Ποιος θα υπερασπιστεί την Ευρώπη;
Ποιος θα υπερασπιστεί την Ευρώπη;
Στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια την περασμένη εβδομάδα, οι ευρωπαίοι ηγέτες, αν και ήταν οι περισσότεροι, έδειχναν απελπιστικά μόνοι, καθώς βρίσκονται στριμωγμένοι ανάμεσα σε συμπληγάδες προκλήσεων, τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση: η διαφαινόμενη απειλή μιας επιθετικής Ρωσίας, σε συνδυασμό με την επιβεβαίωση των χειρότερων φόβων τους για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν άφησαν πολλά περιθώρια για αισιοδοξία.
Οπως γράφουν οι Financial Times, την Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου, ο Τραμπ ανακοίνωσε αιφνιδίως ότι είχε συμφωνήσει με τον Βλαντίμιρ Πούτιν ότι θα ξεκινούσαν συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ ο υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, εξήγησε ποιο θα ήταν το κόστος για την Ουκρανία. Ο Χέγκσεθ είπε στους συμμάχους των ΗΠΑ, στις Βρυξέλλες, ότι η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας είναι ένας «απατηλός στόχος». Δεν θα υπάρξει ένταξη στο ΝΑΤΟ για το Κίεβο και καμία υποστήριξη των ΗΠΑ για τη μελλοντική άμυνά του ενάντια στη Ρωσία.
Μια ειρήνη που θα εξαγοράσει τον κατευνασμό ενός επιτιθέμενου παρέχοντάς του την επικράτεια του ευρωπαϊκού θύματός του, δεν καθησυχάζει ιδιαίτερα όσους έχουν παρατηρήσει τις προετοιμασίες της Ρωσίας για περαιτέρω πόλεμο. Δεν υπάρχουν αμφιβολίες ότι, ελλείψει αξιόπιστων εγγυήσεων ασφαλείας από τις ΗΠΑ, μια ανάπαυλα θα επιτρέψει στη Ρωσία να ανοικοδομήσει τις χερσαίες δυνάμεις της ταχύτατα για να επαναλάβει τις μάχες εξίσου γρήγορα, είτε στην Ουκρανία είτε στοχεύοντας ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ.
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, είναι όλο και πιο ωμός στην περιγραφή της πρόκλησης που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. «Σας το λέω εντελώς ξεκάθαρα: πρέπει να προετοιμαστούμε για πόλεμο», είπε σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Bild νωρίτερα αυτόν τον μήνα. «Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθεί ο πόλεμος». Ο αρχηγός του γερμανικού στρατού, Κάρστεν Μπρόιερ, συμφώνησε, μιλώντας στην Handelsblatt και πρόσθεσε ότι η απειλή από τη Ρωσία είναι «θανάσιμη».
Την περασμένη εβδομάδα, η Υπηρεσία Πληροφοριών Αμυνας της Δανίας έθεσε ένα ζοφερό χρονοδιάγραμμα για το πότε το ΝΑΤΟ θα πρέπει να είναι έτοιμο, δίνοντας την εκτίμηση ότι η Ρωσία θα μπορούσε να κινηθεί εναντίον ενός άλλου γείτονά της, σε μόλις έξι μήνες.
«Πριν από τρία χρόνια, όλα αυτά μπορεί να φαίνονταν σοκαριστικά», γράφουν οι Financial Times. «Σήμερα, όμως, οι συγκρίσεις που γίνονται μεταξύ της παρούσας κατάστασης της Ευρώπης και του τέλους της δεκαετίας του 1930 είναι πλέον συνηθισμένες. Οπως όλες οι ιστορικές αναλογίες, κι αυτή είναι εσφαλμένη, αλλά για τον αντίθετο λόγο από εκείνον που θα υπέθεταν πολλοί Δυτικοευρωπαίοι. Από ορισμένες απόψεις, ο κίνδυνος για τις δημοκρατίες της Ευρώπης σήμερα είναι μεγαλύτερος και όχι μικρότερος από ό,τι ήταν πριν από 90 χρόνια».
