Η μήνυση που κατέθεσε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατά του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σταύρου Τσακυράκη, είναι πρωτοφανής για ένα Κράτος Δικαίου. Αυτός είναι ο λόγος που έδωσα στο σχετικό άρθρο μου στο Protagon τον τίτλο «Μαύρη ημέρα για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα».
Σήμερα δυστυχώς είμαι αναγκασμένος να επανέλθω σ’ αυτό το ιδιαίτερα δυσάρεστο και καθόλου τιμητικό για την ελληνική Δικαιοσύνη ζήτημα, διότι τη μήνυση ακολούθησαν δύο θεσμικά απαράδεκτες ανακοινώσεις. Την πρώτη εξέδωσε η προέδρος του Αρείου Πάγου και τη δεύτερη η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Αυτές οι δύο ανακοινώσεις όχι μόνο επιβεβαίωσαν την απαισιόδοξη και ενστικτώδη αντίδρασή μου όταν έγραψα το πρώτο άρθρο αλλά έκαναν τα πράγματα πολύ χειρότερα. Μετά από αυτές τις δύο ανακοινώσεις είναι ολοφάνερο ότι αυτή η υπόθεση θα επιφέρει ένα σοβαρό πλήγμα στο κύρος της ελληνικής Δικαιοσύνης. Θα προκαλέσει σοβαρές αμφισβητήσεις για την αμεροληψία της και θα την εκθέσει διεθνώς.
Ας ξεκινήσουμε με τη δήλωση της Προέδρου του Αρείου Πάγου που έλαβε τη μορφή ανακοίνωσης, κυκλοφόρησε σε επιστολόχαρτο του ανώτατου δικαστηρίου και αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του! Στην «ανακοίνωση» αυτή η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κάνει (μεταξύ των άλλων) και τα εξής:
(α) επιχειρεί να απαξιώσει τους 14 κορυφαίους Έλληνες Συνταγματολόγους που αντέδρασαν (όπως ήταν υποχρέωσή τους) ευπρεπώς αλλά αποφασιστικά στο πρωτοφανές γεγονός της μήνυσης.
(β) επιχειρεί να διδάξει στους 14 Καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου την ορθή ερμηνεία των κανόνων δικαίου που χρησιμοποιεί στη μήνυσή της αλλά και …την ορθή χρήση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με το κείμενο της ανακοίνωσης, η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να περιοριστεί η… άσκηση μιας ατομικής ελευθερίας!
(γ) ζητά επίμονα από τον Σταύρο Τσακυράκη να αυτολογοκριθεί και να διαγράψει το κείμενό του από τον ιστότοπό του ενώ από τους συναδέλφους του Καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου ζητά να του «συστήσουν» να το πράξει!
(δ) όχι μόνο ταυτίζει το πρόσωπό της με τη θεσμική της θέση αλλά υποστηρίζει ότι η κριτική που της ασκήθηκε ισοδυναμεί με «προσπάθεια προσβολής του κύρους του θεσμού της Δικαιοσύνης» (sic)!!!
Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Θεωρώ ότι είναι περιττό, διότι μπορείτε να βγάλετε τα συμπεράσματά σας χωρίς να είστε καν νομικοί. Αλλωστε, για όσους διάβασαν το κείμενο της μήνυσης, αυτή η «ανακοίνωση» με το συγκεκριμένο ύφος και περιεχόμενο ήταν αναμενόμενη.
Οι δικαστές που θα έχουν την κακοτυχία να αναλάβουν την υπόθεση θα πρέπει, αν έχουν διαφορετική άποψη, να έρθουν αναγκαστικά σε σύγκρουση με την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων!
Αλλά η δεύτερη ανακοίνωση ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Πρόκειται για την ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Αυτή η ανακοίνωση είναι ό,τι χειρότερο μπορούσε να ακολουθήσει όσα πολύ θλιβερά προηγήθηκαν.
Ομολογώ ότι μετά από 31 χρόνια ενασχόλησής μου με τη Νομική Επιστήμη (14 σπουδών και 17 διδασκαλίας) είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι ναυτία διαβάζοντας ένα κείμενο που προέρχεται από δικαστές. Πέραν όλων των άλλων, γιατί κάνει κάτι που είναι επιστημονικά και ηθικά απαράδεκτο. Επιχειρεί να παρουσιάσει αυτήν την αδιανόητη υπόθεση ως ένα θέμα που έχει να κάνει με την «ελευθερία έκφρασης του Δικαστικού Λειτουργού»! Δηλαδή (προσέξτε παρακαλώ), για το συνδικαλιστικό όργανο των Ελλήνων Δικαστών πρόβλημα ελευθερίας της έκφρασης δεν υπάρχει όταν ποινικοποιείται η πολιτική κριτική αλλά όταν ασκείται αυτή η κριτική! Δεν αγανακτούν με τη μήνυση που κατατέθηκε για να τιμωρήσει και να αποτρέψει την κριτική, ούτε με την υπόδειξη σε συνταγματολόγους να λογοκρίνουν συνάδελφό τους, αλλά αγανακτούν με την κριτική σε τέτοιου είδους θεσμικά ανάρμοστη συμπεριφορά! Θεωρούν ότι «φιμώθηκε» η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και όχι ο Σταύρος Τσακυράκης που θα βρίσκεται στο εδώλιο μετά από μήνυση της Προέδρου!
