Αρκεί μια ματιά στις υποψηφιότητες του 1973 για το Νoμπέλ Λογοτεχνίας –ακόμη και στη wikipedia–, οι οποίες δημοσιοποιούνται 50 χρόνια μετά. Στις μέρες μας, λοιπόν, το βλέμμα πέφτει στο όνομα «Αλμπέρ Κοέν» και στην καταγωγή του: «Κέρκυρα, Ελλάδα», με ημερομηνία γέννησης 16 Αυγούστου 1895. Αλλη μια υποψηφιότητα με ελληνικό χρώμα ύστερα από εκείνη του Γιάννη Ρίτσου, που εγγράφεται στη χρονιά του 1971.
Πρόκειται για τον Αμπραάμ Αλμπέρτο Κοέν, μοναχογιό του Μάρκο Κοέν, Εβραίου από την κοινότητα των Ιωαννίνων, και της Λουίζ Φερό, ο οποίος γεννήθηκε στην «Οβριακή» συνοικία της πόλης της Κέρκυρας. Το πατρικό του σπίτι, μάλιστα, βρισκόταν στην οδό Βελισσαρίου και λειτουργεί πλέον ως εβραϊκή συναγωγή, όπως μαθαίνουμε από το corfuland.gr.
Η οικογένειά του είχε ασχοληθεί για πολλά χρόνια με τη σαπωνοποΐα. Μέχρι την ηλικία των πέντε ετών έζησε στο νησί και εξαιτίας του ανερχόμενου αντισημιτισμού, στις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταστάθηκε τελικά στη Μασσαλία. Εκεί παρακολούθησε τη σχολική εκπαίδευση, μυήθηκε στη γαλλική γλώσσα και έγινε φίλος με τον συγγραφέα Μαρσέλ Πανιόλ.
Το 1908, σε ηλικία 13 ετών, επιστρέφει για δύο εβδομάδες στην Κέρκυρα για να τελέσει τη θρησκευτική του ενηλικίωση –το μπαρ μιτσβά– με τον ραβίνο παππού του και πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας, εμπειρία που τον στοιχειώνει για τα επόμενα χρόνια. «Επέστρεψα στο νησί για 15 ημέρες. Αυτές οι 15 ημέρες ήταν οι σημαντικότερες της ζωής μου» γράφει στα «Ημερολόγια 1978». Το 1914 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Γενεύης και γίνεται ελβετός πολίτης. Αργότερα αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού Εβραϊκή Επιθεώρηση, στη συντακτική επιτροπή του οποίου βρίσκουμε τα ονόματα των Αλμπερτ Αϊνστάιν και Ζίγκμουντ Φρόιντ.
Το 1946 συμμετέχει ως νομικός σύμβουλος στον Διεθνή Οργανισμό για τους Πρόσφυγες, και τότε είναι που εκδίδει το «προσωρινό διαβατήριο» για τους πρόσφυγες: με αυτό δόθηκε η δυνατότητα σε εκατομμύρια ανθρώπους να μετακινούνται με ευνοϊκότερους όρους. Ο Αλμπέρ Κοέν έφυγε από τη ζωή στις 17 Οκτωβρίου 1981 στο διαμέρισμά του στη Γενεύη, αφού είχε βασανιστεί για πολλά χρόνια από σοβαρά προβλήματα υγείας.
Η αναζήτηση ταυτότητας είναι κεντρικό ζήτημα στα έργα του, όπου ξεχωρίζει με τον τρόπο του ο γενέθλιος τόπος. Η Κέρκυρα «πρωταγωνιστεί» ως ανάμνηση και εικόνα στον «Σολάλ» (εκδ. Εξάντας, μετάφραση Οντέτ Βαρών-Βασάρ, 2019, αναθεωρημένη), αν και κρύβεται πίσω από τη μετονομασία της Κεφαλονιάς. Η ζωή εκεί είναι ακόμη γλυκιά, μέσα σε ένα πέπλο νοσταλγίας.
