1144
| REUTERS/CreativeProtagon

2024: Μια ταραχώδης χρονιά που ανέδειξε αλήθειες

Protagon Team Protagon Team 30 Δεκεμβρίου 2024, 13:00

2024: Μια ταραχώδης χρονιά που ανέδειξε αλήθειες

Protagon Team Protagon Team 30 Δεκεμβρίου 2024, 13:00

«Οι σελίδες μας ήταν γεμάτες δεινά το 2024» αναγνωρίζει ο Economist, καθώς αυτή η αναμφίβολα ταραχώδης χρονιά φτάνει στο τέλος της. Κατά τη διάρκειά της πόλεμοι συνέχισαν να μαίνονται σε τρεις ηπείρους, με την προσοχή του κόσμου να είναι στραμμένη κυρίως στη Γάζα, στον Λίβανο και στην Ουκρανία, αν και η πιο φονική ήταν η σύρραξη στο Σουδάν.

Συγχρόνως, ακραία καιρικά φαινόμενα κατέστρεψαν και κόστισαν ζωές. Και η αντιπαλότητα μεταξύ χωρών που συσπειρώνονται γύρω από την Κίνα και την –υπό την ηγεσία των ΗΠΑ– Δυτική συμμαχία εντάθηκε σημαντικά, παρότι οι Αμερικανοί εξέλεξαν πρόεδρό τους έναν άνθρωπο του οποίου η αφοσίωση σε αυτή τη συμμαχία είναι αμφίβολη.

«Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, το 2024 ενίσχυσε μια εντεινόμενη αίσθηση ότι η πολυμερής τάξη πραγμάτων που προέκυψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταρρέει. Ολοένα περισσότερο οι κυβερνήσεις ενεργούν ωσάν το δίκαιο του ισχυρότερου να είναι ο κανόνας: οι αυταρχικοί ηγέτες αψηφούν τους κανόνες, ενώ οι Δυτικές δυνάμεις που τους επικαλούνται, κατηγορούνται για δύο μέτρα και δύο σταθμά» γράφει ο Economist.

Εξετάζοντας όμως ευρύτερα τα δεδομένα, διαπιστώνεται πως το 2024, πέρα από ταραχώδες, υπήρξε κατά κάποιον τρόπο και ελπιδοφόρο, τουλάχιστον από τη σκοπιά της Δύσης, καθώς, όπως γράφει το έγκυρο βρετανικό Μέσο, «επιβεβαίωσε την ανθεκτικότητα των καπιταλιστικών δημοκρατιών, περιλαμβανομένης της Αμερικής, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ορισμένες από τις αδυναμίες των απολυταρχιών, περιλαμβανομένης της Κίνας. Δεν υπάρχει εύκολος δρόμος επιστροφής στην παλιά τάξη πραγμάτων. Αλλά οι παγκόσμιοι πόλεμοι συμβαίνουν όταν οι ανερχόμενες δυνάμεις αμφισβητούν αυτές που βρίσκονται σε παρακμή. Η αμερικανική ισχύς […] καθιστά λιγότερο πιθανή μια σύρραξη».

Οι εκλογικές αναμετρήσεις

Ενδεικτικός της ανθεκτικότητας των δημοκρατιών ήταν ο τρόπος που οι απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις της χρονιάς άλλαξαν, σε πολλές περιπτώσεις, τις πολιτικές ισορροπίες με ειρηνικό τρόπο, επισημαίνει ο Economist. Το 2024 διεξήχθησαν εκλογές σε 76 χώρες, όπου ζουν συνολικά περισσότεροι από τους μισούς πολίτες της Γης. Στη Ρωσία και στη Βενεζουέλα δεν επρόκειτο για πραγματικές εκλογές, αλλά για παρωδία. Αλλού, ωστόσο, όπως στη Βρετανία, όπου οι Συντηρητικοί απώλεσαν την εξουσία έπειτα από 14 χρόνια και πέντε πρωθυπουργούς, η ψήφος της πλειονότητας των πολιτών ήταν κατά βάση ψήφος απόρριψης του πολιτικού κατεστημένου.

