Η Θεσσαλονίκη ήταν ανέκαθεν για τους φοιτητές της Αθήνας ένας μυθικός προορισμός· και η Αγορά Μοδιάνο το πιο μυθικό τοπόσημό της, για κάποιον λόγο που τότε ακόμη δεν μας ήταν συνειδητός. Πριν από κάποιες δεκαετίες, ο έχων δίπλωμα οδήγησης από την παρέα μας και μπαμπά κάτοχο Μερσεντές, βούταγε τα κλειδιά του, μας φόρτωνε πέντε έξι στον «καρχαρία» (έτσι είχαμε βαφτίσει το όχημα για τα φτερά του) και φεύγαμε μέσα στη νύχτα για τα βόρεια.
Χαράματα φτάναμε στη Θεσσαλονίκη. Παρκάραμε έξω από τη Μοδιάνο και περιμέναμε κοιμισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο μέχρι να ανοίξει το μπουγατσατζίδικο. Δεν είχαμε, ακόμη, ανακαλύψει τον Χατζή με τα εκμέκ και το καϊμάκι του. Τρώγαμε μπουγάτσα, πίναμε μίλκο, κάναμε μια βόλτα στην αγορά για να δούμε αν όλα, πιπεριές Φλωρίνης, κασέρια, κρέατα, ψάρια και θαλασσινά, ήταν στη θέση τους, και φεύγαμε αμέσως πίσω για την Αθήνα, πριν πάρουν είδηση οι δικοί μας ότι είχαμε εξαφανιστεί. Υποτίθεται ότι διαβάζαμε Τοπολογία κλεισμένοι όλοι μαζί σε κάποιο σπίτι…
Η μπουγάτσα και οι μυρωδιές των τροφίμων στο εκπληκτικό κτίριο της Αγοράς Μοδιάνο ήταν οι πρώτες εμπειρίες μύησης στη γαστρονομία και την αρχιτεκτονική της πόλης, που λατρέψαμε από παιδιά. Θα ακολουθούσαν πολλά ταξίδια και ανείπωτος θαυμασμός για την ιστορία της Θεσσαλονίκης και για στέκια της, φτωχικά, αστικά και γκράντε, αλλά η Μοδιάνο θα έμενε πάντα στην καρδιά μας, προκαλώντας θλίψη με τον καιρό, καθώς ξέπεφτε συνεχώς βυθισμένη στη φθορά, και τα 144 μαγαζιά της εγκαταλείπονταν το ένα μετά το άλλο, μέχρι που έκλεισε οριστικά.
Χαρακτηρισμένη το 1983 ως διατηρητέο κτίριο από το ΥΠΕΧΩΔΕ και το 1995 ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού διότι «είναι χαρακτηριστικό δείγμα κτιρίων Αγοράς με στοά», η ιστορική κλειστή αγορά πέρασε το 2017 στην ιδιοκτησία του Ομίλου Φάις. Στόχος η αποκατάστασή της και η δημιουργία εντός της ενός γαστρονομικού παράδεισου στα πρότυπα σύγχρονων σκεπαστών αγορών τροφίμων, που θα αναδεικνύει τη μοναδική πολυπολιτισμική κουλτούρα της Θεσσαλονίκης, όπως άλλωστε είχε οραματιστεί πριν από 100 χρόνια ο ιδρυτής της Ελί Μοδιάνο.
Μια σύγχρονη αστική αγορά τροφίμων
Για την ανάπλαση της Μοδιάνο έχουν δαπανηθεί πάνω από 10 εκατ. ευρώ ενώ αναμένεται ότι θα απασχοληθούν περισσότεροι από 400 εργαζόμενοι. Το ξέσπασμα της πανδημίας καθυστέρησε την έναρξη των εργασιών, ωστόσο ολοκληρώθηκαν πλέον και η αντίστροφη μέτρηση για τα επίσημα εγκαίνια έχει αρχίσει.