Η επιστολή αυτή επιπλέον υπερασπίζεται πλήρως την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, υιοθετεί τις θέσεις της μέχρι κεραίας, επαναλαμβάνει τα επιχειρήματά της και την καλύπτει απόλυτα. Διαπράττει δηλαδή και όλα τα σφάλματα για τα οποία άσκησε δικαίως κριτική ο Σταύρος Τσακυράκης.
Η ανακοίνωση της Ενωσης κάνει και κάτι θεσμικά και ηθικά απρεπές: προκαταλαμβάνει τη δικαστική κρίση και εμμέσως προαναγγέλλει την καταδικαστική για τον Σταύρο Τσακυράκη ετυμηγορία.
Αυτά είναι φρικαλέα πράγματα. Από πού να ξεκινήσω; Από την τρομακτική πίεση που ασκεί πλέον προς τον «φυσικό δικαστή» όχι μόνο η βαριά παρουσία της Προέδρου του Αρείου Πάγου στο ρόλο της μηνύτριας αλλά και η ανακοίνωση της Ενωσης; Οι δικαστές που θα έχουν την κακοτυχία να αναλάβουν την υπόθεση θα πρέπει, αν έχουν διαφορετική άποψη, να έρθουν αναγκαστικά σε σύγκρουση με την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου (η οποία, με εύνοια του νομοθέτη, έχει ήδη την εξουσία να ενεργήσει πειθαρχικό έλεγχο εις βάρος τους) και την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων!
Πραγματικά δεν γνωρίζω αν υπάρχει κάποια τριτοκοσμική μπανανία που να έχουν συμβεί παρόμοια θεσμικά ευτράπελα. Είναι τόσο ζοφερή η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε, τόσο αποπνικτική για τα δικαιώματα, την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, την ακαδημαϊκή ελευθερία και κυρίως για τα θεμέλια της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, που θα ήμουν τελείως απελπισμένος αν δεν είχα πληροφορηθεί ότι η απόφαση της Ενωσης εξεδόθη με οριακή πλειοψηφία. 6 υπέρ και 5 κατά. «Υπάρχουν ακόμα Δικαστές στο Βερολίνο».
Αυτό που συμβαίνει είναι πολύ σοβαρό. Και μας φέρνει προ των ευθυνών μας. Κανείς δεν έχει την πολυτέλεια ή το δικαίωμα να αδιαφορήσει ή να σωπάσει. Διότι αυτό θα σημαίνει ότι ανέχεται και συγχωρεί όλα τα παραπάνω.
Αλλά ας ελπίσουμε ότι οι Ελληνίδες και οι Ελληνες Δικαστές θα αντιμετωπίσουν αυτήν τη δυσφημιστική για την ελληνική Δικαιοσύνη υπόθεση απορρίπτοντας τις θεσμικές υπερβάσεις και τις αθέμιτες παρεμβάσεις, υιοθετώντας τις σκέψεις ενός από τους μεγάλους Ελληνες Δικαστές που τίμησαν τη θέση του Προέδρου του Αρείου Πάγου, του αείμνηστου Στέφανου Ματθία:
«Το αίτημα για αμεροληψία του δικαστή, συνδέεται στενά προς την ανεξαρτησία του. Διότι οι κάθε είδους εξαρτήσεις του δικαστή, είτε προσωπικές είτε λειτουργικές, υπονομεύουν τόσο την υποκειμενική όσο και την αντικειμενική ιδίως δε τη δομική αμεροληψία του. Πράγματι, η αμεροληψία, πρέπει πρωτίστως να νοηθεί ως γενικό αίτημα, ως θεσμική και καθολική προϋπόθεση σύμφυτη προς τη δικαστική ιδιότητα. Και υπό την έννοια αυτή απορρέει, κατά βάση, από την ανεξαρτησία, ως θεσμική εγγύηση και ως προσωπικό βίωμα. Aμεροληψία και ανεξαρτησία αποτελούν δύο πτυχές του ίδιου ζητουμένου: της δικαστικής αντικειμενικότητας».
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News