981
«Ο άνθρωπος φωτιά» του Κωνσταντίνου Πατσαρού μιλά για την πυρκαγιά που έκαψε την αθωότητα του καλοκαιριού | Γιώργος Γούσης / Εκδόσεις Μεταίχμιο

«Ο άνθρωπος φωτιά»: ένα βιβλίο για εφήβους που μας αφορά όλους

Αστερόπη Λαζαρίδου Αστερόπη Λαζαρίδου 23 Αυγούστου 2018, 11:31
«Ο άνθρωπος φωτιά» του Κωνσταντίνου Πατσαρού μιλά για την πυρκαγιά που έκαψε την αθωότητα του καλοκαιριού
|Γιώργος Γούσης / Εκδόσεις Μεταίχμιο

«Ο άνθρωπος φωτιά»: ένα βιβλίο για εφήβους που μας αφορά όλους

Αστερόπη Λαζαρίδου Αστερόπη Λαζαρίδου 23 Αυγούστου 2018, 11:31

«Είδα την πόλη σας να καίγεται. Είδα τα σπίτια σας να μαυρίζουν. Είδα τα δέντρα σας να γίνονται κάρβουνο και εσάς να τρέχετε μακριά. Πέταξα από θάμνο σε θάμνο, από ελιά σε ρείκι, από χωράφι σε χωράφι, από αυλή σε σπίτι και τα έκαψα όλα»: διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα στις 22 Μαΐου, όταν το βιβλίο «Ο άνθρωπος φωτιά» (εκδόσεις Μεταίχμιο) του Κωνσταντίνου Πατσαρού κέρδιζε το βραβείο εφηβικής λογοτεχνίας από τα Public, δεν μπορούσα να διανοηθώ τι θα επακολουθούσε στην Ανατολική Αττική δύο μήνες αργότερα. Κανείς δεν μπορούσε.

Εκείνο που μου είχε κάνει εντύπωση τότε, ήταν ότι ο συγγραφέας, ανεβαίνοντας να παραλάβει το βραβείο του, μίλησε με έναν τρόπο πολύ επιτακτικό για τις πυρκαγιές, σαν να έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου λίγο προτού μπει το καλοκαίρι, και ας μιλούσε στο πλαίσιο μιας μεγάλης και χαρούμενης γιορτής του βιβλίου.

Σήμερα, 23 Αυγούστου 2018, με έναν μήνα να κλείνει από τις φονικές πυρκαγιές που έδωσαν άλλο βάρος στον όρο «εθνική τραγωδία», διαβάζοντας αυτό το τόσο ιδιαίτερο βιβλίο, συνειδητοποιείς ότι ενώ απευθύνεται σε εφήβους, μας αφορά όλους.

«Ο άνθρωπος φωτιά» μιλά για μια φωτιά που ξέσπασε σε ένα νησί, κάνοντας ξαφνικά το καλοκαίρι να αποκτήσει «διαφορετικό χρώμα, άλλη μυρωδιά. Οι υποσχέσεις που δόθηκαν από τον προηγούμενο Αύγουστο κάηκαν μαζί με τις πρώτες ελιές, θάφτηκαν στη στάχτη».

Ο Κωνσταντίνος Πατσαρός μίλησε στο Protagon για τον εφιάλτη της πυρκαγιάς και για το πώς αποφάσισε να γράψει για ένα τόσο φλέγον θέμα.

Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Πατσαρός

«Το βράδυ των βραβείων Public έλεγα ότι πολλοί άνθρωποι κερδίζουν είτε άμεσα είτε έμμεσα από τις πυρκαγιές στην Ελλάδα, γι’ αυτό άλλωστε πυρκαγιές γίνονται κάθε χρόνο. Εχει γίνει δυστυχώς ένα έθιμο που επαναλαμβάνεται -καθόλου τυχαία- όταν έχει αρκετή ζέστη και πολύ αέρα. Τότε είναι οι ευνοϊκότερες συνθήκες για να εξαπλωθεί μια φωτιά και γι’ αυτό τον λόγο μπαίνει. Το οικοδομήσιμο οικόπεδο είναι ένα είδος προς εκμετάλλευση, η δασική έκταση δεν είναι. Τα παραθαλάσσια οικόπεδα σε μια όμορφη τουριστική χώρα όπως η Ελλάδα μπορούν να πουληθούν ακριβά, οι δασικές εκτάσεις όχι. Οι δασικές εκτάσεις κάθε καλοκαίρι μετατρέπονται σε οικοδομήσιμα οικόπεδα γιατί απλά κάποιοι θέλουν να συμβεί αυτό, έχουν κέρδος από αυτή την ιστορία. Μήπως όμως δεν γίνονται αρκετά για να σταματήσει αυτή η καταστροφική και θανατηφόρα πολλές φορές επανάληψη; Μήπως η θεσμοθετημένη νομιμοποίηση αυθαιρέτων, η έκδοση οικοδομικών αδειών σε καμένες εκτάσεις, ως πηγές εσόδων διαχρονικά, είναι παράγοντες που ενισχύουν και διαιωνίζουν το υπάρχον πρόβλημα;»

«Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι κινδυνεύουν μόνο τα δάση και όχι οι άνθρωποι. Μαζί ζούμε. Ειδικά το καλοκαίρι ερχόμαστε πιο κοντά»