Θα προηγηθεί η έναρξη της λειτουργίας της, η οποία αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς η Μοδιάνο θα γίνει και πάλι η κεντρική αγορά τροφίμων της Θεσσαλονίκης, αλλά και το πιο ζωντανό σημείο συνάντησης και ψυχαγωγίας των κατοίκων και των ξένων επισκεπτών της πόλης.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Tην μελέτη φωτισμού έκανε η Ελευθερία Ντεκώ
Δεν είναι τυχαίο ότι αστικές ευρωπαϊκές αγορές, όπως η νέα φουτουριστική Markthal του Ρότερνταμ, και φυσικά οι παραδοσιακές, όπως οι Boqueria της Βαρκελώνης, Arminiusmarkthalle του Βερολίνου, Great Market Hall της Βουδαπέστης και η Östermalms Saluhall της Στοκχόλμης (για να αναφέρουμε μερικές μόνο) έχουν αναδειχθεί σε must-visit τουριστικούς προορισμούς, που προκαλούν όλες τις αισθήσεις και προτείνουν σε ντόπιους και επισκέπτες νόστιμες λιχουδιές και πρωτότυπα δώρα. Ετσι και η δική μας Μοδιάνο αναμένεται από την πρώτη χρονιά της λειτουργίας της να προσελκύσει εκατομμύρια επισκεπτών.
Διευθυντής του project είναι ο Δημήτρης Τριάντος της Εμμετρον IKE, και σύμβουλος για την αποκατάσταση μνημείων η Κλεοπάτρα Θεολογίδου, ενώ την αρχιτεκτονική μελέτη ανέλαβαν οι Μόρφω Παπανικολάου και Ρένα Σακελλαρίδου του γραφείου Sparch Architects, τη στατική μελέτη ο Αθανάσιος Κοντιζάς, και την ηλεκτρομηχανολογική μελέτη οι σύμβουλοι μηχανικοί της Σαμαράς & Συνεργάτες Α.Ε. Τέλος, την μελέτη φωτισμού έκανε η Ελευθερία Ντεκώ, με τις πρώτες φωτογραφίες να εντυπωσιάζουν καθώς ο φωτισμός αναδεικνύει εντυπωσιακά το ιστορικό κτίριο.
Τα νέα καταστήματα είναι επτά, οκτώ και δέκα τετραγωνικών μέτρων και σε κάποιες περιπτώσεις μεγαλύτερα (από τη συνένωση δύο καταστημάτων, που όμως δεν θα ξεπερνούν τα 20τμ), διαμορφωμένα σε «γειτονιές», οι οποίες θα φιλοξενούν επιχειρήσεις τροφίμων, από είδη πρώτης ανάγκης μέχρι delicatessen, πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα και παραδοσιακά προϊόντα από διάφορες χώρες του κόσμου, αλλά και έτοιμες λιχουδιές, streetfood, καφέ, κοκτέιλ, κλπ.
Θέλετε μερικά ονόματα; Σημειώστε, λοιπόν, ότι στη Μοδιάνο θα συναντηθούν μεταξύ άλλων το σύγχρονο κρεοπωλείο «Meating Place Διδασκάλου», η κάβα του Στέλιου Δημητριάδη («My Cava»), τα «Αυγά Τσακίρη» και η «Τράτα», τα όσπρια «Kastor Farm», το «Τυροκομείο Αρβανίτη», το παντοπωλείο «Olicatessen» με προϊόντα μικρών παραγωγών και το αθηναϊκό «Wild Souls» με εκλεκτά βούτυρα ξηρών καρπών, το γερμανικό παντοπωλείo «Ochsenkopf», αλλά και ένα πρότυπο πρατήριο άρτου αργής ωρίμανσης από την ομάδα του «Ergon»· ακόμη, εκεί θα είναι το παραδοσιακό γυράδικο της Θεσσαλονίκης «Γρν», τα «Falafel Taste Middle East», τα χειροποίητα ζυμαρικά του Πασκουάλε Λέμπο (γνωστός για την τρατορία του «Μare e Monti» στο Πανόραμα), και το παγωτό «Κασσάνδρα» με αγουρέλαιο Κασσάνδρας. Φυσικά δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα σοροπιαστά του «Χατζή»…
Τα καταστήματα βρίσκονται σε στοές στο ισόγειο (με αντίστοιχους υπόγειους χώρους αποθήκευσης) ενώ το πατάρι – εξώστης, που δημιουργήθηκε μεταξύ των οροφών των καταστημάτων και της στέγης του κτιρίου, θα λειτουργεί σαν χώρος διέλευσης, χαλάρωσης και για διάφορες εκδηλώσεις.
