Αλλοι τον θεωρούν αψύ. Αλλοι ανυπότακτο. Αλλοι πιστεύουν ότι με την πρώτη ευκαιρία βγάζει γλώσσα. Και άλλοι ότι απλώς τα λέει σταράτα ή χύμα και τσουβαλάτα, κατά περίπτωση. Αλλοι τον έχουν καταχωρήσει ως «κομματικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ», έτεροι δέχονται ότι έχει «υπερκομματική αξία». Κάποιοι τον θεωρούν κατάλληλο για «καρέκλες» του Πολιτισμού και κάποιοι απολύτως «ακατάλληλο».
Το σίγουρο είναι ότι για τον Γιώργο Κιμούλη δεν συμφωνούν όλοι ούτε καν σε μια μέση λύση. Αλλοι τον εκτιμούν, έως και τον λατρεύουν, ως ηθοποιό και εν γένει ως θεατράνθρωπο και άλλοι λατρεύουν… να τον μισούν ή έστω να τον αντιμάχονται. Ανθρωπος των αντιθέσεων, αμφιλεγόμενος (συνήθως όχι για την καλλιτεχνική του αξία, που έχει αποδειχθεί με τα χρόνια, ακόμη και μέσα από παραστάσεις που κάποιοι θεώρησαν αποτυχίες), πάντως άνθρωπος αφιερωμένος μέχρι τα μπούνια στην τέχνη του, ο Κιμούλης δεν περίμενε κανείς (ούτε της μίας ούτε της άλλης «πλευράς») ότι δεν θα προκαλέσει οξύνσεις, θέμα και κριτική όχι μόνον με το διορισμό του στη θέση του προέδρου του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αλλά και με την παράιτησή του. Ηχηρή κι αυτή, όπως πολλά από όσα έχει πράξει ή επιτύχει στην ζωή και την καριέρα του.
Δεν είναι τυχαίο ότι μια μερίδα τον θεωρεί υποψήφιο κάθε φορά που «χηρεύει» μία δημόσια θέση, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνον: για το Εθνικό Θέατρο, για το υπουργείο Πολιτισμού, για το Φεστιβάλ Αθηνών… Για όλα έχει «παίξει» το όνομά του και μάλιστα πολύ ψηλά στα προγνωστικά. Κανείς επίσης δεν θεωρεί (ένθεν και ένθεν) ότι θα μασήσει τα λόγια του για το όποιο παρασκηνιακό σύστημα προσπαθήσει να τον θίξει ή εξοβελίσει. Εξ ου και δεν εξεπλάγησαν πολλοί και δεν φάνηκε να ίδρωσαν πολλά αυτιά με τις καταγγελίες του περί ασφυκτικού παρασκηνίου και «κομματικών διαβουλεύσεων» που κρατάνε πολύ στην επιστολή παραίτησής του από το ΚΠΙΣΝ.
Κάποιοι τα θεώρησαν άλλωστε ως «τιμωρία» του για το «κυνήγι της καρέκλας» στο οποίο υποτίθεται ότι επιδίδεται ο Γιώργος Κιμούλης (αναπόδεικτο, τουλάχιστον τυπικά και εκ του αποτελέσματος, για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ). Η απάντηση ήρθε από την προσωπική ιστοσελίδα της Ελενας Ακρίτα: «Αυτό το “ο Κιμούλης κυνηγάει καρέκλες” να το δούμε λίγο; Στο “Νιάρχος” σηκώθηκε απ’ την “καρέκλα” πριν ακόμα κάτσει. Την άλλη του βουλευτή Επικρατείας ούτε που την πλησίασε».