Οι ομοιότητες είναι, πράγματι, μεγάλες. Η Ευρώπη απειλείται ξανά από μια ρεβιζιονιστική δύναμη που είναι διατεθειμένη να ρισκάρει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο προκειμένου να πετύχει τους στόχους της για εδαφική επέκταση. Οι δυτικές δημοκρατίες θα εμπλακούν ξανά στην αντιμετώπιση αυτής της επιθετικότητας, είτε το θέλουν είτε όχι, επειδή έχουν υποχρεώσεις λόγω του ΝΑΤΟ έναντι χωρών (όπως, ξανά, της Πολωνίας) που φοβούνται ότι μπορεί σύντομα να γίνουν στόχος της Ρωσίας.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν το έχει πει ξακάθαρα: θέλει να διορθώσει τα «ιστορικά και στρατηγικά λάθη» που οδήγησαν στη δημιουργία των συνόρων της ανατολικής Ευρώπης. Αυτό, προφανώς, αφορά άμεσα σχεδόν όλους τους δυτικούς γείτονες της Ρωσίας. Οι αναλυτές επισημαίνουν εδώ και καιρό ότι η μετάβαση της χώρας σε μια πολεμική οικονομία και τα μακροπρόθεσμα σχέδιά της για την οικοδόμηση των ενόπλων δυνάμεών της έχουν ευρύτερους στόχους από την Ουκρανία. Και παρά τους ισχυρισμούς του Τραμπ ότι ο Πούτιν «θέλει ειρήνη», τίποτε δεν υποστηρίζει αυτήν την οπτική.
Ολα αυτά έχουν φέρει την Ευρώπη σε δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, παρατηρούν οι Financial Times: «Οι γείτονες της Ρωσίας έχουν πλήρη επίγνωση της απειλής και επενδύουν πολλά όχι μόνο στον δικό τους εξοπλισμό, αλλά και στην οχύρωση των συνόρων τους από την Αρκτική μέχρι την κεντρική Ευρώπη. Αλλά, σε αντίθεση με το 1939, η δυτική Ευρώπη είναι εντελώς απροετοίμαστη. Η επί δεκαετίες εξάρτηση από τις ΗΠΑ για την άμυνα έχει αφήσει τους ευρωπαϊκούς στρατούς σε κενό, ενώ ακόμη και πριν από την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην ευρωπαϊκή ασφάλεια ήταν η πιο αμφίθυμη από πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Οσο για τον ταχύτατο επανεξοπλισμό που έλαβε χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1930, επί του παρόντος δεν έχει συμβεί σε καμία χώρα δυτικά της Βαρσοβίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, δεν διαθέτει ένα ολοκληρωμένο σύστημα αεράμυνας όπως εκείνο που του επέτρεψε να επιβιώσει το 1940.
Παρότι ο πόλεμος βρίσκεται επί του παρόντος στο μακρινό άκρο της ηπείρου, η Ρωσία προκαλεί πεισματικά και σταθερά ζημιές σε όσους αντιλαμβάνεται ως αντιπάλους της, σε βεληνεκές χιλιάδων χιλιομέτρων, μέσω κυβερνοεπιθέσεων και δολιοφθορών.
Ο κίνδυνος για την Ευρώπη, επισημαίνουν οι FT, εξαρτάται από τρεις κρίσιμους παράγοντες: την αμερικανική απεμπλοκή, τη δυτικοευρωπαϊκή άρνηση και τη ρωσική αποφασιστικότητα.
Αμερικανική απεμπλοκή
Τα προβλήματα της Ευρώπης με την Αμερική δεν ξεκίνησαν με τον Τραμπ. Η Ουάσινγκτον εξηγεί εδώ και χρόνια –σε όποιον θέλει να ακούσει– ότι η Ευρώπη έχει βγει από τη λίστα των στρατηγικών παγκόσμιων προτεραιοτήτων της. Ακόμη κι εκείνοι που δεν άκουγαν, όμως, θα έπρεπε να είχαν πάρει το μήνυμα μετά τη διαφορετική προσέγγιση των ΗΠΑ απέναντι στην υπεράσπιση του Ισραήλ και την υπεράσπιση της Ουκρανίας.