Στην Ινδία, σε μια γιορτή της δημοκρατίας, δεδομένου του τεράστιου εκλογικού σώματος, η ολοένα και πιο ανελεύθερη κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι ανέμενε πως θα ενίσχυε περισσότερο την κυριαρχία της. Ωστόσο οι ψηφοφόροι, επιθυμώντας από τον πρωθυπουργό τους να αρχίσει να εστιάζει λιγότερο στον ινδουιστικό εθνικισμό και περισσότερο στο βιοτικό τους επίπεδο, τον ανάγκασαν να προβεί στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Και στη Νότια Αφρική το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο έχασε την πλειοψηφία, αλλά αντί να απορρίψει το αποτέλεσμα –όπως έχουν κάνει στο παρελθόν πολλά απελευθερωτικά κινήματα– επέλεξε να συγκυβερνήσει με τη φιλομεταρρυθμιστική Δημοκρατική Συμμαχία.

Οσον αφορά τις ΗΠΑ, συνεχίζει ο Economist, η χρονιά άρχισε εν μέσω προειδοποιήσεων και ανησυχιών για εκλογική βία, με ορισμένους να κάνουν λόγο ακόμη και για εμφύλιο πόλεμο, όμως η ξεκάθαρη επικράτηση του Τραμπ στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου γλίτωσε τη χώρα από μια τέτοια μοιραία κατάληξη. Ο Economist αναγνωρίζει, φυσικά, πως «ο πήχυς είναι χαμηλός», ωστόσο οι ΗΠΑ άντεξαν. Είναι, δε, πιθανό πλέον οι Αμερικανοί να μην αντιμετωπίσουν παρόμοιες επικίνδυνες καταστάσεις για πολλά χρόνια, κατά τα οποία η αμερικανική πολιτική αναπόφευκτα θα εξελιχθεί – αν λάβουμε υπόψη και την τεράστια κρίση που καλούνται να ξεπεράσουν οι Δημοκρατικοί.

Το οικονομικό προβάδισμα των ΗΠΑ

Η ανθεκτικότητα της ισχύος των ΗΠΑ ήταν ορατή και στην αμερικανική οικονομία, η οποία από το 2020 έως σήμερα αναπτύχθηκε με ρυθμό τριπλάσιο σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ομάδας των Επτά (G7). Το 2024 ο δείκτης S&P 500 αυξήθηκε κατά περισσότερο από 20%. Τις τελευταίες δεκαετίες η οικονομία της Κίνας πραγματοποίησε τεράστια άλματα, αλλά το ονομαστικό ΑΕΠ της έχει μειωθεί από περίπου τα τρία τέταρτα του αμερικανικού ΑΕΠ το 2021, στα δύο τρίτα σήμερα.

Οπως εξηγεί ο Economist, αυτή η επιτυχία εν μέρει οφείλεται στις υψηλές –εμπνευσμένες από την περίοδο της πανδημίας– κρατικές δαπάνες, ωστόσο ο καθοριστικός παράγοντας είναι ο δυναμισμός του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος αποτελεί (όπως και η τεράστια αγορά της Αμερικής) μαγνήτη κεφαλαίων και ταλέντων.

«Καμία άλλη οικονομία δεν είναι σε καλύτερη θέση για να δημιουργήσει και να εκμεταλλευθεί επαναστατικές τεχνολογίες, όπως η βιοτεχνολογίες, τα προηγμένα υλικά και ιδίως η Τεχνητή Νοημοσύνη, πεδίο στο οποίο το προβάδισμά των ΗΠΑ είναι εκπληκτικό. Αν δεν υπήρχε ο εντεινόμενος προστατευτισμός, οι προοπτικές θα ήταν ακόμη πιο ευοίωνες» σχολιάζει  η βρετανική επιθεώρηση.

