Τους τελευταίους μήνες κρατoύνταν σε μια σωφρονιστική αποικία στην απομακρυσμένη ρωσική Αρκτική, όπου εντοπίστηκε από τους δικηγόρους του έπειτα από τρεις εβδομάδες χωρίς κανένα νέο του. Δεν είχε καμία επαφή με τον έξω κόσμο, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με κανέναν, ήταν απολύτως απομονωμένος, κλεισμένος σε ένα κελί ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων, από το οποίο ήξερε ότι ενδεχομένως να μην έβγαινε ποτέ ξανά ζωντανός – όπως τελικά συνέβη.
Ο Αλεξέι Ναβάλνι βρισκόταν εδώ και καιρό στα χέρια των θανάσιμων εχθρών του, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει να τον εξοντώσουν τουλάχιστον μία-δύο φορές. Θα μπορούσε να είχε παραμείνει στο εξωτερικό, όπου θα επιδοκιμαζόταν ως η πιο δυνατή φωνή ενάντια στο καθεστώς του Βλαντίμιρ Πούτιν, που κυβερνά τη Ρωσία εδώ και περισσότερο από μια εικοσαετία. Επέλεξε, ωστόσο, να επιστρέψει στην πατρίδα του, όντας βέβαιος πως θα κατέληγε στη φυλακή και γνωρίζοντας πως εκεί μπορεί και να τον περίμενε ο θάνατος.
Ο Ναβάλνι πρώτη φορά σε φυλάκιση (πέντε ετών) με αναστολή καταδικάστηκε τον Ιούλιο του 2013 για υπεξαίρεση κρατικών περιουσιακών στοιχείων από μια κρατική εταιρεία, με τις κατηγορίες να χαρακτηρίζονται ως τουλάχιστον ύποπτες και τα πρακτικά της δίκης να μην κοινοποιούνται ποτέ.
Από το 2011 έως το 2018 καταδικάστηκε σε διοικητική κράτηση δέκα φορές συνολικά, ουσιαστικά για το αδίκημα της πρόκλησης ταραχών (στην πραγματικότητα επρόκειτο για μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του πουτινικού καθεστώτος).
Τον Ιανουάριο του 2021, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Ευρώπη, τον συνέλαβαν για παραβίαση των περιοριστικών όρων, καθώς δεν είχε εμφανιστεί στις αστυνομικές αρχές, όπως όφειλε, σύμφωνα με μια δεύτερη καταδίκη του, το 2014, με αναστολή, επίσης για υπεξαίρεση.
Ομως ο Ναβάλνι δεν είχε καταφέρει τότε να παρουσιαστεί στην αστυνομία επειδή νοσηλευόταν, μεταξύ ζωής και θανάτου, σε νοσοκομείο της Γερμανίας, μετά από απόπειρα δηλητηρίασής του από πράκτορες μιας ειδικής ομάδας της FSB, της διαβόητης ρωσικής υπηρεσίας ασφαλείας.
Τον Μάρτιο του 2022 κρίθηκε ένοχος για διακεκριμένη απάτη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη επιπλέον εννέα ετών, ενώ τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς καταδικάστηκε εκ νέου σε κάθειρξη 19 ετών σε μια «ειδική» σωφρονιστική αποικία, έχοντας κριθεί ένοχος για εξτρεμιστική δράση. Η Δούμα είχε ψηφίσει έναν νόμο που φαινόταν κομμένος και ραμμένος για εκείνον, με στόχο να μετατρέψει αυτή την ποινή σε ισόβια κάθειρξη. Δεν χρειάστηκε, βέβαια.
Πώς, όμως, εξηγείται αυτή η μανία του καθεστώτος Πούτιν με τον Αλεξέι Ναβάλνι; «Ο λόγος για την αμείλικτη δίωξη ενός ανθρώπου που θάφτηκε ζωντανός ή σχεδόν ζωντανός δεν έγκειτο στις δημοσιογραφικές έρευνες της ομάδας του, οι οποίες αποκάλυψαν, μεταξύ άλλων, τον απίστευτο πλούτο των ανθρώπων στο Κρεμλίνο που κήρυτταν τη λιτότητα στους απλούς πολίτες, ενώ συσσώρευαν βίλες και γιοτ στις πιο υπέροχες τοποθεσίες της Γης. Αυτά ανήκουν, πλέον, στο παρελθόν, δεν υπάρχει πια καν ανάγκη να προσποιούνται, καθώς δεν υπάρχει πλέον αντιπολίτευση.