Ορισμένες πρωτεύουσες της δυτικής Ευρώπης εστίασαν στο αν ο Τραμπ ενδέχεται να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. «Στην πραγματικότητα», γράφουν οι FT, «δεν χρειάζεται καμία χώρα να εγκαταλείψει τη συμμαχία προκειμένου αυτή να καταρρεύσει». Η πολύκροτη δέσμευση του Αρθρου 5 να αντιμετωπίζει μια επίθεση σε ένα μέλος ως επίθεση σε όλα τα μέλη δεν υποχρεώνει τους συμμάχους να απαντήσουν. Ο Τραμπ, όπως και κάθε άλλος φιλικός προς τη Ρωσία ηγέτης του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να αποφασίσει ότι δεν απαιτείται δράση για την αντιμετώπιση της Ρωσίας προκειμένου να αποκατασταθεί η «ειρήνη και η ασφάλεια».
Η ευρωπαϊκή στρατιωτική διοίκηση των ΗΠΑ κατανοεί τα σχέδια της Ρωσίας και την απειλή που συνιστούν –άμεσα ή έμμεσα και για τις ΗΠΑ– όμως αυτό δεν δείχνει να γίνεται εξίσου κατανοητό στο αμερικανικό Πεντάγωνο, ακόμη και υπό την προηγούμενη κυβέρνηση. Τώρα, τα μέλη της ομάδας Τραμπ ζητούν μεγάλες περικοπές στη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Εάν αυτό συμβεί με την ίδια ταχύτητα που κάνει και όλα τα άλλα η νέα κυβέρνηση, η Ευρώπη δεν θα προλάβει ούτε να αντιδράσει ούτε να αντισταθμίσει το κενό, αφήνοντας ένα επικίνδυνο και ελκυστικό πεδίο για τους Ρώσους.
«Η αρχή της “εκτεταμένης αποτροπής” –σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ παραμένουν ο στρατηγικός εγγυητής για τους συμμάχους τους σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης– δεν έχει ακόμη αμφισβητηθεί από τον Τραμπ ή τους αξιωματούχους της κυβέρνησής του. Αυτή η εγγύηση, πολύ πιο μονομερής από τις αμοιβαίες υποχρεώσεις του ΝΑΤΟ συνολικά, φαίνεται μια περίεργη εξαίρεση στη συναλλακτική προσέγγιση του Τραμπ στις δεσμεύσεις ασφαλείας», συνεχίζουν οι FT.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη πρέπει πλέον να υπολογίζει τις ΗΠΑ, όχι ως πυλώνα της ενότητας του ΝΑΤΟ, αλλά ως μια απρόβλεπτη πρόκληση για αυτήν. Με τον Καναδά και τη Δανία να αναρωτιούνται ξαφνικά εάν ο ισχυρότερος σύμμαχός τους έχει μετατραπεί σε μια νύχτα στο πιο άμεσο πρόβλημά τους, η μακροχρόνια φιλοδοξία της Ρωσίας να διχάσει τη συμμαχία είναι πολύ πιο κοντά.
Δυτικοευρωπαϊκή άρνηση
Η Ευρώπη, στο μεταξύ, παραμένει διχασμένη μεταξύ των κρατών που αναγνωρίζουν τον κίνδυνο και τον επείγοντα χαρακτήρα του, και μεγάλο μέρος της δυτικής ενδοχώρας της ηπείρου που παραμένει σε μια κατάσταση ηρεμίας. Υπάρχει μια έντονη αντίθεση μεταξύ των αγορών όπλων της Πολωνίας, με τις αμυντικές δαπάνες να πλησιάζουν το 5% του ΑΕΠ, και του Ηνωμένου Βασιλείου, στην άλλη άκρη της ηπείρου, που αρνείται να υποστηρίξει τις δαπάνες έστω και για να διατηρήσει τις τρέχουσες στρατιωτικές δυνατότητές του.