Οσο για τα πράγματα στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι αναλυτές του Economist προβλέπουν ότι «το αυταρχικό μοντέλο οικονομικής διαχείρισης της Κίνας θα έχει λιγότερους θαυμαστές μετά το 2024», καθώς τους προηγούμενους 12 μήνες «έγινε ξεκάθαρο ότι η επιβράδυνση της οικονομίας της χώρας δεν είναι απλώς κυκλική, αλλά προϊόν του πολιτικού της συστήματος». Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αντιστάθηκε στην τόνωση της κατανάλωσης, φοβούμενος το υπερβολικό χρέος, αλλά και επειδή βλέπει τον καταναλωτισμό ως απόσπαση της προσοχής από τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ.

Δημοκρατίες και αυταρχικά καθεστώτα

Οι αδυναμίες του αυταρχισμού ήταν ακόμη πιο ξεκάθαρες στη Ρωσία. Επειτα από περίπου μια τριετία πολέμου, η Μόσχα μπορεί πια να επικρατεί στο πεδίο, ωστόσο ό,τι κατάφερε έως σήμερα το κατάφερε καθυστερημένα και με τεράστιο κόστος. Στο εσωτερικό της χώρας αυξάνεται ο πληθωρισμός, ενώ πόροι που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να επενδύονταν στο μέλλον της Ρωσίας σπαταλούνται στον πόλεμο στην Ουκρανία. «Σε μια ελεύθερη κοινωνία ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα είχε πληρώσει για την καταστροφική επιθετικότητά του. Ακόμα κι αν οι μάχες σταματήσουν το 2025, οι Ρώσοι φαίνονται κολλημένοι μαζί του» αναφέρει το βρετανικό μέσο.

Ομως και οι δημοκρατίες έχουν αδυναμίες, κάτι που είναι ξεκάθαρο κυρίως στην Ευρώπη, «όπου το πολιτικό Κέντρο καταρρέει, καθώς οι κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν τη ρωσική επιθετικότητα και την υστέρησή τους στις βιομηχανίες του μέλλοντος. Εάν η Ευρώπη εξασθενίσει, η Αμερική θα υποφέρει επίσης – αν και ο Τραμπ μπορεί να μην το βλέπει έτσι».

Οσο για το μεγάλο ερωτηματικό της νέας χρονιάς, την έναρξη της δεύτερης θητείας Τραμπ, η υποχώρηση του Ιράν και η υπόσχεση για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα προσφέρουν στον εκλεγμένο πρόεδρο την ευκαιρία να συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, ακόμη και να καταλήξει σε μια διευθέτηση με το καθεστώς της Τεχεράνης. Θα μπορούσε επίσης να επιβλέπει την εφαρμογή μιας ειρηνευτικής συμφωνίας που θα επέτρεπε στην Ουκρανία να ξεφύγει από την τροχιά της Ρωσίας.

«Πάντως οι κίνδυνοι είναι πολλοί […] Εάν ο Τραμπ βυθιστεί στον νεποτισμό ή προβεί σε μαζικές απελάσεις, διώξει τους εχθρούς του και ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο στα σοβαρά και όχι για λόγους εντυπωσιασμού, η προεδρία του θα προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Αυτοί οι κίνδυνοι ήταν αρκετά ανησυχητικοί ώστε ο Economist να υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις. Ανησυχούμε ακόμα και σήμερα» επισημαίνεται στο δημοσίευμα.

Υποθέτοντας, όμως, ότι τελικά δεν θα επαληθευτούν οι χειρότεροι φόβοι, ο Economist επισημαίνει πως κατά τη διάρκεια του 2025 και τα επόμενα χρόνια «οι τεχνολογικές και πολιτικές αλλαγές θα συνεχίσουν να δημιουργούν αξιοσημείωτες ευκαιρίες για την ανθρώπινη πρόοδο. Το 2024 οι δημοκρατίες έδειξαν ότι είναι φτιαγμένες για να εκμεταλλεύονται αυτές τις ευκαιρίες – απορρίπτοντας κακούς ηγέτες, εγκαταλείποντας ξεπερασμένες ιδέες και επιλέγοντας νέες προτεραιότητες. Αυτή η διαδικασία είναι συχνά δύσκολη, αλλά αποτελεί πηγή διαρκούς ισχύος».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...