Τι είναι εκείνο που τον έκανε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα, των καταστροφικών και φονικών πυρκαγιών στον «Ανθρωπο φωτιά»; Και ποιος ήταν ο λόγος που αποφάσισε να απευθύνει το βιβλίο στο εφηβικό κοινό; «Είναι διαφορετικό να βλέπεις την πυρκαγιά από την τηλεόραση και άλλο να τη ζεις από κοντά, να παρατηρείς τη φωτιά να κατεβαίνει με ορμή την πλαγιά και να μην ξέρεις πώς να αντιδράσεις. Αυτό μου συνέβη ένα καλοκαίρι, πριν από λίγα χρόνια στην Ανδρο και αυτά τα συναισθήματα θέλησα να αποτυπώσω στο βιβλίο. Η είδηση της καταστροφής του φοινικόδασους στην Πρέβελη της Κρήτης αλλά και σε άλλες περιοχές που είχε τύχει να επισκεφτώ, με επηρέασαν εξίσου».

 

Τα καρέ από το κόμικ του Γιώργου Γούση που εικονογραφούν το φινάλε της ιστορίας, μοιάζουν πλέον προφητικά…

Οσο για τους εφήβους: «Οι έφηβοι βιώνουν ορισμένες φορές τις καταστάσεις πιο έντονα και οι αντιδράσεις τους είναι ενστικτώδεις, αφιλτράριστες, ίσως πιο αυθεντικές. Οι έφηβοι του βιβλίου ζουν τη φωτιά από πολύ κοντά, από το ίδιο τους το σπίτι και όταν έρθει η ώρα να μιλήσουν βγάζουν και μια εσωτερική φλόγα προς τα έξω, δεν ζυγίζουν τα λόγια τους».

Βλέποντας τις σελίδες του βιβλίου του να επαληθεύονται με τον χειρότερο τρόπο με όλα όσα έγιναν στο Μάτι, σχολιάζει: «Δυστυχώς ήταν αναμενόμενα. Κάθε καλοκαίρι έχουμε πυρκαγιές στην Ελλάδα. Είχαμε πέρυσι, έχουμε φέτος, θα έχουμε σίγουρα και του χρόνου, αν δεν αλλάξει κάτι. Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι κινδυνεύουν μόνο τα δάση και όχι οι άνθρωποι. Μαζί ζούμε. Ειδικά το καλοκαίρι ερχόμαστε πιο κοντά. Λυπάμαι βαθύτατα για όσα έγιναν και θυμώνω. Προσπαθώ την ίδια στιγμή να μην ξεχνώ τι έγινε, τι υπήρχε πριν και τι θα γίνει μετά».

Το φινάλε της ιστορίας του βιβλίου, βρίσκεται στις έξι τελευταίες του σελίδες, με τη μορφή κόμικ σε εικονογράφηση Γιώργου Γούση. Με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, ολόκληρο το βιβλίο μιλάει μέσα από εικόνες. Το καλοκαίρι που έχασε την αθωότητά του, το σαρωτικό κόκκινο της φωτιάς που μετέτρεψε το πράσινο τοπίο σε μαύρο και σταχτί, οι άνθρωποι που πιάστηκαν στον ύπνο και δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιοι. Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Δυστυχώς ναι…

«Ο άνθρωπος φωτιά» μέσα από τα λόγια του βιβλίου

«Ξύπνησα με κομμένη την ανάσα, το δωμάτιο πνιγόταν στους καπνούς. Πριν με ταρακουνήσει ο πατέρας μου για να δραπετεύσουμε από το σπίτι, πετάχτηκα μόνος μου από το κρεβάτι στην προσπάθειά μου να αναπνεύσω. Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Είχε ένα άσπρο πανί γύρω από το στόμα και τη μύτη, αλλά τα μαλλιά, τα φρύδια, αυτιά τα μάτια, ακόμα και σφαλιστά, με νέφη να σε κυκλώνουν μέσα στη νύχτα, δεν τα μπερδεύεις».

«Το πρόσωπό μου φωτίστηκε, τα είδα όλα στην αυλή να καίγονται, αλλά και πιο μακριά, όπου και να κοιτούσα, παντού φωτιά και καπνός. Ηταν δικά τους πια, το χωράφι μας, οι ελιές, το σπίτι, η πεδιάδα, το βουνό, όλα στις φλόγες. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από τη φωτιά στο παράθυρο…Αλλιώς τα άφησα πριν με πάρει ο ύπνος. Γιατί κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ;»

«Με τράβηξε από το χέρι και με έβγαλε έξω από το δωμάτιο ξυπόλυτο, στους καπνούς του διαδρόμου, μετά στους καπνούς του σαλονιού, μετά στους καπνούς της κουζίνας και, όταν άνοιξε την εξώπορτα, στην κόλαση του κήπου. Νόμισα πως μου είχαν χώσει το κεφάλι μέσα σε τζάκι, τα μάτια δεν μπορούσαν να δουν καλά, έκλειναν μόνα τους».

«Η καρδιά μου πήρε φωτιά εκείνη τη νύχτα και όσες νύχτες και να περάσουν δεν θα σβήσει ποτέ».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...