές. Στις 10 Μαρτίου, η Trafigura, έμπορος αγαθών με έδρα τη Σιγκαπούρη, δήλωσε ότι είχε συγκεντρώσει 5,6 δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές της. Οι ευρωπαίοι δανειστές αποτελούσαν πέντε από τις επτά τράπεζες που έλαβαν μέρος τη συμφωνία, με επικεφαλής τη ολλανδική ING.
«Η Ευρώπη προσπάθησε πρόσφατα να χρησιμοποιήσει αυτή την επιρροή για να τιμωρήσει τη Ρωσία. Παρότι η Ρωσία έχει βρει τρόπους να ξεπεράσει το ανώτατο όριο τιμής για το πετρέλαιο που έθεσε η ΕΕ, ο μηχανισμός αύξησε το κόστος για τις ρωσικές εταιρείες και κατάφερε να μειώσει τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο», γράφει ο Economist. Πράγμα που σημαίνει ότι οι περιορισμοί λειτουργούν.
Το αν η Ευρώπη θα θελήσει να χρησιμοποιήσει τέτοιες τακτικές εναντίον της Αμερικής είναι ένα άλλο θέμα. Μπορεί, πάντως, να επιβάλει ένα σύστημα προσαυξήσεων ή εισφορών, λιγότερο δρακόντειας φύσης από τις κυρώσεις που επέβαλε στη Ρωσία, το οποίο θα καθιστούσε το διεθνές εμπόριο ακριβότερο για τις αμερικανικές εταιρείες. Ακόμη κι αυτό, όμως, θα ήταν ένα τόσο δραστικό βήμα που θα μπορούσε να γίνει μόνο εν μέσω μιας γενικής κατάρρευσης των σχέσεων ΕΕ και ΗΠΑ
Αμυνα και ανταλλαγή πληροφοριών
Η πιο μονόπλευρη πτυχή της διατλαντικής σχέσης είναι η άμυνα. Η Ευρώπη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη στρατιωτική υποστήριξη της Αμερικής και έχει πολύ περισσότερα να χάσει από την κατάρρευση αυτής της ισορροπίας. Ομως, σημειώνει ο Economist, το γεγονός ότι η Ευρώπη έχει περισσότερα να χάσει δεν σημαίνει ότι δεν έχει καμία μόχλευση.
Η Αμερική δεν μπορεί να την προστατεύσει τον «μεγάλο όμορφο ωκεανό που την περιβάλλει», σύμφωνα με τα λόγια του Τραμπ, χωρίς ευρωπαϊκή βοήθεια. Τα ρωσικά υποβρύχια που μπαίνουν στον Βόρειο Ατλαντικό από τις αρκτικές βάσεις τους, πρέπει να περάσουν από τις «συμπληγάδες» Γροιλανδίας – Ισλανδίας – Ηνωμένου Βασιλείου (GIUK). Επί δεκαετίες η Αμερική και οι σύμμαχοί της παρακολουθούν από κοινού αυτήν τη ζώνη με μια σειρά υποβρύχιων ακουστικών αισθητήρων που συνδέονται με χερσαίες εγκαταστάσεις, καθώς και φρεγάτες ρυμούλκησης ραντάρ και αεροσκάφη θαλάσσιας περιπολίας που πετούν από τη Βρετανία, την Ισλανδία και τη Νορβηγία. Πολλά από τα δεδομένα που συγκεντρώνονται από αυτές τις αποστολές πιστεύεται ότι υποβάλλονται σε επεξεργασία στο ναυτιλιακό αρχηγείο του ΝΑΤΟ, στα προάστια του Λονδίνου.
