Θαρρώ πως ο Κρητικός γεννήθηκε από την ελιά και τον καρπό της. Δεν ξέρω άλλο λαό στη γη που να αγάπησε τόσο πολύ αυτό τον ευλογημένο καρπό. Αυτός μπορεί νάναι και ο λόγος που βρήκε τόσους τρόπους να απολαύσει τις ελιές βρώσιμες.
Κοπανιστές, κολυμβάδες, στην άλμη, σταφιδοελιές, χαρακτές ή ακόμα σε πολτό από ψίχα της ελιάς, αρωματισμένες με κόλιαντρο, κύμινο, μάραθο, ρίγανη, καυτή πιπεριά, με χυμό λεμονιού, συντηρημένες μέσα στο φυσικό χυμό τους το λάδι με αλάτι, είναι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ένα από τα κορυφαία επιδόρπια του Έλληνα.
Είμαστε κοντά στο λιομάζωμα και οι ελιές έχουν «φουσκώσει» και έχουν πάρει αυτό το μοναδικό κιτρινοπράσινο χρώμα. Λιακάδα μετά τις πρώτες ποτιστικές βροχές, ότι καλύτερη ημέρα για να μαζέψουμε τις πρώτες ελιές με τα χέρια μας. «Συρομαδιστές» τις λέει η μάνα μου γιατί τις σύρνουμε, τις τραβάμε δηλαδή με τα δάκτυλα μας.
Βάλαμε τα αρβυλάκια μας, πήραμε και το καλάθι με τη μάνα μου και ήρθαμε στο ραντεβού με την μουρατολιά μας. Θεόρατη σκεπάζει το μισό χωράφι. Έτσι την θυμάμαι από μικρό παιδί που ερχόμαστε με την γιαγιά μου. Μια καλαθιά ήταν αρκετή για την πρώτη μέρα.
Μια βοτσαλόπετρα την έχω φυλαγμένη, μόνο για να τσακίζω ή όπως το λέμε στο χωριό μου για να κοπανίζω τσι ελιές. Κοπανιστές τις λέμε αυτές που σπάμε την ψίχα τους συνήθως με μια μικρή πέτρα.
Αγωνιούσα πάντα πότε θάναι έτοιμες μετά από τις αλλαγές με καθαρό νερό για να ξεπικρίσουν. Τις έβαζα σ΄ ένα πιατάκι, τις πασπάλιζα με αλάτι και δεν τις χόρταινα με το ντάκο. Ήτανε και ο καιρός των καζανιών που μύριζε το χωριό από τα στράφυλα, κατέβαινε η ρακί ζεστή, φέρνανε ένα πιάτο γεμάτο κοπανιστές ελιές και όλοι απλώνανε τα χέρια τους στο ρακομεζέ.
Μάθανε και τα παιδιά μου από μικρά να τις τρώνε λες και είναι στραγάλια. Την επόμενη χρονιά θα τα πάρω μαζί μου για να μάθουνε να τις μαζεύουν και να τις κοπανίζουν.
Πάμε να γνωρίσουμε τον απλό τρόπο για να φτιάξουμε κοπανιστές ή τσακιστές ελιές που όμως έχει τα δικά του μυστικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News