Το 1999 ήταν χρονιά σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου, που την σφράγισε ο θάνατος ενός από τους καλύτερους και πιο επιδραστικούς σκηνοθέτες όλων των εποχών. Ο Αμερικανός που ήθελε να είναι Βρετανός, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, πέθανε αιφνίδια στον ύπνο του από καρδιακή ανακοπή στις 7 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, στο Childwickbury Manor, το κτήμα του στο Χέρτφορντσαϊρ της Αγγλίας, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.
Είχε μόλις ολοκληρώσει το κύκνειο άσμα του, «Μάτια Ερμητικά Κλειστά», δεν πρόλαβε όμως να δει την ταινία στο σινεμά. Πρωταγωνιστές του ο Τομ Κρουζ και η Νικόλ Κίντμαν, το πιο διάσημο και επιτυχημένο ζευγάρι του Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, που χρειάστηκε να μετακομίσουν μαζί με τα παιδιά τους στην Αγγλία για τα γυρίσματα. Η ταινία βασίζεται στο έργο του αυστριακού γιατρού-συγγραφέα Αρθουρ Σνίτσλερ «Τraumnovelle» («Oνειρική νουβέλα»), του 1926 και η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Βιέννη, αλλά σύμφωνα με το σενάριο του Κιούμπρικ διαδραματίζεται στη σύγχρονη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, αντί να γυρίσει την ταινία στους δρόμους του Μανχάταν, προτίμησε τα Pinewood Studios κοντά στο Λονδίνο, όπου δημιούργησε μια εκδοχή της πόλης.
Τα γυρίσματα ήταν προγραμματισμένο να κρατήσουν έξι μήνες. Η παραγωγή όμως έμελλε να έχει διάρκεια πάνω 15 μήνες και στο διάστημα αυτό έγιναν συνεχόμενα και αδιάσπαστα γυρίσματα για 46 εβδομάδες, με αποτέλεσμα τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» να μπουν στο Βιβλίο με τα Ρεκόρ Γκίνες για την ταινία με τη μεγαλύτερη διάρκεια γυρισμάτων.
Ο θρυλικός σκηνοθέτης αξιοποίησε στο έπακρο τη σχέση του ζευγαριού στην πραγματική ζωή για να αποδώσει την πολύπλοκη διάσταση της σχέσης του Μπιλ και της Αλις Χάρτφορντ στην οθόνη, ωθώντας τους πρωταγωνιστές του στα όριά τους. Στην ταινία αυτή, ο Τομ Κρουζ εκτίθεται συναισθηματικά καθώς ζηλεύει τη γυναίκα του και θέλει να την εκδικηθεί επειδή φαντασιώθηκε ερωτικά έναν άλλο άνδρα.
Ωστόσο την ίδια χρονιά εμφανίστηκε σε άλλη μια ταινία, την αριστουργηματική «Μανόλια» του Πολ Τόμας Αντερσον μαζί με ένα cast σπουδαίων ηθοποιών και η ερμηνεία του Κρουζ σε αυτήν ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική.
Σε αντίθεση με τον ενάμιση χρόνο που θυσίασε από τη ζωή του για να υποδυθεί τον μεγαλογιατρό Μπιλ Χάρτφορντ στα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Κιούμπρικ, χρειάστηκε μόλις τρεις εμβομάδες για να ερμηνεύσει τον Φρανκ Μακί στη «Μανόλια», έναν ρόλο που θα του έφερνε μια Χρυσή Σφαίρα και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Το 1999, λοιπόν, θα αποδεικνυόταν επίσης χρονιά σταθμός για τον Τομ Κρουζ και η πιο ριψοκίνδυνη περίοδος στην καριέρα του με την προβολή δύο ταινιών, που τον προκάλεσαν να αποκαλύψει τα πιο τρωτά σημεία του. Μάλιστα, από τις δύο ερμηνείες, αυτή του γκουρού της αποπλάνησης Φρανκ Μακί, ήταν μακράν η πιο αποκαλυπτική σε προσωπικό επίπεδο, γράφει σε άρθρο της στους New York Times η Εϊμι Νίκολσον.