Δεν ήταν λίγοι άλλωστε εκείνοι που πριν τον διορισμό του στη θέση του προέδρου για το ΚΠΙΣΝ, κατά μία εκδοχή «ελέω Αλέξη Τσίπρα», είχαν σπεύσει να τον κατηγορήσουν προτού καν δουν έργο του στο Κέντρο Πολιτισμού. Το Ποτάμι είχε σπεύσει την 1η Μαρτίου να διαπιστώσει (δίχως ο θεατράνθρωπος να τοποθετηθεί διόλου, δημόσια) ότι «ο κ. Κιμούλης πήρε κομματική μετάταξη από την Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Γιατί μόνο με κομματική μετάταξη θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε μια θέση που απαιτεί υψηλά προσόντα management, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ως μάνατζερ δικής του εταιρείας έχει καταδικαστεί για ακάλυπτες επιταγές και χρέη στο Δημόσιο». Οχι πως κάποιοι άλλοι άφησαν… ασχολίαστο τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΚΠΙΣΝ Νίκο Μανωλόπουλο, επί χρόνια διευθυντή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το οποίο κατέληξε στη σημερινή κατάσταση.
Πάντως η «καταγγελία» του κόμματος μιλούσε για μια υπόθεση του Γιώργου Κιμούλη που τοποθετείται το Φεβρουάριο του 2013. Οταν ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφραστής συνελήφθη για παράβαση του νόμου περί επιταγών στην οδό Βουκουρεστίου, αμέσως μετά την παράστασή του, καθώς είχε καταδικαστεί ερήμην σε φυλάκιση 15 μηνών (η απόφαση κυρώθηκε στο Εφετείο). Οδηγήθηκε στον εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών, κατέβαλε 4.418 ευρώ για να εξαγοράσει την ποινή φυλάκισης και, ύστερα από διακανονισμό χρεών για την υπόθεση των ακάλυπτων επιταγών, αφέθηκε ελεύθερος.
Βέβαια, τότε θυμήθηκαν κάποιοι –της μίας «πλευράς»– και τα χρέη του προς το Δημόσιο, απόρροια της λειτουργίας των θεατρικών επιχειρήσεών του, ύψους 200.000 ευρώ, για τα οποία έκανε ρύθμιση (κάτι που φάνηκε να ξεχάστηκε από τους «κατηγόρους» του) και έτσι ανακλήθηκε το ένταλμα σύλληψής του για τα χρέη, το οποίο είχε εκδοθεί στο μεταξύ. Ο ίδιος ο Γιώργος Κιμούλης, εκτός οδόντων, έκανε λόγο για προσπάθεια «δημόσιου εξευτελισμού του και κατασκευασμένων θεαμάτων» προσθέτοντας ότι «η προβοκάτσια έχει και τα όρια της».
«Είναι άγριος βιασμός όταν αναγκάζεσαι να γνωστοποιήσεις τα εν οίκω εν δήμω» έγραφε σε ανοιχτή επιστολή του, σημειώνοντας σχετικά με την οφειλή του: «Ανήκω στην ομάδα των επιχειρηματιών της πραγματικής οικονομίας, που αναγκάστηκαν να επιχειρήσουν χωρίς μίζες και μακριά από τις κρατικοδίαιτες παρέες. Η περίφημη οφειλή μου στο Δημόσιο ήταν ένα ποσόν, το οποίο με τις γνωστές προσαυξήσεις έφτασε σ’ ένα ύψος, που μου ήταν αδύνατον να το αντιμετωπίσω με μία εφάπαξ καταβολή, δεδομένου ότι δεν διατηρώ προσωπικούς λογαριασμούς εδώ ή στο εξωτερικό, ούτε διαθέτω αντίστοιχη ακίνητη περιουσία. Σχετικά με την περιουσία μου, ώστε να ολοκληρώσω μ’ αυτόν τον τρόπο τον θεαματικό εξευτελισμό μου, έχω διαβάσει κατά καιρούς, όσα δεν περιγράφονται. Για να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα και να βρουν άλλη πόρτα να γκρεμίσουν. Η δική μου είναι γκρεμισμένη εδώ και χρόνια. Όσο κι αν θεωρώ κακόγουστη τη αυτοδιαφημιζόμενη, λόγω της κρίσης, τάση της εικόνας του πτωχού καλλιτέχνη, αναγκάζομαι να δηλώσω, (το Ε9 μου είναι στη διάθεση όσων λασπολογούν), πως μένω σε ενοικιασμένο διαμέρισμα και τα μόνα περιουσιακά μου στοιχεία είναι ένα αυτοκίνητο 18 ετών, μία μοτοσυκλέτα 15 ετών και ένα οικόπεδο ούτε ενός στρέμματος, το οποίο μάλιστα είναι προσημειωμένο για ένα τραπεζικό δάνειο, το οποίο χρειάστηκα να πάρω για να πληρώσω τους συνεργάτες μίας αποτυχημένης εμπορικά παράστασής μου».
