Ξημέρωνε 27 του Αυγούστου και είχε ένα ολόγιομο φεγγάρι, πάνω από τη θάλασσα. Απανεμιά και το μόνο που ακουγόταν ήταν το κύμα που έσκαγε στην ακρογιαλιά. Είναι ωραία η νύχτα. Άλλοτε αμαρτωλή, νωχελική, θλιμμένη, χαρούμενη, αναλογιζόμουν τους χαρακτηρισμούς που μπορούσα να της αποδώσω, βάσει των δικών μου εμπειριών. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πάντα με γοήτευε το φεγγάρι. Ίσως γιατί εκεί που γεννήθηκα, μετρούσαν τα χρόνια σε σεληνιακά έτη.
Μα όπως και να έχει, έχει μια γοητεία, καθώς καθρεφτίζεται πάνω στη θάλασσα λες και την ντύνει με μαργαριτάρια. Προσπαθώ να αφουγκραστώ τους ψιθύρους της, μα ξεμυαλίζομαι από τους κυματισμούς, σα άλλος Οδυσσέας, αφήνομαι στο τραγούδι των Σειρήνων. «Σε ξεμυαλίζουν οι ήχοι της, αγόρι μου», άκουσα τη γιαγιά μου, να μου λέει: «Χάνεσαι βρε! Και δε θα βρεις αυτό που ψάχνεις μα και σα το ψάχνεις, θαρρείς πως το βρίσκεις; Καμμιά φορά πρέπει να το αφήνεις στην ησυχία του και θα δεις πως θα φανερωθεί από μόνο του. Μα ξημερώνει του Αγίου Φανουρίου αύριο! Άντε, μάζεψε τις σκέψεις σου, που μου άπλωσες σα πεταμένα βρακιά και τράβα κοιμήσου. Και το πρωί, θα ‘ρθω να σε βρω, να κάνουμε μια φανουρόπιτα. Και που ξέρεις, μπορεί να στο φανερώσει ο άγιος». Και γέλασα με τη σκέψη της.
Θυμάμαι πριν χρόνια, σε άλλες εποχές, που ακόμα παίζαμε σε αλάνες, ένα μεσημέρι που η γιαγιά μου με είχε βάλει να της τρίψω πορτοκάλια.
– Τι φτιάχνουμε γιαγιά;, την είχα ρωτήσει.
– Φανουρόπιτα αγόρι μου.
– Τι είναι η φανουρόπιτα γιαγιά;, πάντα με ένα γιατί στο στόμα, με θυμάμαι.
– Είναι σα κέικ, αλλά γίνεται με λάδι και πορτοκάλι, νηστίσιμη. Τη φτιάχνουμε κάθε χρόνο σα σήμερα που είναι του Αγίου Φανουρίου, για να μας «φανερώσει» τα χαμένα.
– Α! Έκανα και με το παιδικό μου μυαλό, φανταζόμουν έναν μαγικό άγιο, που σα του έφτιαχνες την πίτα του και τον καλόπιανες, να, σου εμφάνιζε με τρόπο μαγικό όλα εκείνα που είχες χάσει και σκεφτόμουν πόσες πίτες έπρεπε να φτιάξω, για να βρω τα χαμένα μου, «πολύτιμα» για την παιδικότητα μου, αντικείμενα.