Εάν όλα αυτά καταρρεύσουν, θα καταστεί πολύ πιο δύσκολο για την Αμερική να παρακολουθεί τα ρωσικά υποβρύχια πριν αυτά φτάσουν κοντά στις ανατολικές ακτές της. Αυτό θα επέτρεπε στη Ρωσία να φέρει πολλούς περισσότερους πυραύλους εντός εμβέλειας των αμερικανικών στόχων. Ακόμη και αν η Αμερική προσαρτούσε κατά κάποιο τρόπο τη Γροιλανδία, η οποία είναι επί του παρόντος μια αυτοδιοικούμενη περιοχή της Δανίας, οι αμερικανικές δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να καλύψουν πλήρως το γεωγραφικό χάσμα. Και αν τα αμερικανικά πολεμικά πλοία σταλούν στον Ειρηνικό για να αντιμετωπίσουν μια κρίση ή έναν πόλεμο εκεί, η εξάρτηση της Αμερικής από τη συνεργασία με την Ευρώπη θα μπορούσε να γίνει ακόμη πιο βαθιά.
«Το GIUK είναι η απεικόνιση ενός ευρύτερου φαινομένου», γράφει ο Economist. «Η αμερικανική στρατιωτική ισχύς εξαρτάται από την πρόσβαση των ΗΠΑ στο ευρωπαϊκό έδαφος». Στη διαστημική βάση Pituffik στη Γροιλανδία, για παράδειγμα, η Διαστημική Δύναμη της Αμερικής διατηρεί έναν σταθμό ραντάρ για την παρακολούθηση ρωσικών πυραύλων που θα μπορούσαν να φτάσουν στη Βόρεια Αμερική πάνω από τον Βόρειο Πόλο. Χωρίς πρόσβαση σε αυτό το ραντάρ, η Αμερική θα είχε πολύ μικρότερη προειδοποίηση. Στη νότια πλευρά του ΝΑΤΟ, στη Μεσόγειο, η αμερικανική Πολεμική Αεροπορία σκέφτεται να επεκτείνει μια αεροπορική βάση, στην Κύπρο, η οποία ήταν πάντα ζωτικής σημασίας για τις αμερικανικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή.
Ποιος βοηθάει ποιον;
Ισως το πιο σημαντικό έρεισμα της Αμερικής στην Ευρώπη βρίσκεται στη Γερμανία, σημειώνει ο Economist, η οποία φιλοξενεί περισσότερους από 50.000 αμερικανούς στρατιώτες. Η ευρωπαϊκή και αφρικανική διοίκηση του Πενταγώνου, οι οποίες επιβλέπουν στρατιώτες, άρματα μάχης, πολεμικά αεροσκάφη και ναυτικές δυνάμεις στις περιοχές τους, βρίσκονται στη Στουτγάρδη. Το ευρωπαϊκό αρχηγείο του αμερικανικού στρατού βρίσκεται στο Βισμπάντεν και η Γερμανία φιλοξενεί πέντε από τις επτά ευρωπαϊκές βάσεις του, συμπεριλαμβανομένης της Grafenwöhr, της μεγαλύτερης βάσης των ΗΠΑ εκτός Αμερικής.
Το Ραμστάιν, μια μεγάλη αεροπορική βάση, υπήρξε επί πολλά χρόνια κόμβος για τις επιδρομές με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, τη Σομαλία και την Υεμένη. Το στρατιωτικό νοσοκομείο Landstuhl περιέθαλψε 95.000 αμερικανούς στρατιώτες που τραυματίστηκαν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τουλάχιστον το 40% της αμερικανικής δραστηριότητας στη Γερμανία πιστεύεται ότι υποστηρίζει επιχειρήσεις σε άλλα μέρη του κόσμου. Η αμερικανική ομάδα ειδικών δυνάμεων που σκότωσε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν το 2011, για παράδειγμα, πέταξε στο Πακιστάν μέσω της βάσης του Ρανστάιν.
«Η μόχλευση της Ευρώπης στον τομέα της Αμυνας, όμως, δεν προέρχεται μόνο από την πρόσβαση στο έδαφός της. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι ενσωματωμένες στις αμερικανικές αλυσίδες εφοδιασμού. Περίπου το ένα τέταρτο των εξαρτημάτων των F-35 κατασκευάζονται στην Ευρώπη. Η Βρετανία παρέχει εξειδικευμένες δυνατότητες στο πυρηνικό πρόγραμμα της Αμερικής», συνεχίζει ο Economist.
