Να ξεκινήσουμε επιστημονικά, για να δούμε την «ταυτότητά του». Το καρπούζι ανήκει στο βασίλειο των φυτών, στη συνομοταξία «αγγειόσπερμα» (Magnoliophyta), στην ομοταξία δικοτυλήδονα (Magnoliopsida), η τάξη του είναι ιώδης (Violales) και είναι γέννημα – θρέμμα της μεγάλης οικογενείας των κολοκυνθοειδών (Cucurbitaceae). Το γένος κίτρουλλος (Citrullus), το είδος C Lanatus. Κίτρουλλος ο εριώδης (Citrullus lanatus), με άλλα λόγια, χαίρω πολύ.
Η λέξη καρπούζι είναι τουρκική, αλλά ως karpuz είναι και περσική, αφού ανάγεται στη λέξη xarbuz(a). Αν πάτε στην Κύπρο θα το ακούσετε να το καλούν και «παττίχα» – με αραβικές καταγωγές αυτή η λέξη. Στην αρχαία Αίγυπτο, ο σημερινός μας γαστριμαργικός ήρωας, έχει κάνει το πέρασμά του μέχρι και σε ιερογλυφικά. Οι Κινέζοι το ανακάλυψαν τον 10ο αιώνα μ.Χ. και τρεις αιώνες αργότερα έφτασε στην Ευρώπη ως «water-melon», αφού περιέχει μεγάλες ποσότητες νερού, κατά 92%. Στα ελληνικά θα το μεταφράζαμε ως «υδροπέπων», αλλά ακούγεται πολύ «μάπα».
Και τι πρέπει να κάνεις για να μη σου βγει άγουρο, ειδικά στην περίπτωση που δεν μπορείς να το κόψεις για να δεις εσωτερικά το χρώμα του και να το δοκιμάσεις; Αρχίζεις τα ελαφρά χτυπηματάκια, περίπου στη μέση του. Αν ο ήχος που θα βγει είναι «κούφιος» και «καμπανιστός», το προϊόν είναι καλό. Αν, αντίστοιχα, ακουστεί κάτι συμπαγές, καλύτερα να αγοράσεις πεπόνια. Χτυπηματάκια, λοιπόν, «ταπ-ταπ», ακούγεται κίνκι αλλά πιάνει και αποτελεί σίγουρα έναν από τους ήχους των καλοκαιριών μας, αν και -τις περισσότερες φορές- είναι και λίγο «λαχείο» αυτή η μέθοδος. Αν δεν βγει καλό, τότε είναι «μάπα το καρπούζι»: Δηλαδή, εσωτερικά άσπρο και εντελώς άγλυκο, σα να τρως λάχανο, «μάπα», στην καθομιλουμένη.
Δείτε ολόκληρο το κείμενο εδώ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News