Εκείνη την εποχή, ο Κρουζ σπάνια δούλευε με τον ίδιο σκηνοθέτη δύο φορές. Στόχευε, δε, σε βαριά ονόματα: Μάρτιν Σκορσέζε, Ολιβερ Στόουν, Ρομπ Ράινερ, Ρον Χάουαρντ, Μπράιαν Ντε Πάλμα, και έσπασε τον κανόνα μόνο για να γυρίσει τα «Top Gun» (1986) και «Μέρες Κεραυνού» (1990) με τον Τόνι Σκοτ. Στις «Μέρες Κεραυνού» ερωτεύτηκε, μάλιστα, τη Νικόλ Κίντμαν και γύρισε άλλη μια ταινία μαζί της, τον «Μακρινό ορίζοντα» (1992), αλλά καμία από τις δύο δεν απέσπασε καλές κριτικές, γράφει στους New York Times η Νίκολσον, συγγραφέας επίσης του βιβλίου «Tom Cruise: Anatomy of an Actor».
Οταν βρισκόταν στο Λονδίνο, για τα γυρίσματα της ταινίας του Κιούμπρικ, ο Τομ Κρουζ είδε τις «Ξέφρενες Νύχτες» («Boogie Nights», 1997) σε σενάριο, συμπαραγωγή και σκηνοθεσία του Πολ Τόμας Αντερσον, μια ταινία βασισμένη στη ζωή του Τζον Χολμς, πορνοστάρ φορέα του AIDS, ο οποίος πέθανε το 1988. Η ταινία δεν είχε μεν την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία αλλά ενθουσίασε τους κριτικούς –θεωρήθηκε μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών– και χάρισε στον Αντερσον μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, ενώ οι Τζούλιαν Μουρ και Μπαρτ Ρέινολντς ήταν επίσης υποψήφιοι για Οσκαρ B’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού Ρόλου, αντίστοιχα.
Κατά σύμπτωση, ο 27χρονος τότε αμερικανός δημιουργός βρισκόταν επίσης στο Λονδίνο. Ο Τομ Κρουζ του τηλεφώνησε και τον προσκάλεσε στο πλατό. Ο Αντερσον ενθουσιάστηκε με την ιδέα ότι θα γνώριζε τον Κιούμπρικ που ήταν ένα από τα είδωλά του (οι άλλοι ήταν οι Ρόμπερτ Αλτμαν, Ντέιβιντ Μάμετ, Τζόναθαν Ντιμ και Μάρτιν Σκορσέζε) και άρχισε να σκέπτεται έναν ρόλο για τον Κρουζ που «δεν θα μπορούσε να αρνηθεί», όπως ανέφερε σε παλιότερη συνέντευξή του στους New York Times.
Εξι μήνες αργότερα, ο Αντερσον έστειλε στον σταρ ένα σενάριο με άλλον ένα σεξουαλικά απογοητευμένο χαρακτήρα. Κορδωμένος και ξέχειλος από αυτοπεποίθηση, με μακριά μαλλιά και πέτσινο γιλέκο, ο Φρανκ έχει κάνει τη λέξη «μουνί» τσίχλα ερεθίζοντας τους θορυβώδεις άρρενες θαυμαστές του, ενώ δεν αγγίζει ποτέ γυναίκα στην οθόνη (και οι γυναίκες που γνωρίζει τον βρίσκουν αντιπαθητικό). Μπορεί να είναι απλώς ένας απατεώνας των αποδυτηρίων, ένας υστερικός που το παίζει σκληρός, ένας ανώριμος φωνακλάς, που προσπαθεί (και αποτυγχάνει) να εντυπωσιάσει μια δημοσιογράφο τηλεοπτικής εκπομπής κάνοντάς της επίδειξη με κατεβασμένα τα παντελόνια.
Ο Κρουζ ήταν τότε 36 ετών και, για πρώτη φορά στην καριέρα του, θα ήταν μεγαλύτερος από τον σκηνοθέτη του, το αγαπημένο παιδί του Sundance της δεκαετίας του 1990. Παρόλα αυτά, ήταν αποφασισμένος να τον εντυπωσιάσει: «Μου είπε: “Θέλεις να σταθώ με το κεφάλι κάτω, θέλεις να κάνω κωλοτούμπες; Θα το κάνω, θα κάνω ό,τι θέλεις”», θυμήθηκε ο Αντερσον μιλώντας το 2000 στο Rolling Stone.