»Η αλήθεια είναι πολύ πιο απλή. Επί χρόνια ο Βλαντίμιρ Πούτιν φοβόταν τη σύγκριση μαζί του, με τη δημοτικότητά του, με την ικανότητά του να προσεγγίζει ένα κοινό απρόσιτο σε εκείνον: τους νέους» γράφει ο Μάρκο Ιμαρίζιο της ιταλικής Corriere della Sera συνθέτοντας το πορτρέτο του εκλιπόντος κατεξοχήν αντιπάλου του Πούτιν.
«Αυτός ο φόβος διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατό του. Διότι η παρουσία του Ναβάλνι συνέχιζε να πλανάται πάνω από το Κρεμλίνο. Η ανάμνηση του τι ήταν ικανός να κάνει αιωρούνταν στη συλλογική μνήμη και στη μνήμη του Πούτιν, ο οποίος είχε αναγνωρίσει τον θανάσιμο εχθρό του σε έναν πρώην νεαρό άνδρα που είχε καταστεί ο πρώτος ρώσος πολιτικός του 21ου αιώνα οπλισμένος μόνο με ένα iPhone και τα κανάλιά του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» συνοψίζει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Γεννημένος το 1976 και μεγαλωμένος σε μια στρατιωτική βάση, καθώς ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, ο Αλεξέι Ναβάλνι μέσω της δράσης του αναδείχθηκε σταδιακά σε ισχυρό αντιπρόσωπο των ρώσων ψηφοφόρων, οι αναμνήσεις των οποίων από τη σοβιετική εποχή είναι είτε αόριστες και θολές είτε ανύπαρκτες, και, κυρίως, δεν θρηνούν για τα όποια χαμένα μεγαλεία και την απώλεια της ισχύος του παρελθόντος. Γύρω του είχε συσπειρωθεί ένα μάλλον ετερόκλητο πλήθος – φιλελεύθεροι, κομμουνιστές, ακόμη και εθνικιστές, όλοι όσοι εναντιώνονταν στο καθεστώς του Πούτιν.
Οσον αφορά τις σχέσεις του Ναβάλνι με τη Δύση, «ας πούμε την αλήθεια» γράφει ο Μάρκο Ιμαρίζιο. «Λίγο πριν τη δηλητηρίασή του εξακολουθούσε να κρίνεται με κάποια περιφρόνηση από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Γιατί σύμφωνα με τα Δυτικά κριτήρια ο Ναβάλνι ήταν ένας λαϊκιστής, κάποιος που έπαιρνε τους πάντες μαζί του, που δεν έκανε διακρίσεις. Και του καταλόγιζαν ανέκαθεν το νεανικό αμάρτημα του ρωσικού μεγαλοϊδεατισμού και εθνικισμού και τις δηλώσεις για την Κριμαία» προσθέτει ο δημοσιογράφος της Corriere, θυμίζοντας πως, ερωτηθείς τον Οκτώβριο του 2014, στο πλαίσιο μιας σπάνιας συνέντευξής του, αν θα επέστρεφε την Κριμαία στην Ουκρανία σε περίπτωση εκλογής του στην προεδρία, ο ρώσος αντιφρονούντας είχε απλά διερωτηθεί «τι είναι η Κριμαία; Ενα σάντουιτς με ζαμπόν ή κάτι που μπορείς να το παίρνεις και να το επιστρέφεις;»
Επιπλέον, ο Ναβάλνι σπούδασε (και) στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ με υποτροφία, μέσω του προγράμματος Yale World Fellows, στο πλαίσιο του οποίου κάθε χρόνο επιλέγονται μόλις 16 άτομα από όλον τον κόσμο, εν δυνάμει «παγκόσμιοι ηγέτες». Φυσικά, το Κρεμλίνο και οι προπαγανδιστές του δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη και άρχισαν να τον παρουσιάζουν ως πράκτορα στην υπηρεσία των ΗΠΑ, άποψη την οποία συμμερίζονταν αρχικά και πολλά Δυτικά ΜΜΕ, καθώς και πολιτικοί και απλοί πολίτες.
Ωστόσο, οι όποιες αμφιβολίες όσον αφορά τις προθέσεις του Αλεξέι Ναβάλνι διαλύθηκαν όταν επέλεξε να επιστρέψει στη Ρωσία, τον Ιανουάριο του 2021, παρότι γνώριζε τι τον περίμενε. «Αυτή είναι η διαφορά του με όλους τους άλλους. Δεν ήταν ένας εξόριστος πολυτελείας, όπως ο Γκάρι Κασπάροφ ή άλλοι εμιγκρέδες συμπατριώτες του. Υπήρξε μέχρι το τέλος πρωταγωνιστής της ρωσικής πολιτικής, η μόνη δυνατή φωνή διαφωνίας» γράφει ο Μάρκο Ιμαρίζιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News