«Ο παππούς σου, όσα κι αν του σέρνω, ήταν πάντα άξιος και προκομένος. Τίποτα δεν μας έλειψε κι αν δεν του άρεσε το μπαρμπούτι, να ίσαμε δυο πολυκατοικίες θα είχαμε τώρα. Αλλά… Σα ήταν ο πατέρας σου και ο μπάρμπας σου στην ηλικία που είσαι συ τώρα, είχαμε ένα ποδήλατο. Εκείνες τις εποχές, το να έχεις ποδήλατο, ήταν σα να είχες αυτοκίνητο! Μη κοιτάς τώρα που όλοι έχουν κι από τρία. Έπαιρνε λοιπόν ο Στάθης το ποδήλατο τα απογεύματα, σα γύριζε από τη δουλειά του και γυρνούσε τις πλατείες και τις γειτονιές και πουλούσε τυρόπιτες. Την ίδια κι απαράλλαχτη τυρόπιτα που φτιάχνουμε ακόμα και σήμερα για το μαγαζί», και θυμόμουν την τυρόπιτα μας, που κάθε μέρα που περνούσα από το μαγαζάκι μας πριν πάω στο σχολείο, άλλοτε την πετύχαινα στη φάση της ζύμης, άλλοτε στο γέμισμα, κι άλλοτε στο ξεφούρνισμα, που μοσχοβολούσε ο τόπος και βούταγα μια βιαστικά για το κολατσιό, γιατί στο «ξεφούρνισμα», σήμαινε πως είχα αργήσει κατά πολύ για το σχολείο.
«Μια μέρα που λες, άφαντο το ποδήλατο. Το αφήναμε κι εμείς μπροστά από το σπίτι ξεκλείδωτο, όπως αφήναμε τότε τα σπίτια μας. Κι εγώ ήμουν να σκάσω! Ο παππούς σου όμως, αυτό έχω να το λέω, φορτωνόταν το τελάρο με τις τυρόπιτες στην πλάτη και πήγαινε κάθε μέρα και πάλι στις πλατείες. Ε, τότε, του τα συγχώρεσα όλα του Στάθη. Κι αν είναι να του μοιάσεις κάπου του παππού σου, να είναι μόνο αυτό. Στην αξιοσύνη και στο φιλότιμο! Σα έχεις τούτα, μη φοβάσαι τίποτα! Θα δεις, πως θα στο αναγνωρίσει η ζωή. Που λες, όπως σου έλεγα, εγώ ήμουν έτοιμη να σκάσω. Είχαμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι για να πάρουμε το ποδήλατο κι να μας το κλέψουνε; Με βλέπει μια μέρα, μια γειτόνισσα, η Μαρίνα, Ροδίτισσα ήταν, καλή της ώρα και μου λέει: “Να κάνεις πίτα και να τάξεις στον Άγιο Φανούριο να σου φανερώσει το ποδήλατο Ζωϊτσα! Εμείς έτσι το ‘χουμε στη Ρόδο”.
«Μα εμείς, στα μέρη μας, δεν τον είχαμε και σε μεγάλη εκτίμηση τον άγιο. Όλα στην Παναγιά τα τάζαμε, μα ο άνθρωπος μέσα στην απελπισία του, όλα τα κάνει κι όλα τα δοκιμάζει. Συνταγή δεν είχα. Σάμπως είχα ξαναφτιάξει ποτές μου; Νηστίσιμη έπρεπε να είναι κι έκανα κι εγώ το γλυκό που κάναμε με τη μάνα μου τη Σαρακοστή. Την πήγα το απόγευμα στον εσπερινό, άναψα κι ένα κεράκι για την ψυχή της μάνας του Αγίου και τι να σου πω βρε αγόρι μου. Την επόμενη μέρα, να σου το ποδήλατο μπροστά από το σπίτι μας. Από τότε, κάθε χρόνο του Αγίου Φανουρίου, φτιάχνω την πίτα για την ψυχή της μάνας του και τίποτα άλλο δεν του ζήτησα ξανά.»
– Γιατί για τη μάνα του βρε γιαγιά;, να το πάλι εκείνο το γιατί.
«Λένε, πως η μάνα του ήταν κακός άνθρωπος κι αμαρτωλή και πως μια μέρα η Παναγιά, μεταμορφωμένη σε γριά, πέρασε και της ζήτησε ένα κρεμμύδι, να μαγειρέψει τη σούπα της. Εκείνη τότε της αποκρίθηκε πως δεν είχε κρεμμύδια κι ας κρέμονταν από το ταβάνι της αρμαθιές ολόκληρες. Γι’ αυτό της το αμάρτημα, ζήτησε ο Άγιος, να φτιάχνουν οι άνθρωποι πίτες στη γιορτή του και να τις μοιράζουν στον κόσμο, σα τη χαρά και την αγάπη που πρέπει να δίνεις απλόχερα.»
