Ένα παιδί αυτοκτόνησε, διάβασα στο διαδίκτυο και συγκλονίστηκε όλος ο κόσμος. Κρεμάστηκε τα ξημερώματα στο μπαλκόνι του σπιτιού του και για μέρες ολόκληρες, ασχολούνταν το Πανελλήνιο με το γεγονός. Πως, γιατί, επειδή και οργή. Αρχικά οργή για «εκείνους» που «έφταιγαν» κι έπειτα για τον ίδιο τον αυτόχειρα. «Αδύναμος», «μαλθακός», κάποιοι από τους χειρισμούς που του αποδόθηκαν.
Και σκέφτομαι, αναλογιζόμενος το δικό μου παρελθόν, πως χρειάζεσαι πολύ δύναμη για να θέσεις τέρμα τη ζωή σου. Να κρεμάσεις το σχοινί, να φτιάξεις τη θηλιά, να την περάσεις γύρω από το λαιμό σου, να ανέβεις πάνω στο σκαμνί και να πηδήξεις για να αφήσεις ανεκπλήρωτα όνειρα, αγαπημένους, ελπίδες και να χαθείς στο σκοτάδι.
«Τι τα σκαλίζεις μπρε και πονοκεφαλιάζεις την καρδιά σου;», άκουσα τη γιαγιά μου, να μου λέει. «Θυμάμαι βρε γιαγιά, θυμάμαι», μονολόγησα κι ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα μου στη θύμηση ενός άλλου «αδύναμου» δεκατετράχρονου.
«Έτσι σε ‘μαθα εγώ μπρε να θυμάσαι; Με το να μαραζώνεις την καρδιά σου; Η θύμηση του χθες, πρέπει να είναι με γαλήνη, αν δε μπορεί να είναι με χαρά. Ό,τι κακό κι αν έγινε, δε μπορεί κακό να σε κάνει πια. Κι αν σε κάνει…Αϊ-αϊ! Να διαφεντεύει το χθες σου το σήμερα, αλίμονο σου! Μήτε το αποδέχτηκες, μήτε το χώνεψες σημαίνει. Βαρίδι στο στομάχι γίνεται, σα τα φαγιά της Σταυρούλας. Τσιγαρίζει πολύ το κρεμμύδι η δόλια και το λέει νοστιμάδα.«
»Θες να θυμηθείς; Άντε πάρε δυο στηθοπλευρές από το χασάπη σου. Τι, δεν έχεις δικό σου χασάπη; Μπρε, έτσι σε έμαθα εγώ; Κατέβα στην αγορά και πήγαινε στον κυρ Λευτέρη. Θα του ορμηνεύσω εγώ, να πει στον εγγονό του, να σε δώκει καλό κρέας. Τι δεν με πιστεύεις; Οι πεθαμένοι γιαβρί μου, ζούμε μέσα από θυμίσεις κι αναμνήσεις και ο Σταύρος, τονέ θυμάται συχνά τον παππού του κι εκείνος».
»Τι, δεν τονέ θυμάσαι; Ένα παιδί καχεκτικό ήταν τούτος, που τον έστειλε ο πατέρας του στον παππού του, να δουλέψει στην αγορά και να αντρέψει. Να «δυναμώσει», έλεγε και τον είχε ο Λευτέρης να διαλαλεί την πραμάτεια του, να πάρει θάρρος. Θα τονέ θυμηθείς, σα τον δεις», μου είπε και τον θυμήθηκα τον Σταύρο σα τον βρήκα να διαφεντεύει το κρεοπωλείο στη θέση του παππού του και με θυμήθηκε κι εκείνος, που με έφερνε η γιαγιά στη αγορά, για να κάνει τα ψώνια της. Και μαζί, μνημονεύσαμε τους πεθαμένους μας και θαρρώ, άκουγα τη γιαγιά μου να κάνει παζάρια στον κυρ Λευτέρη για την τιμή του κρέατος.
– Τι τις θες τις στηθοπλευρές;, με ρώτησε ο Σταύρος. Κανείς δεν τις παίρνει πια κι εγώ φέρνω λίγες.
– Καβουρμά θέλω να κάνω, του απάντησα.
– Καβουρμά; Που τον θυμήθηκες;
– ‘Έλα μου ντε!