Κυρίως όμως τότε επέμενε: «Οσα χρήματα έχω βγάλει, τα έχω επιστρέψει όλα στο θέατρο, παράγοντας έργα ιδίοις εξόδοις, μιας και δεν έχω πάρει ποτέ ούτε μία δραχμή, ούτε ένα ευρώ από το κράτος».
Η δημόσια κόντρα δεν ήταν μόνον αυτή η προσπάθεια να αντιμετωπίσει, μιλώντας χύμα, όσους έσπευδαν να τον κατηγορήσουν για πολλά και διάφορα ή να του στερήσουν δικαιώματά του. Oπως την πληρωμή του, ως πρωταγωνιστή και μεταφραστή, στις αριστοφανικές «Θεσμοφοριάζουσες» παραγωγής του Ακροπόλ, που έφτασε σε δημόσια κόντρα το Σεπτέμβριο του 2014, όταν η παραγωγός εταιρεία ισχυρίστηκε ότι άφησε απλήρωτους όσους εργάστηκαν «λόγω μικρής ανταπόκρισης του κοινού» στην εν λόγω παράσταση. Λάβρος ο μουσικός της παράστασης Διονύσης Τσακνής, λάβρος και ο Γιώργος Κιμούλης: «Σε 37 παραστάσεις η παραγωγή αποδεδειγμένα είχε κόψει πάνω από 16000 εισιτήρια σχεδόν! Αυτό λέγεται “μη ανταπόκριση του κόσμου”; Δε νομίζω. (…) Η πραγματικότητα αν και φαίνεται απλή, δεν είναι και τόσο: αντί να πληρώσει τον κ. Τσακνή, ο οποίος τον κατήγγειλε, αλλά και όλους τους υπόλοιπους συντελεστές (κ. Κώστα Γεωργουσόπουλο, μεταφραστή, κ. Γιάννη Μετζικώφ, σκηνογράφο ενδυματολόγο, κα Έλενα Γεροδήμου, χορογράφο) ηθοποιούς και τεχνικούς, κατέβασε την παράσταση, επειδή, όπως δηλώνει ο ίδιος, η οικονομική ζημιά ήταν μεγάλη, αν και οι εισπράξεις δεν αποδεικνύουν κάτι τέτοιο».
Μια επιστολή του Δημήτρη Πιατά, που επίσης συμμετείχε στην παράσταση, ότι ο ίδιος πληρώθηκε από την εταιρεία παραγωγής, παρά τον «ξαφνικό θάνατο» που μόνον πόνο προκαλεί, έφερε μία ακόμη δημόσια απάντηση από το Γιώργο Κιμούλη: «Γεια σου, ρε “φίλε” Δημήτρη, που “νιώθεις πόνο απ’ τον ξαφνικό θάνατο” και που “ο πόνος είναι προσωπική σου υπόθεση” και “δε θες να γίνει τροφή σε κανένα ΜΜΕ”!!! – Τότε γιατί έστειλες την επιστολή σου σε όλα τα ΜΜΕ η εταιρεία ΑΚΡΟΠΟΛ; Δε μπορούσες τουλάχιστον να τους πεις, πως θα τη στείλεις εσύ, ώστε να φανεί, πως ήταν μία “αυθόρμητη” δική σου “πονεμένη” κίνηση;»
Για δημόσια κόντρα και με άλλους συναδέλφους του είχαν σπεύσει να τον κατηγορήσουν – οι της μιας «πλευράς», πάντα – και τον Αύγουστο του 2013, όταν ο Γιώργος Κιμούλης διέκοψε μια παράστασή του, της επιτυχημένης «Μήδειας», στην Αλεξανδρούπολη και εγκατέλειψε έξαλλος το εκεί κηποθέατρο, επειδή ακούγονταν δυνατά τα μεγάφωνα από την παρακείμενη συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, στην πόλη. Ζήτησε δε από τον κόσμο «να περάσει από το ταμείο να πάρει πίσω τα χρήματά του».