Να πώς ξεκινάει το μυθιστόρημα: «Ο θείος Σαλτιέλ σηκώθηκε μπονώρα. Στο παράθυρο του περιστεριώνα του, λοξά στερεωμένου πάνω στη σκεπή του εγκαταλελειμμένου εργοστάσιου, που εδώ και κάμποσα χρόνια είχε γίνει το σπιτικό του, ο γεράκος βούρτσιζε με επιμέλεια την καφετιά του ρεντιγκότα και τραγουδούσε στη διαπασών πως ο Αιώνιος ήταν η δύναμή του κι ο πύργος του. Πότε πότε σταματούσε για να ρουφήξει τις ευωδιές που το μαρτιάτικο αγέρι έφερνε…».
Γενικά, μέσα από τα αυτοβιογραφικά κείμενα του Κοέν «ζωντανεύουν οι λεβαντίνοι Εβραίοι, Σεφαραδίτες και μη (στην Κέρκυρα οι Εβραίοι είναι ιταλικής καταγωγής, Ιταλιώτες)» σημειώνει η Οντέτ Βαρών-Βασάρ στο επίμετρο του «Σολάλ». Ο ίδιος ο ομώνυμος ήρωας του βιβλίου προσπαθεί να ενσωματωθεί στη Δυτική κοινωνία και ταυτόχρονα να αποκολληθεί από την κοινότητα καταγωγής του. Καθώς αναζητά τη θέση του στον κόσμο, καταφεύγει συχνά στο όνειρο και στη φαντασία.
Τα άλλα μεγάλα έργα του Κοέν, όπου σε μεγάλο βαθμό συνεχίζεται η περιήγηση στην Κέρκυρα της παιδικής ηλικίας, είναι: «Η Ωραία του Κυρίου» (1968, εκδ. Χατζηνικολή, μετάφραση Ιωάννα Χατζηνικολή, 1990), «Οι Γενναίοι» (Gallimard, 1969), «Ω Εσείς Αδέλφια μου Ανθρωποι» (1972, εκδ. Εύμαρος, μετάφραση Ευαγγελία Φρυδά, 2021), «Καρφοχάφτης» (1938, εκδ. Ηριδανός, μετάφραση Οντέτ Βαρών-Βασάρ, 1994) και το «Το Βιβλίο της Μητέρας μου» (1954, εκδ. Καστανιώτης, μετάφραση Πόλα Ζαχοπούλου, 1997).
Την αγάπη που ο Κοέν διατηρεί για την Κέρκυρα τη βλέπουμε και στην απάντησή του για το ερωτηματολόγιο του Προυστ, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Frank Medioni «Albert Cohen» (Gallimard, 2007), όταν ερωτάται σε ποιον τόπο θα επιθυμούσε να ζει. «Στην Κέρκυρα, το νησί όπου γεννήθηκα» απαντά το 1969. Ηταν η χρονιά που δέχτηκε πρόσκληση από τον πρόεδρο της Αναγνωστικής Εταιρείας του νησιού, την οποία αποδέχθηκε, χωρίς τελικά να πραγματοποιήσει το ταξίδι. Η γενέτειρά του, ωστόσο, έβρισκε μονίμως θέση στα μυθιστορήματά του. Οπως στην αρχή του «Καρφοχάφτη»:
«Το πρώτο πρωινό του Απρίλη του 1936 σκορπούσε τις μυρωμένες του ανάσες στην Κεφαλονιά, ένα ελληνικό νησί. Η μπουγάδα κίτρινη, άσπρη, πράσινη, κόκκινη, χόρευε στα σκοινιά στ’ απλωμένα απ’ το ένα σπίτι ίσαμε το απέναντι στον στενό Δρομάκο του Χρυσού, που ευώδιαζε απ’ το αγιόκλημα και το θαλασσινό αγιάζι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News