Ολα αυτά χωρίς να υπολογίζεται ο τομέας των πληροφοριών. Η Βρετανία είναι μέλος του κατασκοπευτικού συμφώνου Five Eyes, μέσω του οποίου η Αμερική, η Αυστραλία, η Βρετανία, ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία συλλέγουν και στη συνέχεια μοιράζονται πληροφορίες, όπως υποκλοπές επικοινωνιών. Η Αμερική παράγει περίπου το 75-80% του έργου και είναι ξεκάθαρα πρώτη μεταξύ ίσων. Ομως, το 20-25% που παράγεται από τους συμμάχους εξακολουθεί να είναι πολύτιμο, επιτρέποντας στους αμερικανούς κατασκόπους να είναι πιο αποτελεσματικοί, να εκτελούν επιχειρήσεις όλο το εικοσιτετράωρο και να κατασκοπεύουν από μέρη που διαφορετικά θα τους ήταν απρόσιτα, όπως οι βρετανικές βάσεις στην Κύπρο.
Οι αμερικανοί κατάσκοποι συνεργάζονται επίσης στενά με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Το 2015, η ολλανδική υπηρεσία πληροφοριών ειδοποίησε την Αμερική για το γεγονός ότι ρώσοι χάκερ είχαν διεισδύσει στη Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή, με στόχο να παρέμβουν στις προεδρικές εκλογές του 2016. Μια ρήξη των σχέσεων δεν θα διέκοπτε εντελώς αυτή τη συνεργασία, γράφει ο Economist, καθώς οι υπηρεσίες πληροφοριών συνεργάζονται με όλους, ακόμη και με αντιπάλους τους, σε τομείς όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Η Ευρώπη θα μπορούσε, ωστόσο, να χρησιμοποιήσει τη μόχλευση της επί της Αμερικής χωρίς να οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση των διατλαντικών δεσμών. Το έχει κάνει στο παρελθόν. Το 1973 η Βρετανία αρνήθηκε να επιτρέψει στην Αμερική να απογειώσει κατασκοπευτικά αεροπλάνα U2 από βάσεις στη Βρετανία και την Κύπρο, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ. Το 1986 η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία απαγόρευσαν στην Αμερική να πετάει πάνω από το έδαφός τους ή να χρησιμοποιήσει τις αεροπορικές τους βάσεις κατά τη διάρκεια των επιδρομών στη Λιβύη. Αυτό ανάγκασε τα αμερικανικά τζετ να ακολουθήσουν μια μακρύτερη και πιο περίπλοκη διαδρομή. Και το 2003 η Τουρκία εμπόδισε την Αμερική να χρησιμοποιήσει το έδαφός της για να εξαπολύσει εισβολή στο Ιράκ, εμποδίζοντας την να επιτεθεί στη Βαγδάτη από Βορρά.
Αυτού του είδους οι «προστριβές» συνηθίζονται στους κόλπους των συμμαχιών. «Ομως», καταλήγει ο Economist, «σε έναν κόσμο όπου οι σύμμαχοί των ΗΠΑ θα αρχίσουν να ανταποδίδουν τις συναλλακτικές τακτικές του Τραμπ, τέτοιες πράξεις βέτο θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σημαντική τριβή στα γρανάζια της αμερικανικής ισχύος».
Η αλήθεια είναι ότι, όπως και με την οικονομική της δύναμη, η Ευρώπη είναι πιθανό να μην επιλέξει να ασκήσει την πλήρη αμυντική της μόχλευση επί των ΗΠΑ. Σχεδόν όλα τα βήματα που θα μπορούσε να κάνει, θα τραυμάτιζαν και την ίδια, έστω κι αν προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στην Αμερική. Το καλύτερο θα ήταν να πειστούν οι ευρωπαίοι ηγέτες να συμφωνήσουν σε μια συντονισμένη απάντηση στον αμερικανικό εκφοβισμό.
Εάν, παρ’ όλα αυτά, αποφάσισαν να αντεπιτεθούν, έχουν πολλούς τρόπους να το κάνουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Αν φτάσει στα άκρα με τις ΗΠΑ η Ευρώπη δεν θα είναι ανίσχυρη
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.