Κτίριο του Μεσοπολέμου με μεγάλη ιστορία
Η Αγορά Μοδιάνο ή Στοά Μοδιάνο και επίσημα Κεντρική Αγορά Τροφίμων ή Κεντρική Στοά Τροφίμων ήταν η πρώτη παραδοσιακή αγορά τροφίμων και μία από τις μεγαλύτερες κλειστές αγορές στη Θεσσαλονίκης, η οποία συνδέθηκε στενά με την ιστορία της Εβραϊκής Κοινότητας, διαδραματίζοντας εξ αρχής σημαντικό ρόλο στη ζωή και τη λειτουργία του εμπορικού κέντρου της πόλης: ήταν κομβικό εμπορικό σημείο, που στέγαζε τα καλύτερα προϊόντα της πόλης.
Η παρουσία των Εβραίων, σύμφωνα με έρευνα του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος, υπήρχε στην Θεσσαλονίκη από την αρχαιότητα (Ρωμανιώτες). Ωστόσο, από τα τέλη του 15ου αιώνα άρχισαν να φθάνουν κατά περιόδους ομάδες διωκόμενων Εβραίων από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (Ασκενάζι), και κυρίως από την Ισπανία, Πορτογαλία, Νότια Ιταλία και Σικελία (Σεφαραδίτες) συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της πόλης, η οποία απέκτησε πια μεγάλη φήμη σαν κέντρο εμπορίου και μάθησης.
Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Γουίλιαμ Τζ. Ολιφαντ και τον μηχανικό και κύριο του έργου Ελί Μοδιάνο. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1922, αποπερατώθηκε το 1925 και εγκαινιάστηκε το 1930 με μια λαμπρή γιορτή. Χτίστηκε στην περιοχή της πυρίκαυστης ζώνης, η οποία καταστράφηκε από την μεγάλη πυρκαγιά του 1917, και ανοικοδομήθηκε με το Σχέδιο Εμπράρ. Πριν από την πυρκαγιά στο σημείο αυτό βρισκόταν το κτιριακό συγκρότημα Ταλμούδ Τορά, μια έκταση τεσσάρων στρεμμάτων με συναγωγή, σχολείο, άσυλο κλπ, που υπήρξε ο πυρήνας της αρχικής γης, η οποία παραχωρήθηκε στους Εβραίους.
Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων
Η Θεσσαλονίκη, υπήρξε η μητρόπολη του μεσογειακού εβραϊσμού. Ο πληθυσμός της Κοινότητας, η οποία ήταν από μόνη της πολυπολιτισμική, κατά διαστήματα αποτελούσε την πλειοψηφία σε ένα κοσμοπολίτικο μείγμα Ελλήνων, Τούρκων, Αρμενίων, Φράγκων και Σλάβων, καθόριζε τη φυσιογνωμία της πόλης και της έδινε το χαρακτηριστικό της χρώμα.
Γόνος της πλούσιας σεφαραδιτικής οικογένειας Μοδιάνο, ο Ελί Μοδιάνο (1881-1968), μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, αναδείχτηκε σε έναν από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες και μηχανικούς της Θεσσαλονίκης, αφήνοντας το στίγμα του στην πόλη με τον σχεδιασμό σημαντικών κτιρίων, τα οποία είναι υπέροχα δείγματα εκλεκτικισμού με πολλές art nouveau λεπτομέρειες.
Ο Ελί σχεδίασε την έπαυλη του τραπεζίτη πατέρα του Γιακό Μοδιάνο (1906), που στεγάζει σήμερα το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας – Θράκης. Το 1916, το κτίριο έγινε έδρα της «Τριανδρίας Εθνικής Αμύνης» (Ελευθέριος Βενιζέλος, ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης και στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής), ενώ κατά τον Μεσοπόλεμο, χρησιμοποιήθηκε και ως επίσημη κατοικία του Διοικητή Βορείου Ελλάδος, γι’ αυτό είναι γνωστό και σαν «Παλαιό Κυβερνείο».
