Εγκατέλειψε οριστικά την υποκριτική το 2002 και από τότε ζει στην αφάνεια, πάσχοντας από μία μορφή άνοιας. Τότε ήταν 71 ετών ενώ την Τετάρτη 3 Νοεμβρίου συμπλήρωσε ενενήντα χρόνια ζωής. Αλλά το ότι οι αναμνήσεις της από την ανεπανάληπτη καριέρα της έχουν, πλέον, θρυμματιστεί, δεν αλλάζει σε καμία περίπτωση το γεγονός πως υπήρξε μία από τις κορυφαίες ιταλίδες ηθοποιούς του περασμένου αιώνα.
Για την ανεπανάληπτη Μόνικα Βίτι ο λόγος η οποία με τις εξαιρετικές ερμηνείες της κατέστη μία μοναδική ηθοποιός που διέπρεψε τόσο στο δράμα όσο και στην κωμωδία, σαγηνεύοντας τους σινεφίλ όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση, οπότε, ότι την ημέρα των γενεθλίων της την θυμήθηκαν πέρα από όλα τα ιταλικά και πολλά διεθνή ΜΜΕ.
Την προσοχή της Ελένα Τεμπάνο, δημοσιογράφου της Corriere della Sera, προσήλκυσε το σχετικό δημοσίευμα της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) το οποίο εστιάζεται κυρίως στη σχέση την Μόνικα Βίτι με τον κορυφαίο σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι. Η πρώτη μνεία της γερμανικής εφημερίδας σχετίζεται με το θρυλικό σπίτι του ζεύγους στη Σαρδηνία που σχεδίασε ο ιταλός αρχιτέκτονας Ντάντε Μπίνι για να στεγάσει τον έρωτά τους.
«Είναι το πιο ιδιοσυγκρασιακό κτίριο σε ολόκληρο το νησί, ένα σπίτι που ακόμα αποκαλείται “Μεγάλος Θόλος”. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο σκηνοθέτης Μικελάντζελο Αντονιόνι το έχτισε για τον ίδιο και την αγαπημένη του Μόνικα Βίτι, ένα τσιμεντένιο κέλυφος που εξωτερικά έδινε την εντύπωση πως με τους κατάλληλους κινητήρες θα μπορούσε να πετάξει μέχρι τη Σελήνη. Και στο εσωτερικό του όλα έμοιαζαν τόσο πρωτότυπα και φουτουριστικά, ωσάν να ήθελαν οι δυο τους στη ζωή να ξεπεράσουν τον νεωτερισμό των ταινιών τους. Αλλά όταν το σπίτι ήταν σχεδόν έτοιμο χώρισαν. Η Μόνικα έφυγε και ο Μικελάντζελο κάποια στιγμή το πούλησε και καθώς ο θόλος κατέρρεε, οι κληρονόμοι του νέου ιδιοκτήτη δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν εάν έπρεπε να το πουλήσουν ή να το ανακαινίσουν. Σήμερα βρίσκεσαι μπροστά σε ένα επιβλητικό ερείπιο και νομίζεις ότι βλέπεις ένα μουσείο ξεθωριασμένων ονείρων, το μνημείο μιας σύγχρονης εποχής που πίστευε ότι μπορούσε να επανεφεύρει εντελώς τη ζωή και την ίδια την αγάπη», αναφέρει στο κείμενό του ο Κλάουντιους Ζάιντλ.
Ο γερμανός δημοσιογράφος και διακεκριμένος κριτικός κινηματογράφου γράφει για τη Βίτι, επικεντρώνοντας την προσοχή του στη σχέση της με τον Αντονιόνι, γιατί θεωρεί πως μέσω των ταινιών του με εκείνη πρωταγωνίστρια ο ιταλός σκηνοθέτης επιδίωκε κυρίως να εκφράσει τον πόθο του για αυτήν τη μοναδική γυναίκα.
Η αρχή έγινε με την ταινία «Η Περιπέτεια» (L’ Avventura), το αριστούργημα του 1960, χάρη στην οποία έγιναν αμφότεροι διάσημοι. «Στην πραγματικότητα η ταινία δεν είχε καμία πλοκή, μόνο σκηνές, σώματα, χειρονομίες, ανώτερα συναισθήματα, άνδρες παλαιάς κοπής και πολύ προοδευτικές γυναίκες. Μετά την πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες το κοινό την αποδοκίμασε, ούρλιαξε, διαμαρτυρήθηκε τόσο έντονα που μία ομάδα σκηνοθετών και κριτικών με επικεφαλής τον Ρομπέρτο Ροσελίνι εξέδωσαν μία ανακοίνωση, εξηγώντας στους αδαείς ότι μόλις είχαν αποδοκιμάσει ένα αριστούργημα του σύγχρονου κινηματογράφου.
Δεν ήταν ο αυχένας της Μόνικα Βίτι το αντικείμενο της προσοχής στη σκηνή. Ούτε τα αδρά χαρακτηριστικά της, το περιπλανώμενο βλέμμα της, οι κομψές και σίγουρες κινήσεις της. Ηταν η απόπειρα (του Αντονιόνι) να την κοιτάξει τόσο πολύ και τόσο έντονα έως ότου να καταστεί δυνατή η θέαση της καρδιάς της», γράφει ο Ζάιντλ, εγκωμιάζοντας τόσο τον Αντονιόνι όσο και τη μούσα του. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως δίχως τον Αντονιόνι η Μόνικα Βίτι δεν θα γινόταν αυτό που τελικά κατέστη: μία εξαιρετική ηθοποιός.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο του ο κριτικός της FAΖ αναφέρει πως σε κάποιες σκηνές της «Εκλειψης» (της τρίτης ταινίας της περίφημης τριλογίας της αποξένωσης του Αντονιόνι, η δεύτερη είναι «Η Νύχτα») διακρίνεται καταρχάς μια «μαγική ακατανοησία» στην παρουσία της Μόνικα Βίτι.
Διακρίνεται, όμως, και «η συναίσθηση του άνδρα Αντονιόνι ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να συμβαδίσει με τον νεωτερισμό αυτής της γυναίκας. Μερικές φορές όταν η ίσια μύτη της αναδεικνύεται πλαγίως, μοιάζει με άγαλμα αρχαίας θεάς που ήρθε στη ζωή – και αυτό μπορεί να αποτελεί την απόπειρα του Αντονιόνι να αναδειχθεί ως ο Πυγμαλίωνας της Βίτι. Και μερικές φορές, αυτές είναι οι καλύτερες στιγμές, δημιουργείται η αίσθηση ότι η Μόνικα Βίτι είναι η δημιουργός του εαυτού της», γεγονός που απέδειξε περίτρανα η ηθοποιός, επιστρέφοντας κατά τη δεκαετία του 1970 στην μεγάλη της αγάπη, στην λαϊκή κωμωδία, και διαπρέποντας στην commedia all’ italiana.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News