Περίπου 4.000 ζωές θα μπορούσαν να είχαν σωθεί τα τελευταία εννέα χρόνια στη Βρετανία, εάν η βασική και μοναδική εξέταση που υπάρχει για τον έλεγχο του παχέος εντέρου, η κολονοσκόπηση, γινόταν «με περισσότερη προσοχή».
Η μελέτη που δημοσιεύεται στη British Medical Journal, αναφέρει ότι σε πολλά διαγνωστικά κέντρα όπου είναι διαθέσιμη η εξέταση, δεν διαγιγνώσκονται τα «σημάδια» της νόσου, δηλαδή του καρκίνου που έχει ξεκινήσει να εξελίσσεται στο έντερο.
Ως εκ τούτου, δεν γίνεται πρώιμη διάγνωση και αντιμετώπιση. Σαν συνέπεια, ενώ τα αποτελέσματα έχουν βγει «καθαρά», ξαφνικά εμφανίζεται καρκίνος και ο ασθενής μπαίνει σε περιπέτειες. Ετσι, χωρίς κάποιο ακριβές και σοβαρό διαγνωστικό εργαλείο, ο καρκίνος του εντέρου είναι πλέον ο τέταρτος πιο συχνός και ο δεύτερος πιο θανατηφόρος.
Μάλιστα, όπως αναφέρει η βρετανική Telegraph, οι επιστήμονες προειδοποίησαν ότι οι χειρότερες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί στα συμβεβλημένα με το Δημόσιο (NHS) διαγνωστικά εργαστήρια.
Στη μελέτη συμμετείχαν περισσότεροι από 120.000 άντρες και γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε κολονοσκόπηση. Οι γιατροί έλεγξαν όσους είχαν διαγνωστεί με καρκίνο του εντέρου, έξι μήνες αφότου η κολονοσκόπησή τους είχε βγει «καθαρή».
Αυτό που προέκυψε ήταν ότι το έτος 2005 το 9% των αποτελεσμάτων ήταν λανθασμένο, ενώ το 2013 η κατάσταση είχε βελτιωθεί, αλλά και πάλι το 6,5% είχε λάθος διάγνωση.
Κάνοντας τη βιοστατιστική ανάλυση, οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι περίπου 3.900 περιστατικά θα μπορούσαν να έχουν διαγνωστεί νωρίτερα και να έχουν θεραπευτεί. Δηλαδή, οι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από λάθος διάγνωση.
Ακόμη και σήμερα όμως, γράφει η επιστημονική επιθεώρηση, κάποια διαγνωστικά κέντρα κάνουν τριπλάσιο αριθμό λάθος διαγνώσεων από κάποια άλλα.
Πολιτική σκοπιμότητα;
Ρίχνοντας μία πιο προσεκτική ματιά στην υποανάλυση της μελέτης ο Δημήτρης Καραγιάννης, γαστρεντερολόγος – ηπατολόγος, διευθυντής του Γαστρεντερολογικού Τμήματος στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, έχει τελείως διαφορετική άποψη για τον τρόπο που αποδίδει η Telegraph τα αποτελέσματα της μελέτης.
«Το πιο βασικό από όλα είναι το στατιστικό λάθος που υπάρχει σε αυτή τη μελέτη. Είναι τόσο μικρό, που είναι άξιο απορίας πώς η British Medical Journal τη δημοσίευσε», σχολιάζει ο κ. Καραγιάννης μιλώντας στο Protagon.«Επίσης, καταγράφεται ότι τα περισσότερα μη διαγνωσμένα περιστατικά είχαν κάνει κολονοσκόπηση εσωτερικά σε νοσοκομεία του βρετανικού ΕΣΥ και όχι στα ιδιωτικά εργαστήρια. Ισως υπάρχει κάποια πολιτική σκοπιμότητα στο άρθρο που αφορά το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας», συμπληρώνει.
«Μάλιστα, επειδή ο λόγος γίνεται για τεχνολογία που εξελίσσεται ταχύτατα, βλέπουμε ότι το 2005 οι λάθος διαγνώσεις ήταν 9% και το 2013 μειώθηκαν στο 6,5%», σημειώνει ο κ. Καραγιάννης. «Δηλαδή καταγράφηκε μεν βελτίωση, όμως και πάλι τα αποτελέσματα δεν μπορούν να θεωρηθούν έγκυρα, λόγω μικρής απόκλισης από το στατιστικό λάθος».
Και καταλήγει: «Σε κάθε περίπτωση ο εξοπλισμός που έχουν τα περισσότερα ιδιωτικά εργαστήρια είναι πολύ πιο σύγχρονος από αυτόν του δημόσιου τομέα, αφού οι περιστολές στις δαπάνες υγείας δεν επέτρεψαν την ανανέωσή του».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News