Δικά του έργα μεταξύ άλλων είναι το Τελωνείο, οι αποθήκες του Τελωνείου (1912), το Κτίριο Ιονικής και Λαϊκής τράπεζας (1924) στην Δραγούμη και Αγίου Μηνά, το ξενοδοχείο «Λουξεμβούργο» (1924), η Σιτέ Σαούλ/Στοά Σαούλ (1929), η Ιταλική Σχολή «Alessandro Manzoni (1933), και φυσικά η Αγορά Μοδιάνο, μέσα στην οποία ο διάσημος αρχιτέκτονας διατηρούσε και το γραφείο του.
Να σημειωθεί ότι η ιστορία της οικογένειας Μοδιάνο ξεκινά περίπου στα 1550, όταν ο ραβίνος Σαμουήλ Μοντιλιάνο ήρθε από την Ιταλία στη Θεσσαλονίκη και τελειώνει λίγο πριν την εισβολή των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη (9 Απριλίου 1941), όταν ο Σαμ Μοντιάνο κατάφερε να εξασφαλίσει από το ιταλικό προξενείο την ιταλική υπηκοότητα για τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του, τα οποία διασκορπίστηκαν στη συνέχεια στη Νότια Αμερική, τη Γαλλία και την Αίγυπτο. Απόγονος του αιγυπτιακού κλάδου της οικογένειας είναι και ο βραβευμένος το 2014 με Νομπέλ Λογοτεχνίας γάλλος συγγραφέας Πατρίκ Μοντιανό. O προπάππος του μετακινήθηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αίγυπτο στα 1880 και από εκεί πέρασε στη Γαλλία, όπως έχει πει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας.
Η πυρκαγιά και η αναγέννηση
Τον Οκτώβριο του 1912, η Θεσσαλονίκη, μια από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες πόλεις των Βαλκανίων, απελευθερώθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και -μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου- ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, διατηρώντας τον πληθυσμό της ως είχε: οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς ήταν Σεφαραδίτες Εβραίοι και ακολουθούσαν Ελληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, και άλλοι Βαλκάνιοι και Ευρωπαίοι.
Πέντε χρόνια αργότερα, στις 18 Αυγούστου 1917, μια τρομερή πυρκαγιά σημάδεψε την ιστορία της Θεσσαλονίκης, αλλάζοντας την φυσιογνωμία της. Μέσα σε 32 ώρες κάηκε μια έκταση 1.000 στρεμμάτων αφήνοντας άστεγους πάνω από 70.000 ανθρώπους. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν ελάχιστες, με μοναδικούς νεκρούς λίγους γάλλους στρατιώτες, ωστόσο καταστράφηκαν ολοσχερώς 9.500 σπίτια, οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους.
Αμέσως μετά την καταστροφή, η κυβέρνηση Βενιζέλου απαγόρευσε την ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, η οποία θα γινόταν πλέον μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου. Σύμφωνα με νόμο του τότε υπουργού Συγκοινωνιών Αλέξανδρου Παπαναστασίου, τα σχέδια για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης εκπόνησε, και παρέδωσε το 1918, ο γάλλος ανθρωπολόγος, αρχιτέκτονας, αρχαιολόγος και πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ (1875 – 1933). Λίγο αργότερα, ο Εμπράρ διορίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, μέλος του Ανώτατου Τεχνικού Συμβουλίου και αργότερα, το 1927, σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας, όταν εκπόνησε ιδιαίτερη μελέτη για την πανεπιστημιούπολη της Θεσσαλονίκης.
Το σχέδιο Εμπράρ δεν εφαρμόστηκε πλήρως τόσο εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης επαρκών κονδυλίων, όσο και πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών· αν και υπέστη πολλές μεταβολές, αποτέλεσε, ωστόσο, μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση της πόλης, δίνοντάς της σύγχρονη ρυμοτομία και όψη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News