Τον Ιούλιο του 2016 η παράστασή του «Πλούτος» του Αριστοφάνη, μαζί με τους – φίλους του συμπρωταγωνιστές – Γιάννη Μπέζο και Πέτρο Φιλιππίδη δέχτηκε, για την παρουσίασή της στο Αίγιο, τα πυρά του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Αμβρόσιου, που κάλεσε τους Αιγιώτες να την σαμποτάρουν. Διότι, κατά την ανοιχτή επιστολή του, «ο αριστερός κ. Κιμούλης σε ρόλο καθοδηγητή, σε εμβόλιμο κομμάτι της παράστασης, απευθυνόμενος στο κοινό και ειδικά στους νέους τους προέτρεπε να αντιδράσουν στην εργασία και στις κοινωνικές δομές, εξυβρίζοντας και υποτιμώντας κάθε θεσμό». Θεώρησε δε ότι γελοιοποιήθηκε το πρόσωπό του και κατέληγε πως θέλει να μοιραστεί τον πόνο του με τη Μαρία Δαμανάκη. Η απάντηση Κιμούλη προς τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας ήρθε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Θανάση, (συγνώμη για τον κοσμικό ενικό, αλλά μετά από μια τέτοια επιστολή, δεν αντέχει τίποτ’ άλλο) κατ’ αρχάς θέλω να σ’ ευχαριστήσω, που έκανες μία τόσο αντικειμενική θριαμβευτική παρουσίαση της παράστασής μας – τόσες φορές επαναλαμβάνεις (ορθώς) , πως “κατέκλυσαν” ένα θέατρο 1.000 θέσεων, 1.200 θεατές, οι οποίοι μάλιστα “εχάρησαν σφόδρα καταχειροκροτώντας την παράσταση” – ελπίζω βέβαια (αν και ανησυχώ λιγάκι) στο τέλος να μη μας ζητήσεις και ποσοστά για την προώθησή της, γιατί δεν τη χρειαζόμασταν σε τέτοια έκταση. Στη συνέχεια, ειλικρινά, δεν περίμενα πως η παράστασή μας και εγώ θα ήμασταν η αιτία να συντομεύσεις την υποβολή της παραίτησής σου. Ευπρόσδεκτη πάντως. Αυτό όμως, βρε αθεόφοβε, που με ξεπερνάει είναι το πού θες να μοιραστείς τον πόνο σου! Κλαίω!!! Είναι απ’ τις καλύτερες τρολιές που έχουν γραφτεί. Ακόμα γελάμε, Θανάση…»
Στην αψάδα των λόγων του Γιώργου Κιμούλη θα μπορούσαμε να καταγράψουμε ένα ακόμη περιστατικό, σε τηλεοπτική του συνέντευξη με τη Σοφία Τσίτα, τον Απρίλιο του 2015, στην εκπομπή «Ο Κόσμος Ανάποδα». «Μια επιθυμία, ένα όνειρό σας, ένα όνειρο πολλών βέβαια, έγινε πραγματικότητα, πρώτη φορά Αριστερά στην εξουσία», του είπε η παρουσιάστρια. Κι εκείνος: «Χαίρομαι καταρχάς που είστε κι εσείς χαρούμενη με αυτό και σε σχέση με τον σταθμό τον οποίο βρισκόμαστε και με τους συνεργάτες σας». Εκείνη: «Τι υπονοείτε»; «Δεν υπονοώ τίποτα. Εννοώ ότι είμαστε σε ένα συγκεκριμένο σταθμό που έχετε κι εσείς συνεργάτες που δεν χαίρονται πολύ». Λίγο αργότερα, εκείνη: «Δεν φοβηθήκατε ποτέ ότι από τη στιγμή που δηλώνετε τόσο έντονα την κομματική σας ταυτότητα, ο λόγος σας μπορεί να χάσει σε δυναμική και αξία;». «Τι να κάνω; Είναι σαν να μου λέτε κι εσείς αυτή τη στιγμή πως οτιδήποτε μου λέτε είναι γιατί δουλεύετε στον Σκάι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News