Ακόμη και τα πιο σκληροπυρηνικά μέλη του «παλιού ΝΑΤΟ», γράφουν οι FT, επικεντρώνονται στις σταδιακές αυξήσεις των αμυντικών προϋπολογισμών, αντί στις μετασχηματιστικές επενδύσεις που χρειάζονται.
Δυτικά της Βαρσοβίας όλοι φαίνεται να πιστεύουν ότι ο πόλεμος είναι κάτι που συμβαίνει σε «άλλους ανθρώπους», πολύ μακριά, και δεν θα έρθει ποτέ σε αυτούς. Το πρόβλημα είναι ότι η Ρωσία δείχνει πολλά δείγματα ότι αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη.
Ορισμένα κράτη της πρώτης γραμμής κατανοούν βαθιά τι απαιτείται για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία, η κοινωνία και η χώρα ως σύνολο θα συνεχίσουν να λειτουργούν ακόμη και όταν η Ρωσία θα προσπαθήσει να τα διαλύσει αποτρέψει. Για άλλους, πιο δυτικά, θα είναι σχεδόν αδύνατο να ξαναχτίσουν τα συστήματα πολιτικής άμυνας και τη νοοτροπία που απαιτείται προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης
Ρωσική αποφασιστικότητα
Η κοινή αντίληψη ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας είναι ανίκανες να βλάψουν την Ευρώπη επειδή αποδεκατίστηκαν στην Ουκρανία, έχει αρχίσει να διαλύεται. Το γεγονός ότι οι χερσαίες δυνάμεις της Ρωσίας έχουν οικοδομηθεί ξανά, από τις αρχές του 2024, αναγνωρίζεται πλέον ευρύτερα, όπως και το γεγονός ότι κάποιοι στρατοί του ΝΑΤΟ αποδυναμώθηκαν, μετά το 2022, ως αποτέλεσμα των οπλικών δωρεών στην Ουκρανία, που δεν αντικαταστάθηκαν.
Ομως, γράφουν οι FT, «αυτό που πολύ συχνά παραβλέπεται είναι η δυσάρεστη πραγματικότητα ότι τα βασικά μέσα της Ρωσίας για επιθέσεις πολύ μεγάλων αποστάσεων, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αλώβητα. Η Ουκρανία έχει διώξει το ρωσικό ναυτικό από τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά αλλού παραμένει ανέπαφο. Και η Πολεμική της Αεροπορία έχει υποστεί απώλειες, αλλά όχι ο στόλος της από βομβαρδιστικά και πυραυλοφορείς μεγάλης εμβέλειας».
Η ικανότητα της Ρωσίας να συνεχίσει να διεξάγει πόλεμο, είναι ένα άλλο θέμα. Γενικά κυριαρχεί η πεποίθηση ότι ο πόλεμος αναπόφευκτα φέρνει μη αναστρέψιμη μακροπρόθεσμη ζημιά στη ρωσική οικονομία. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά όπως σημειώνεται στην Εκθεση Ασφαλείας του Μονάχου, δεν δείχνει να αποτρέπει τη Ρωσία και να συνεχίζει να αφιερώνει σχεδόν το ένα τρίτο των συνολικών κρατικών δαπανών της, για την άμυνα. Επομένως, η Ρωσία εξακολουθεί να έχει την ικανότητα να κάνει σοβαρή ζημιά και διατηρεί αυτήν τη δυνατότητα με την υποστήριξη εταίρων όπως το Ιράν, η Κίνα και η Βόρεια Κορέα.
