Ενα από τα σοβαρότερα προβλήματα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπο το ελληνικό κράτος όταν αποβίβαζε το εκστρατευτικό σώμα στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919 (παλαιό ημερολόγιο) ήταν οικονομικής φύσεως. Μαζί με τους στρατιώτες και τους κρατικούς υπαλλήλους της Υπατης Αρμοστείας ήρθε και η δραχμή, σε έναν τόπο όμως που χρησιμοποιούσε την τουρκική λίρα. Βρέθηκε λοιπόν στην παράδοξη θέση να πρέπει να προστατεύσει και τα δύο! Ο λόγος ήταν ότι από τη μία το εθνικό νόμισμα, λόγω της αθρόας προσφοράς του (μισθοδοσία στρατού κ.λπ.) δεχόταν κερδοσκοπικές επιθέσεις και συνεχή υποτίμηση, ενώ από την άλλη το τουρκικό, που παρέμενε το μόνο επισήμως αναγνωρισμένο, με βάση τουλάχιστον το ισχύον status quo, ενισχυόταν, καθώς ήταν απαραίτητο στις συναλλαγές και είχε καλύτερη απόδοση.
Η λύση που επιλέχθηκε για να ελεγχθεί η κατάσταση ήταν η ίδρυση εν τέλει υποκαταστήματος της ΕΤΕ στη Σμύρνη, της μόνης τράπεζας με το προνόμιο έκδοσης των ελληνικών χαρτονομισμάτων, και μάλιστα κατ’ εξαίρεση στην έως τότε πολιτική της να μην έχει παρουσία εκτός συνόρων. Ο άνθρωπος στον οποίο εμπιστεύθηκαν το έργο ήταν ο επιθεωρητής και επιφανής οικονομολόγος Αλέξανδρος Κορυζής (1885-1941), μετέπειτα πρωθυπουργός που διαδέχθηκε τον Ιωάννη Μεταξά, για να αυτοκτονήσει δώδεκα ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή.
Το κατεπείγον του όλου πράγματος οδήγησε στην απόφαση η ΕΤΕ να λειτουργήσει σε ένα υφιστάμενο οικοδόμημα, όπου ως τότε στεγαζόταν το Χρηματιστήριο Σμύρνης, ή αλλιώς η «Μπόρσα» των Σμυρνιών, υπογραμμίζοντας την ούτως ή άλλως στενή σχέση της εμπορικής πίστης με την τραπεζική. Το έργο της απαραίτητης ανακαίνισης ανατέθηκε σε έναν φημισμένο Ελληνα αρχιτέκτονα εκείνης της εποχής, τον Ιγνάτιο Βαφειάδη, έργο του οποίου ήταν ένα ακόμα εμβληματικό κτίριο του Κε, η Τράπεζα της Ανατολής. Μέσα σε μόλις έξι μήνες και με κόστος μεγαλύτερο του μισού εκατομμυρίου δραχμών, ο Βαφειάδης παρέδωσε ένα κτίσμα κυριολεκτικά αγνώριστο. Εξωτερικά είχε μετατραπεί σε κομψοτέχνημα της Art Nouveau, που διέθετε αίθουσες συναλλαγών, θησαυροφυλάκιο και ηλεκτροδότηση. Πιθανότατα δε να επέλεξε αυτό το ύφος και όχι κάποιο αυστηρό, που να παραπέμπει στην αρχαία Ελλάδα, ως απάντηση στο εξίσου πομπώδες της ιταλικής Banca di Roma, το οποίο στεκόταν μερικές δεκάδες μέτρα μακρύτερα.
Αν όμως ο νομισματικός «πόλεμος» υπήρξε η αφορμή για την παρουσία του Κορυζή στη Σμύρνη, ο ρόλος του δεν περιορίστηκε σε αυτόν. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος και οι συνεργάτες του (Θ. Θεμενάκης, Σπ. Αναστασόπουλος και Γ. Τρακάκης) συνέστησαν ένα ιδιότυπο υπουργείο Οικονομικών, το οποίο υπαγόταν στην Υπατη Αρμοστεία, με αντικείμενο τη μελέτη του εμπορίου, της βιομηχανίας, της γεωργίας και του εθνικού πλούτου των νέων εδαφών. Οι πολύτιμες για εμάς τους ερευνητές εκθέσεις τους καταγράφουν με μεγάλη ακρίβεια την κατάσταση που συνάντησαν, θέτοντας τις βάσεις για την ανάπτυξη, όταν η περιοχή θα ενσωματωνόταν στον ελλαδικό κορμό.
