Δεν ξέρω αν ευδοκιμήσουν τελικά οι απειλές του κ. Τσίπρα, αν «οι μεγάλοι» φοβηθούν και κάνουν πίσω. Όλα μπορούνε να συμβούν, ακόμα και στις καλύτερες των οικογενειών. Όταν ο επαναστατημένος γιός τα παίρνει στο κρανίο — οι ορμόνες τον έχουν βαρέσει στο κεφάλι— και δεν αφήνει όρθιο λαμπόγυαλο.
Ποιος τολμάει τότε να του πάει κόντρα; Του κάνεις όλα τα χατίρια, πετάει ο γάιδαρος πετάει, κι αφήνεις να καταλαγιάσει η εφηβική αντάρα. Ούτε ξεσυνερίζεσαι τον παραλογισμό του ούτε απαντάς στις (δίκαιες ή) άδικες αιτιάσεις τού τύπου: ‘σου είπα εγώ να με γεννήσεις; Ποιος με ρώτησε εμένα;’. Απλώς, αποφεύγεις να οξύνεις καταστάσεις.
Αυτά για τον δεκαεφτάχρονο. Όμως αν παραμένει αλλοπρόσαλλος και στα 38, δεν μπορείς να έχεις πια καμιά εμπιστοσύνη. Τον ξαποστέλνεις κι ας πάει να βρει τον δρόμο του.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Πρόεδρο του Σύριζα. Αναρωτιέσαι από πού πηγάζει η θεωρητική του βεβαιότητα, το ζοριλίκι και η εμμονή. Ίσως –λες– οι μαθητικές επιτυχίες του, ο αέρας των Βορείων Προαστίων ή, το πιθανότερο, η άγνοια. Γιατί στην ουσία ο κ. Τσίπρας είναι μόρφωμα της Πασοκικής τριακονταετίας. Εκπαιδεύτηκε με τις μεθόδους αμφοτέρων των κομμάτων εξουσίας και με μέσα εποπτικά τη συνδικαλιστική κουλτούρα τού εκβιασμού, της ήσσονος προσπάθειας και της ατιμωρησίας.
Τι σημασία έχει που κοιμότανε με το Κεφάλαιο του Μαρξ κάτω απ’ το μαξιλάρι του – ίσα, ίσα. Γαλουχημένος με την ανιστόρητη αντίληψη «εδώ και τώρα» και με το αξίωμα «τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα», διέπεται από μια γηπεδική θεώρηση της πολιτικής. Από την οποία εμφορείται σύμπαν σχεδόν το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Δεν υπάρχει λχ καμία διαφορά ανάμεσα στους κυρίους Τσίπρα, Σαμαρά ή Βενιζέλο ως προς τη δημαγωγική προσέγγιση των πολιτών. Στο ίδιο περιβάλλον της πολιτικής ζωής ανδρώθηκαν, με τα νάματα του διαβρωτικού λαϊκισμού καλλιεργήθηκαν, από τα ίδια αξιακά συστήματα εμπνεύστηκαν: «Στη Δημοκρατία κάνουμε ό,τι θέλουμε» κι «ο λαός έχει μόνο δικαιώματα, όχι υποχρεώσεις».
Ο κ. Τσίπρας αποτελεί όψιμο θρέμμα αυτής της αποσαθρωμένης εποχής. Και αν ζούσαμε σε μια ευνομούμενη (άμποτε) και αναγεννημένη χώρα, θα ήταν ως πολιτική οντότητα μια γραφική φωνή διαμαρτυρίας. Τίποτε περισσότερο.
Κι αυτό καταφάνηκε από την ανεπαρκή παρουσία του στην Ευρώπη, όταν πλέον βγήκε έξω απ’ τα όρια της γειτονιάς του. Για να υποκινήσει, υποτίθεται, έναν πανευρωπαϊκό ξεσηκωμό. Αν είχε μιαν ευρύτερη αντίληψη του ρόλου του και επίγνωση τι πολυσήμαντα εντέλει θέματα χειρίζεται, θα φρόντιζε να πάει με γερή αρματωσιά: ως πειστικός εισηγητής του οράματός του, φορέας μιας ανατροπής ελπιδοφόρας· όχι σαν οπαδός ομάδας που απειλεί τους – εξίσου αλαζόνες – αντιπάλους του στο γήπεδό τους.
Τίποτα δεν άλλαξε, φοβάμαι, στη συμπεριφορά ενός μελλοντικού πρωθυπουργού αφότου ήταν πρόεδρος 15μελούς. Ίσα ίσα, ενισχύθηκε η εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Η οποία πείθει έναν κόσμο απελπισμένο και ανασφαλή. (Ένας ταξιτζής προχθές μου έλεγε «δεν μ’ ενδιαφέρει αν γυρίσουμε στη δραχμή, αρκεί ο Τσίπρας να διορίσει τα παιδιά μου στο Δημόσιο»). Έτσι είναι. Όταν η μαχητικότητα μετατρέπεται σε νταηλίκι και μαγκιά, ο πολιτικός λόγος εκφυλίζεται σε επικίνδυνο λαϊκισμό. Κι ας τον ερμηνεύουνε πολλοί σαν εθνική αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη μας φορά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News