Αυτή την ημέρα σκεφτόμουν, όταν μπροστά στην μπασίνα έριχνα το ελαιόλαδο και το αναμίγνυα με το χυμό πορτοκάλι και το μέλι.
«Α, γεια σου! Θυμάσαι, βλέπω. Μισό ποτήρι ελαιόλαδο, γιατί άλλο, λάδι δεν είναι. Μα για να μη σου βαρύνει το γλυκό και ταγγίσει την επόμενη μέρα, θέλει δυόμισι ποτήρια πορτοκάλι. Μα σκέτο πορτοκάλι θα σε δώσει τη γεύση μόνο. Η μυρωδιά είναι βρε που μένει στο μυαλό, σα τη σκέψη. Γι’ αυτό πιάσε, τρίψε πρώτα τα πορτοκάλια στο ψιλό και μετά στύψε τα. Έτσι δεν θα σου πικρίσει ο χυμός και τα τρίματα, ρίχτα κι αυτά μέσα στο λάδι, να σου δώσουν το άρωμά τους. Πολλοί βάζουν ζάχαρη, μα εμένα η μάνα μου, μού έμαθε να χρησιμοποιώ το μέλι. Πορτοκαλιάς αν μπορείς να βρεις ή ανθέων μόνο, τα άλλα είναι μόνο να τα τρως κι όχι για μαγείρεμα, γιατί βαραίνουν.
«Ξεκίνα και χτύπα τώρα το λάδι δυνατά, και σιγά – σιγά, ρίχνε μια το πορτοκάλι, μια το μέλι, σα τον πόνο που διαδέχεται τη χαρά, για να φουσκώσει το λάδι. Γλυκό βρε, χωρίς βούτυρο και γάλα είναι, δυσκολεύεται να φουσκώσει και θέλει χτύπημα δυνατό, να κρατήσει τις φουσκάλες του. Θα το αφρατέψει το μέλι, θα δεις, μισό ποτήρι με τρία- τέταρτα, είναι αρκετά, για να μην ξελιγώνει, μα να δοκιμάσεις πρώτα το πορτοκάλι. Εκείνο θα σου πει πόσο μέλι να βάλεις, από τη γλυκάδα ή την ξινίλα του. Ακόμα και η ξινίλα ημερεύει, σα ακούσεις τι έχει να σου πει και κρατάς την καρδιά σου ανοιχτή και τα αυτιά σου ορθάνοιχτα.
«Σε άλλη λεκάνη τώρα, ανάμειξε το αλεύρι. Τέσσερα φλυτζάνια με δυο κουταλάκια κανέλα σκόνη και ένα μοσχοκάρυδο και μισό γαρύφαλλο. Άλλη δύναμη έχει το καθένα τους, άλλη μυρουδιά, άλλη ένταση. Σα όλες τις σκέψεις που κάνεις είναι ίδιες; Αν πέσει πολύ από το ένα, θα σου πικρίσει και δεν θα χαρείς την άλλη. Μα το να ξέρεις τι μυρουδιά σου δίνει η καθεμιά και τι ανάγκη την έχεις, τότε θα βρεις την ευτυχία σου, αγόρι μου. Κι όπως σου είπα. Εμένα μου αρέσει και βάζω και μια πρέζα μαχλέπι κι ας λένε πως είναι μόνο για τα τσουρέκια. Μου δίνει μια τσαχπινιά στα ρουθούνια. Είναι που σα χαθείς στις σκέψεις σου, άφηνέ τες και κάνε άλλες, τσαχπίνικες και θα δεις πως ξεκαθαρίζουν οι προηγούμενες. Νηστίσιμο γλυκό είναι και βοήθεια θέλει για να φουσκώσει, γι’ αυτό βάλε και τρία κουταλάκια μπέικιν. Σα την αναζήτηση των χαμένων σου, σιγοντάρισμα θέλει από γέλιο, γιατί τα δάκρυα, θολώνουν βρε αγόρι μου τα μάτια που και να σταθείς μπροστά σε εκείνο που γυρεύεις, δε θα το δεις και θα εξακολουθείς να το ψάχνεις.