Εκτός από τη μάχη της προπαγάνδας και των ισοτιμιών και παρά τα ποικίλα προβλήματα, τα τρία χρόνια της παρουσίας της στη Σμύρνη η ΕΤΕ αναδείχθηκε νικήτρια και σε άλλους τομείς. Συγκεκριμένα, εξυπηρέτησε με πλήρη επάρκεια τις ταμειακές και επισιτιστικές ανάγκες του Ελληνικού Στρατού, κατάφερε να τραβήξει πελάτες (ιδιώτες και εταιρείες) από τις υπόλοιπες έντεκα τράπεζες της πόλης, ενώ τον πρώτο καιρό στήριξε με δάνεια τους έλληνες πρόσφυγες αγρότες που επέστρεφαν στις εστίες τους μετά τον ξεριζωμό του 1914. Οι δε Ελληνες Σμυρνιοί την αγκάλιασαν σχεδόν στο σύνολό τους, ακόμα κι αφού η βενιζελική διοίκηση αντικαταστάθηκε από τους βασιλικούς, όπως υπενθυμίζει η επιζωγραφισμένη σημαία με τον θυρεό, στις ήδη τυπωμένες καρτ ποστάλ της τράπεζας!
Τις δραματικές ώρες του Σεπτέμβρη του ’22, λίγο πριν από την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, ο Θωμάς Θεμενάκης, ο τελευταίος υπάλληλος της ΕΤΕ που παρέμεινε στην πόλη, προσπάθησε να σώσει ό,τι μπορούσε, προβλέποντας ότι ως ελληνικό ίδρυμα θα δεχόταν σίγουρα το μένος του. Τα κλειδιά της Εθνικής και μαζί των γεμάτων εμπορεύματα αποθηκών, τα παρέδωσε για ασφάλεια στην Τράπεζα Αθηνών. Η ειρωνεία όμως της τύχης ήταν να σωθεί η πρώτη και να καεί ολοσχερώς η δεύτερη. Τα χρόνια που ακολούθησαν, το κτίριο αξιοποιήθηκε ως Κεντρικό Ταχυδρομείο και σήμερα στεγάζει πλέον την Επαρχιακή Διεύθυνση Πολιτισμού και Τουρισμού.
Σήμερα, με εξαίρεση τον μικρό γωνιακό πυργίσκο με τον κομψό του τρούλο και τη μεγάλη επιγραφή που αφαιρέθηκαν, το κτίριο της Εθνικής παραμένει αλώβητο στην Προκυμαία της Σμύρνης και μας μεταφέρει νοερά πίσω, στα χρόνια της ακμής της πόλης πριν το 1922. Μπορεί η ιστορική αξία του ως μέρος της τραπεζικής ιστορίας μας να θεωρείται αδιαμφισβήτητη, η συμβολική του, ωστόσο, είναι τεράστια, καθώς 100 χρόνια μετά στέκει ακόμα εκεί, μοναδικός μάρτυρας, για να θυμίζει τη 40μηνη παρουσία του ελληνικού κράτους στη Μικρασία.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Βερέμης Θ. και K. Kωστής, «H Eθνική Tράπεζα στη Mικρά Aσία (1919-1922)», Aθήνα, Mορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης (MIET), 1984
Κλεάνθης Φ., «Η ελληνική Σμύρνη», Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1996
Πουλημένος Γ. και Α. Χατζηκωνσταντίνου, «Η προκυμαία της Σμύρνης: Ανιχνεύοντας ένα σύμβολο προόδου και μεγαλείου», εκδόσεις Καπόν, 2018 (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2019)
Τρακάκης Γ., «Η βιομηχανία εν Σμύρνη και εν τη ελληνική Μικρασία», Τροχαλία, 1994
* Ο Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου είναι γεωλόγος-γεωγράφος, μελετητής της Ιστορίας της Σμύρνης
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News