– Θα σου δώσω και μοσχαρίσια κόκκαλα, να τα βράσεις μαζί για να βάλεις το μεδούλι μέσα, έτσι τα έκανε ο παππούς μου, είπε και σα να είδα τη γιαγιά μου να μου κλείνει το μάτι και να ακουμπά το δεξί της δείκτη στον κρόταφο λέγοντας μου: Είδες για να έχεις δικό σου χασάπη; και χαμογέλασα.
Από μικρός έμαθα πως οι λέξεις έχουν δύναμη, κυρίως για να πληγώνουν καθώς άκουγα καθημερινά διάφορες λέξεις, σα βουρδουλιές στην ψυχή. Μα η ψυχή, είναι ένα μικρό παιδί και μαθαίνει να φοβάται, σα εσύ ο ίδιος δεν την αγκαλιάσεις, δεν την προστατέψεις, δεν την κανακέψεις, μα κι αυτό, πρέπει εσύ ο ίδιος να το μάθεις ή τουλάχιστον κάποιος να στο ψιθυρίσει τρυφερά στην καρδιά.
– Τι βαραίνει την καρδούλα σου, γιαβρί μου;, με είχε ρωτήσει ένα απόγευμα των δεκατεσσάρων μου χρόνων, σα με είδε να παλεύω με τους δικούς μου δαίμονες. Δεν της αποκρίθηκα, θεωρούσα πως θα έδειχνα αδυναμία μα εκείνη ήξερε. Όλα τα ήξερε, γιατί άκουγε τα πάντα με την καρδιά και προπάντων τη σιωπή.
«Πιάσε τούτη την πέτρα και πέταξε την στον τοίχο», μου είπε άξαφνα βάζοντας την στο χέρι μου κι απόρησα. «Τι με κοιτάς μπρε, σα χάνος. Να, πέτα την στον τοίχο της Κατίνας», μου είπε και πέταξε εκείνη τη δική της, στον τοίχο της γειτόνισσας, για να με προτρέψει να κάνω το ίδιο. «Δες τώρα που έπεσε η δική σου και που η δική μου», μου είπε και κοίταξα πόσο μακριά από τον τοίχο έπεσε η δική μου πετρούλα και πόσο κοντά η δική της. «Πες μου τώρα, ποιος από τους δυο μας είναι πιο δυνατός».
Μα τι με ρωτάει, σκεφτόμουν και της είπα το προφανές. «Πε μου τώρα τούτο. Ποιον από τους δυο μας σηκώνει πιο εύκολα κάποιος; Εσένανε ή εμένανε;», συνέχισε η γριά να με ρωτάει κι απορημένα της απάντησα πάλι το προφανές, καθότι ήμουν ένας καχεκτικός έφηβος κι εκείνη μια τροφαντή γιαγιούλα. «Ωραία λοιπόν. Εγώ είμαι πιο βαριά από σένα, αυτή είναι η δική μου δύναμη. Εύκολα δεν με μετακινείς κι εύκολα δεν με σηκώνεις. Τώρα λοιπόν σε ρωτώ. Ποιος τελικά από τους δυο μας είναι πιο δυνατός;», κι αδυνατούσα να της απαντήσω.
«Δύναμη αγόρι μου, δεν είναι πάντα το προφανές. Το πόσο δυνατά πέταξες την πέτρα. Είναι και το να μπορείς να υπομένεις, να συγχωρείς, να βρεις τη χαρά μέσα σου, να αντιστέκεσαι, να χαμογελάς, να προχωράς, να πολεμάς γι’ αυτά που πιστεύεις», μου είπε και σα βάλσαμο κάθισαν τα λόγια της στην καρδιά μου. «Άντε, έλα να με βοηθήσεις να ξάσουμε το κρέας. Θαρρώ πως έβρασε πια. Μυρίζει γλύκα ίσαμε εδώ κάτω. Αυγά μάτια με πατάτες τηγανιτές και καβουρμά ορέχτηκα μπρε και δεν έχω τη δύναμη πια να γυρίσω την κατσαρόλα», μου είπε και ανεβήκαμε στο σπίτι της.
Σα γύρισα από την αγορά καθάρισα τις στηθοπλευρές. Τις πασπάλισα μετά με χοντρό αλάτι, φρεσκο-τριμμένο πιπέρι και τις γέμισα με φρέσκο σκόρδο. «Ωραίες πλευρές σε ‘δωκε ο Σταύρος. Σιτεμένο το μοσχάρι, μα καλά έκαμες και τις αφήνεις ολοβραδίς να στραγγίξουν. Γεύση και αρώματα θα σε δώκουν μετά, μα πρόσθεσε και τούτα. Ξύδι και λίγη ζάχαρη. Βοηθά βρε το κρέας να μαλακώσει, σα την ταλαίπωρη καρδιά, που χρειάζεται φροντίδα κι όμορφα λόγια.