«Ρίξε, τώρα σιγά- σιγά το αλεύρι στο λάδι και ανακάτευε απαλά με το χέρι. Το καλύτερο ανακάτεμα, στο ‘χω πει, γίνεται με το χέρι. Αφρατεύει έτσι η ζύμη και δε σφίγγει το γλυκό. Να νιώθεις τι έχει να σου ζητήσει, θα στο ψιθυρίσει στα δάχτυλα, θα δεις. Άλλοτε λίγο παραπάνω αλεύρι ζητά, άλλοτε λίγο παραπάνω πορτοκάλι και αν την ακούσεις καλά, θα δεις πως στέκεται και καλοπέφτει από τα δάχτυλα, σα σηκώσεις το χέρι. Ρίξε τώρα μισό φλυτζάνι σταφίδα ξανθιά και μισό φλιτζάνι καρύδι. Άλλοι τίποτα από δαύτα δεν βάζουν, μα σα είναι να το μοιράσεις και να το προσφέρεις, γενναιόδωρος να είσαι. Να χορταίνουν με την μπουκιά και να λαχταρούν την επόμενη. Έτσι να είσαι κι εσύ. Μα άκου με τώρα να σου πω ένα μυστικό. Στάξε μισό φλυτζάνι λικέρ μαστίχα που δένει με το μαχλέπι. Το γουστάρει βρε η ψυχούλα της, γιατί αναμάρτητος, κανένας δεν είναι. Μα και ζωή δίχως μικρές αμαρτίες, σα έχει νοστιμιά;
«Λάδωσε τώρα ένα ταψί, ούτε μικρό, μα ούτε μεγάλο. Σα βάλεις μικρό θα φουσκώσει πολύ και πίτα δεν θα είναι, μα σα βάλεις μεγάλο, απλώνει η ζύμη και ξεραίνεται. Έτσι και η ευτυχία σου αγόρι μου. Χώρο σωστό να κάνεις στην καρδιά και στο νου σου, ώστε να μην ξεχειλίσει και πάει χαμένη, μα ούτε και να σου μείνει λειψή. Και πριν το ψήσιμο, πασπάλισε με σουσαμάκι μπόλικο. Ομορφαίνει μωρέ η πίτα, σα τα γλυκόλογα που συνοδεύουν τις πράξεις και γαλιφιάζουν το νου. Χρειάζονται και τούτα.
«Στο φούρνο, στους 175 βαθμούς να την ψήσεις για σαράντα λεπτά μα να τηνε δεις στη μισή ώρα. Δεδομένο τίποτα να μην θεωρείς, μοναχά το θάνατο. Να τηνε προσέξεις, να δεις τι σου ζητά και σα έρθει η ώρα, βγάλτην και άφησε την να κρυώσει. Ζεστή δεν κόβεται, μήτε τρώγεται, μα να χαρείς τα αρώματα και τις μυρουδιές που θα σου χαρίσει. Κάθε τι έχει την ώρα του. Στην λειτουργία, μην την πας. Δεν χρειάζεται. Μα σε ξορκίζω βρε. Μοναχός σου μην την φας. Κόψ’ την κομμάτια, τύλιξε τα ένα- ένα και μοίρασε τα όλα. Θα δεις αγόρι μου, πως την ευτυχία, τη χαίρεσαι με το μοίρασμα. Αυτός είναι ο τρόπος της.»
Και σαν έκανα, όλα όσα μου ορμήνεψε η κυρά Ζωή, σκεφτόμουν τι ζητούσα να μου φανερωθεί το προηγούμενο βράδυ που κοιτούσα το φεγγάρι και συνειδητοποίησα, πως ό,τι έψαχνα, ήταν πάντα εκεί. Απλά το έψαχνα στα ξένα.
*Ο Ben Provis είναι ελληνοταϊλανδός chef και συγγραφέας και διατηρεί το blog Κρυφοκοιτάζοντας στην Κουζίνα
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News