Στη δεκαετία του 2010, το «κακό» σενάριο ήταν ότι η Ρωσία θα καταλάμβανε ένα κομμάτι εδάφους σε κάποιο κράτος της Βαλτικής και θα προκαλούσε το ΝΑΤΟ να απαντήσει. Πριν από αυτό, θα είχε βεβαιωθεί ότι το ΝΑΤΟ δεν θα απαντούσε ως ενιαία οντότητα και ο λόγος ύπαρξης της συμμαχίας θα εξαφανιζόταν, μαζί με την ίδια.
«Μετά από μια δεκαετία, κατά την οποία αυτά τα σενάρια θεωρούνται σχεδόν επιστημονική φαντασία, βρίσκονται και πάλι υπό συζήτηση, ακριβώς λόγω της ξεκάθαρης αποφασιστικότητας της Ρωσίας και των ερωτημάτων σχετικά με τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή ασφάλεια», γράφουν οι FT.
Ο αρχηγός του επιτελείου άμυνας της Βρετανίας, ναύαρχος Τόνι Ράντακιν, έχει δηλώσει πολλές φορές με βεβαιότητα ότι η Ρωσία δεν θα επιτεθεί στο ΝΑΤΟ. Αυτό τον φέρνει σε αντίθεση με τους ομολόγους του σε ολόκληρη τη συμμαχία, οι οποίοι έχουν δηλώσει επανειλημμένα με την ίδια σιγουριά ότι αυτό ακριβώς σκοπεύει να κάνει.
Ο Ράντακιν πιστεύει (ακόμη) ότι η Ρωσία δεν θα επιτεθεί επειδή ξέρει ότι η απάντηση του ΝΑΤΟ θα είναι «συντριπτική». Η Ρωσία δεν θα θέλει να εμπλακεί με τη συνδυασμένη ισχύ της συμμαχίας, υπό τον όρο όμως, ότι αυτή θα εξακολουθεί να υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ.
Αυτό, όμως, δεν είναι το μόνο είδος επίθεσης που είναι δυνατό, επισημαίνουν οι FT. Η Ρωσία διεξάγει ήδη μια εκστρατεία εμπρησμών, δολοφονιών και δολιοφθορών σε ολόκληρη την Ευρώπη, στην οποία η ήπειρος δυσκολεύεται να απαντήσει.
Κάποτε οι αναλυτές επικεντρώνονταν κυρίως στο σενάριο μιας ρωσικής κίνησης στη Βαλτική, που θα συνοδευόταν από πυρηνικές απειλές για να κρατήσει το ΝΑΤΟ έξω από την εμπλοκή. Τώρα σκέφτονται τι θα θα μπορούσε να συμβεί εάν αυτές οι απειλές υποστηριχθούν με μια μη πυρηνική επίθεση σε μία ή περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις.
Θα ήταν πρόθυμοι οι Γερμανοί να ανταλλάξουν το Αμβούργο για το Βίλνιους; Αυτό μπορούν να το απαντήσουν μόνο εάν το Αμβούργο δεχτεί κάποιου είδους επίθεση…
Στα μέσα Ιανουαρίου, σε ένα συνέδριο στο Λονδίνο, στο οποίο συμμετείχαν μέλη του κοινοβουλίου και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ομιλητές του στρατού και της αμυντικής βιομηχανίας εξήγησαν πόσο απελπιστικά λίγος χρόνος θα υπήρχε, εάν η Ρωσία εξαπέλυε πλήγμα με την τελευταία γενιά πυραύλων της, από κάπου στην Αρκτική.
Η επίθεση δεν χρειάζεται να είναι τόσο ανοιχτή σύμφωνα με τους FT. Θα μπορούσαν να υπάρξουν μαζικές και συντονισμένες δολιοφθορές ή κυβερνοεπιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές ή νοσοκομεία, ή αιφνιδιαστική πλήρης ενεργοποίηση των σχεδίων της Ρωσίας για τοποθέτηση εμπρηστικών μηχανισμών σε αεροσκάφη, προκαλώντας όχι μόνο τεράστιους αριθμούς θυμάτων αλλά και την πλήρη ακινητοποίηση της εναέριας κυκλοφορίας.
Οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει ήδη να σκέφτονται προσεκτικά τον αντίκτυπο οποιασδήποτε τέτοιας επίθεσης και πώς θα αντιδρούσαν οι πολίτες τους εάν η σύγκρουση με τη Ρωσία γινόταν ξαφνικά τόσο πραγματική για αυτούς.
Στις ήδη διχασμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, θα μπορούσε να προκληθεί χάος και εμφύλια αναταραχή και να γίνει επιτακτικό το αίτημα της απομάκρυνσης από το ΝΑΤΟ, πριν προκληθούν περεταίρω ζημιές. Η Ρωσία θα έχει εξουδετερώσει επιτυχώς το ΝΑΤΟ και μετά από αυτό μεμονωμένες χώρες στην Ανατολική Ευρώπη θα κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια της, μία προς μία.
«Εάν επιθυμείς ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο»
Εδώ και δεκαετίες, όλοι αναρωτιόμαστε γιατί στη δεκαετία του 1930 ενώ όλοι έβλεπαν τον πόλεμο να έρχεται, δεν έκαναν τίποτα για να τον σταματήσουν. Τώρα καταλαβαίνουμε, διότι βλέπουμε να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο.
«Η δυνατότητα της Ευρώπης να αποτρέψει τη Ρωσία είναι το κλειδί για την αποφυγή της καταστροφής», γράφουν οι Financial Times. Η Ευρώπη έχει κάνει τεράστιες επενδύσεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας από άτομα και ομάδες. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι εξίσου μεγάλες επενδύσεις για την καταπολέμηση του κρατικού τρόμου της Μόσχας.
Η άμυνα δεν είναι απρόσιτη, συνεχίζουν οι FT. Το κόστος για τη μείωση της πιθανότητας ενός καταστροφικού πολέμου είναι ασήμαντο σε σύγκριση με τα ποσά που έχουν ξοδέψει, για παράδειγμα, τα κράτη της ΕΕ για αποζημιώσεις στους καταναλωτές για τους λογαριασμούς ενέργειας.
Η Πολωνία δίνει το παράδειγμα: αναγνωρίζει σαφώς ότι το κόστος της αποτροπής –ή της ετοιμότητας για άμυνα, εάν αποτύχει η αποτροπή– είναι πολύ μικρότερο από την καταστροφή που θα προέκυπτε από την έλλειψη ετοιμότητας. Οι χώρες που ισχυρίζονται ότι οι μετασχηματιστικές επενδύσεις στην άμυνα είναι απλώς αδύνατες, κάνουν σκόπιμα την αντίθετη επιλογή.
Οι στόχοι δαπανών για το ΝΑΤΟ, που μετρώνται ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά κάποιο τρόπο χρησιμεύουν τώρα ως αντιπερισπασμός, σύμφωνα με τους FT. Εξακολουθούν να έχουν κάποια χρησιμότητα ως μέτρο «ντροπής» για εκείνες τις κυβερνήσεις που δεν επιθυμούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους για να κρατήσουν τις χώρες και τους πολίτες τους ασφαλείς, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά οι στόχοι του ΑΕΠ μετρούν μόνο την εισροή, όχι την παραγωγή: Το τι πράγματι αγοράζουν αυτές οι δαπάνες είναι ένα πολύ πιο επείγον κριτήριο στρατιωτικής ετοιμότητας.
Ενα ακόμη πιο πολύτιμο αγαθό από τη χρηματοδότηση είναι ο χρόνος που πρόσφερε η Ουκρανία στην Ευρώπη από το 2014. Αρκετός από αυτόν έχει ήδη σπαταληθεί λόγω της άρνησης να αναγνωρίσει η Ευρώπη τον κίνδυνο. Εάν συνεχιστεί αυτή η αναβλητικότητα, καταλήγουν οι FT, Ιστορία μπορεί να μην συγχωρήσει ποτέ τη σημερινή γενιά των ευρωπαίων ηγετών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ποιος θα υπερασπιστεί την Ευρώπη;
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.