Η ηλεκτρική ερμηνεία του Φρανκ Μακί (ένας Ελβις-πωλητής που βράζει από εχθρότητα) όπως την χαρακτηρίζει η Νίκολσον στους New York Times, θα έπρεπε να έχει κερδίσει το Οσκαρ, λέει (προσθέτοντας ότι δεν θέλει σε καμία περίπτωση να προσβάλει τον Μάικλ Κέιν, ο οποίος πήρε τελικά το βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου με την ερμηνεία του στην ταινία «Θέα στον ωκεανό»). Πέρα από το αγαλματίδιο, ωστόσο, ο ρόλος του Φράνκι Μακί ενθουσίασε τον Τομ Κρουζ.
Οπως δήλωσε σε συνέντευξή του στο Vanity Fair: «Δεν μου άρεσε να παίζω τον δρ Μπιλ. Αυτός ο τύπος τα κρατούσε όλα μέσα του για πολύ μεγάλο διάστημα. Και δεν ξεσπούσε ποτέ. Κάθε στιγμή, ήταν απλώς αυτοέλεγχος. Ηταν δυσάρεστο. Ποιος θέλει να είναι έτσι τόσο καιρό; [Παύση.] Ο Στάνλεϊ το κατάλαβε αυτό. Αλλά το να είμαι εκεί μαζί του και να βλέπω πώς δημιουργούσε και τι έκανε… ο χρόνος ήταν σημαντικός για αυτόν. Εμαθα πάρα πολλά. Τρομερά πολλά. Πράγματα που ξέρω ότι μεταφέρθηκαν σε άλλες ταινίες που έχω κάνει. Στη “Μανόλια”… αυτός ο χαρακτήρας ήταν ο τέλειος χαρακτήρας για να τον παίξω μετά τον Μπιλ Χάρφορντ. [Γέλια.] Απλά ξέσπασα! Πραγματικά. Το να τον παίξω ήταν ένα είδος δώρου», είπε. Με άλλα λόγια, ο Κιούμπρικ τον εγκλώβισε, ο Αντερσον τον απελευθέρωσε.
Ωστόσο, ο Μπιλ Χάρφορντ και ο Φρανκ Μακί έχουν κοινά σημεία. Ο Μπιλ μαθαίνει ότι το σεξ είναι επικίνδυνο, όταν συναντάει μια πόρνη με H.I.V. και μια άλλη που καταλήγει πιθανώς δολοφονημένη. Ο Φρανκ, από την άλλη πλευρά δηλώνει ότι αποστολή του είναι το «Seduce and Destroy» («Αποπλανώ και καταστρέφω») και φαίνεται ότι παθιάζεται περισσότερο με το να προκαλεί πόνο. Κανένας από τους δύο χαρακτήρες δεν απολαμβάνει τις πρόστυχες συγκινήσεις που ο κόσμος φαντάζεται ότι απολαμβάνει. Και οι δύο κρύβουν τον πραγματικό τους εαυτό κάτω από μάσκες (ο πλούσιος γιατρός το κάνει στην κυριολεξία) καθώς προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο για την επιτυχία και τη δύναμή τους.
Ο Μπιλ παραμονεύει στο Ιστ Βίλατζ πιστεύοντας ότι θέλει να ανταποδώσει τα ίσα στη γυναίκα του, αλλά απλά τον πικάρει το γεγονός ότι υπάρχει ένα ακόμα πιο πλούσιο (από εκείνον) και ισχυρό πλήθος που δεν τον έχει προσκαλέσει ακόμα στα μυστικά του όργια. Και ο Φρανκ έχει θάψει ολόκληρο το παρελθόν του -τα χρόνια που φρόντιζε τη μητέρα του πριν πεθάνει, την οργή και τον πόνο που νιώθει για τον αποξενωμένο πατέρα του, ακόμα και το επίθετό του- για να αναστηθεί σαν σαρκικός υπερήρωας με δυνάμεις ελέγχου του μυαλού, που ωστόσο φαίνεται να λειτουργούν μόνο σε άλλους άνδρες, παρατηρεί η Εϊμι Νίκολσον στους New York Times.
