«Ο Μπομπ Ντίλαν είπε αντίο στις ουτοπίες» τιτλοφορείται ένα κείμενο που δημοσίευσε η Repubblica και υπογράφει η Αννα Λομπάρντι. Το άρθρο γράφτηκε υπό την επήρεια της εντυπωσιακής είδησης ότι ο αμερικανός καλλιτέχνης πούλησε στην εταιρεία Sony τα δικαιώματα της δισκογραφίας του και εισέπραξε αδιευκρίνιστο ποσόν, πάντως όχι μικρότερο από 200 εκατ. δολάρια όπως εικάζουν εξειδικευμένα (στην ποπ βασικά, όχι στις μπίζνες) media των ΗΠΑ.
Η Λομπάρντι (καταπώς φαίνεται φαν του Ντίλαν) είχε πάρει την πρώτη κρυάδα το 2020, όταν ο Ντίλαν είχε πουλήσει τα συγγραφικά δικαιώματά του στην εταιρεία Universal και είχε εισπράξει 300 εκατ. δολάρια, έτσι τώρα δεν συγκλονίστηκε. Αντιθέτως, υποστήριξε τον άνθρωπο που, στην αρχή της καριέρας του τουλάχιστον, τραγουδούσε με ένρινη φαλτσαριστή φωνή και «βλάχικη» αμερικάνικη προφορά ωραία «αντιπόπ» στιχάκια παίζοντας και τρία-τέσσερα ακόρντα στην κιθάρα του. Σίγουρα θα αγάπησε τον ήχο των τραγουδιών του προτού ενορχηστρωθούν και αποκτήσουν ηλεκτρική χροιά, όταν ακόμη ήταν «φολκ» δηλαδή. Ετσι ξεκίνησε να γράφει μνημονεύοντας το «The Times They Are A-Changin» του πολύ μακρινού 1964.
Το χαρακτήρισε «το πιο διάσημο κομμάτι του», αλλά δεν έχει δίκιο. Το άλμπουμ «Blonde on Blonde» περιέχει τα όντως δυνατά κομμάτια του, αυτά που θα μείνουν (όσο μείνουν και αν) στον χρόνο, το οποίο όμως δεν βολεύει στην υπεράσπιση του επιχειρηματικού δαιμονίου (αν υπάρχει τέτοιο) του 80άρη Ντίλαν. «Οι καιροί αλλάζουν», λοιπόν, είναι ένα μήνυμα που υποτίθεται ότι δηλώνει την αέναη μεταβολή καλύτερα και από τον Ηράκλειτο. Και να γιατί το χρησιμοποίησε η Λομπάρντι: «Ναι, ο Ρόμπερτ Ζίμερμαν, το εβραιόπουλο που αργότερα έγινε καθολικός, που εγκατέλειψε τη Μινεσότα το 1959 για να ξεφύγει από τη μοίρα τού γιου ενός εμπόρου και να γίνει ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός της γενιάς του, τώρα έκανε πάλι ένα κόλπο από τα δικά του».
Από τον κομμουνιστή στα πολυτελή εσώρουχα
Η Λομπάρντι μνημόνευσε τον «κομμουνιστή» Γούντι Γκάθρι που επηρέασε τον νεαρό Ντίλαν, τις κατοπινές μπαλάντες του συνοδεία καουμπόικης φυσαρμόνικας, «αυτά τα τραγούδια που του έδωσαν το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2016». (Σημείωση συντάκτη: Στις 14 Οκτωβρίου 2016 η Repubblica είχε σπάσει σε δύο ίσα μέρη το πρωτοσέλιδό της. Αριστερά αποχαιρετούσε ένα «ιταλικό Νομπέλ», τον τεράστιο Ντάριο Φο που είχε πεθάνει, και δεξιά χαιρέτιζε το «πρώτο Νομπέλ σε τραγουδοποιό». Οι δύο τίτλοι είχαν τα ίδια μπλε γράμματα και τον ίδιο τυπογραφικό οφθαλμό, μόνο που –έστω και έτσι– η φωτογραφία του Φο ήταν πάνω από εκείνη του Ντίλαν…)
Τα παραπάνω τα έγραψε η Λομπάρντι για να φτάσει στο ζουμί: «Δεν πειράζει αν ο πραγματισμός του Ντίλαν δεν άρεσε ποτέ στους θαυμαστές του. Αυτός είχε αρνηθεί το Woodstock όταν συνέβαινε, αυτός είχε δηλώσει εγκαίρως ότι δεν γράφει για τους άλλους, δεν εκπροσωπεί κανέναν, δεν συμμετέχει σε κανένα κίνημα. Οτι θέλει μόνο να εκφράζεται». Και έδωσε δείγμα από τις αιτιάσεις που εισέπραξε ο Ντίλαν στη ζωή του: «Οι ατομικιστικές επιλογές του επικρίθηκαν συχνά και από τους συναδέλφους του: ο Νιλ Γιανγκ, λόγου χάρη, τον επέκρινε σκληρά το 2004, όταν εμφανίστηκε σε διαφήμιση εσωρούχων της Victoria’s Secret».
Τον Ντίλαν δεν τον ένοιαζε, συνέχισε η Λομπάρντι: «Χωρίς σεμνοτυφίες, ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο στους συναδέλφους του να πουλήσουν τα δικαιώματα των έργων τους, έτσι τον ακολούθησαν και άλλοι γίγαντες, με τον Πολ Σάιμον και τον Μπρους Σπρίνγκστιν να πρωτοστατούν. Ενα σύστημα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια εθεωρείτο ντροπή για τους μουσικούς, σήμερα έχει γίνει σύνηθες».
Και το σημείωμα στη Repubblica έκλεισε ως εξής: «Οι καιροί αλλάζουν, λοιπόν. Ξανά. Ομως ο Old Bob έχει βρει και συναισθηματική δικαίωση αυτή τη φορά. Η Columbia Records, η ιστορική δισκογραφική την οποία αγόρασε η Sony στα τέλη της δεκαετίας του ’80, είναι η ίδια που το 1962 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ στο οποίο ο Ντίλαν περιέλαβε παραδοσιακά λαϊκά τραγούδια της Αμερικής και πρωτότυπα δικά του. Να τι δήλωσε ο ίδιος: ‘‘Η Columbia σημαίνει πολλά για εμένα. Βασικά, οι ηχογραφήσεις μου επιστρέφουν στο σπίτι τους’’».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News