Οι ταινίες μοιράζονται ακόμη και δύο πανομοιότυπες σκηνές. Η πρώτη είναι ένα μακρύ, βουβό βλέμμα καθώς οι χαρακτήρες που υποδύεται ο Κρουζ ανακαλύπτουν ότι έχουν εντελώς ευνουχιστεί από γυναίκες τις οποίες έχουν υποτιμήσει, ένα κρίσιμο σημείο καμπής και στις δύο ταινίες. Η δεύτερη έρχεται σε μια κλιμακωτή κατάρρευση μπροστά στο μέλος της οικογένειας που τους τραυμάτισε τόσο βαθιά ώστε φοβόντουσαν να γυρίσουν σπίτι. Και οι δύο χαρακτήρες παλεύουν να συγκρατήσουν τα συναισθήματά τους μπροστά στο αναίσθητο σώμα του αγαπημένου τους προσώπου, ο Μπιλ μπροστά στην κοιμισμένη γυναίκα του, ο Φρανκ μπροστά στον ετοιμοθάνατο πατέρα του, τον οποίο υποδύεται ο Τζέισον Ρόμπαρτς. Και ξεσπούν σε λυγμούς.
Αλλά και ο πατέρας του Τομ Κρουζ, ο Τόμας Κρουζ Μάποθερ Γ’, ήταν «νταής και δειλός», δήλωσε ο ηθοποιός στο περιοδικό Parade το 2006. Οπως και ο Φρανκ, μάλιστα, ο Κρουζ (Τομ Κρουζ Μάποθερ Δ’ ήταν το πλήρες όνομά του) έκοψε το επώνυμο του πατέρα του για να χτίσει τη δική του φήμη.
Ο γέρο Μάποθερ πέθανε από καρκίνο λίγο πριν ο γιος του πετάξει στο Λονδίνο για τα γυρίσματα του «Θρύλου» (1985) του Ρίντλεϊ Σκοτ, στο Pinewood Studios. Ο Κρουζ τον επισκέφθηκε στο νεκροκρέβατό του, γράφει η Νίκολσον στους New York Times. Hταν η πρώτη φορά που συναντήθηκαν μετά από χρόνια, αλλά δεν μίλησαν για το παρελθόν. Ο Κρουζ απλώς του κρατούσε το χέρι.
(Δείτε τη σκηνή με τον Τομ Κρουζ ως Φρανκ Μακί δίπλα στον πατέρα του)
Λίγο αργότερα, μίλησε ανοικτά για εκείνο το τελευταίο αντίο στο Rolling Stone. «Ξεκαθάρισε πολύ η ομίχλη που είχα για τον άνθρωπο», είπε ο ηθοποιός σε εκείνη τη συνέντευξη του 1986. «Είναι όλα κάπως περίπλοκα. Δεν ένιωσα μόνο ένα πράγμα», παραδέχτηκε. «Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τη δουλειά μου», πρόσθεσε, και συνέχισε λέγοντας: «Μου έδωσε έναν χώρο για να αντιμετωπίσω όλα αυτά τα συναισθήματα».
Η αλήθεια είναι ότι ειδικά η «Μανόλια» του πρόσφερε τον χώρο για να τα τιμήσει. Εκείνο το δίλεπτο πλάνο στο οποίο ο Μακί καταρρέει δίπλα στο κρεβάτι του πατέρα του είναι ο πιο «γυμνός» Κρουζ που έχουμε δει ποτέ στην οθόνη, μια αυθεντικά σπαρακτική στιγμή απελευθέρωσης και η μοναδική.
Τις πρώτες δύο και πλέον δεκαετίες της καριέρας του, από το «Risky Business» (1983) και το «Top Gun» (1986) μέχρι τον «Πόλεμο των Κόσμων» (2005), με τις λαμπερές ερμηνείες του, ο Κρουζ αναδείχτηκε σε τόσο εκθαμβωτικό σούπερ σταρ, που το κοινό έχασε τις λεπτές αποχρώσεις της υποκριτικής του. Ωστόσο, είχε το θάρρος να τις αποκαλύψει σε εκείνες τις δύο ταινίες του 1999. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ο Τομ Κρουζ καταξιώνεται για τα ριψοκίνδυνα ακροβατικά του, όχι όμως για ριψοκίνδυνους ρόλους. Ας ελπίσουμε ότι θα τολμήσει να ξεγυμνωθεί και πάλι μπροστά στην κάμερα. Απέδειξε ότι μπορεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News