»Είναι δύσκολο κομμάτι η στηθοπλευρά. Σκληρό το κρέας που δεν μασιέται εύκολα. Θέλει μεράκι, να το μαγειρέψεις, μα το πετύχεις, γεύση μοναδική θα σε δώκει, έτσι ξεχωριστό που είναι. Οι άνθρωποι, γιαβρί μου, αποφεύγουν τα δύσκολα κι εύκολα δεν αναγνωρίζουν την αξία του μοναδικού. Όλοι ίδιοι θέλουνε να είναι και το διαφορετικό, δε το θέλουν, το φοβούνται θαρρώ, μη και χάσουν τη βολή τους. Έτσι αναμασούν τα ίδια και τα ίδια. Μα το να είσαι διαφορετικός αγόρι μου, δεν είναι κακό, είναι μοναδικό. Αυτό να θυμάσαι κι ας σε λένε ό,τι θέλουν οι άλλοι.
»Οι λέξεις αγόρι μου έχουν δύναμη κι ας μην βλέπεις τη δύναμη τους, μα τις αισθάνεσαι σα τις σηκώνεις στην ψυχή σου. Μα να σε πω ένα μυστικό γιαβρί μου, τη δύναμη τους την παίρνουν μοναχά από σένα και από κανέναν άλλον. Εσύ έχεις τη δύναμη, της δύναμης τους. Το τι θα κάνεις με αυτήν, εξαρτάται από σένα», θυμήθηκα μου έλεγε εκείνο το απόγευμα που ξεψάχνιζα τα κόκκαλα για τον καβουρμά της.
«Σε σιγανή φωτιά να τις βράσεις, με τα κόκκαλα όλα και κρεμμύδι μπόλικο, άκοπο και σκόρδο και κόκκους μαύρο πιπέρι και μπαχάρι και βάγιες και κόκκινο κρασί μπόλικο. Το μοναδικό, θέλει φροντίδα ιδιαίτερη, όπως του αρμόζει και θα με θυμηθείς τι ομορφιές έχει να δώκει μετά, μα από όλα χρόνο, να μεστώσει, να ωριμάσει. Τα απλά και τα συνηθισμένα, όλοι τα κάνουν και γι’ αυτό όλοι ίδιοι είναι. Πφφφ! Βαρεμάρα είναι βρε! Άκου με τώρα, σα ξάσεις το κρέας, ρίξε τώρα μπόλικο χοντρό αλάτι και τριμμένο πιπέρι.
»Γεύση και σπιρτάδα είναι ο καβουρμάς γι’ αυτό βάνε και μπούκοβο και λίγο ξύδι, για να κρατήσει, για να τονέ φυλάξεις, σα την ομορφιά της ψυχής σου, ώστε να δίνει χαρά στο αύριο, σα γίνει σήμερα. Βάνε τώρα το μεδούλι από τα κόκκαλα και λίγο από το ζωμό που έγινε και ανακάτεψέ τονε καλά. Έτσι, νια-νια να γένει και μη φοβάσαι μπρε! Να δεις πόσο όμορφο θα γίνει σα του δώκεις σχήμα και μεστώσει, σα την ψυχή βρε. Να ταλαιπωρηθεί πρέπει, να πονέσει για να την πλάσεις καταπώς θέλεις εσύ μετά. Σα είναι έτοιμος να πάρει σχήμα, χώσε μπόλικο σκόρδο μέσα. Χαχαχα!
»Τι; Φοβάσαι πως θα μυρίζεις μετά σα τονε φας; Χαχαχα! Μπρε, αυτοί που τονε γουστάρουνε τον καβουρμά, είναι μερακλήδες! Άνθρωποι αληθινοί που εκτιμούν την ομορφιά και την γεύση του. Για αυτούς προορίζεται, για αυτούς τονε φτιάχνεις κι αυτοί που τονε εκτιμούν, δεν χολοσκάνε για τη μυρωδιά του σκόρδου, αντιθέτως, το κάνουν γούστο. Έτσι κι εσύ αγόρι μου. Μην χαλαλίζεσαι για τους πολλούς, μα μονάχα για εκείνους που μπορούν να χαρούν τη γεύση σου. Άντε, τύλιξέ τονα σε ρολό.
»Παλιά, τονε γέμιζα σε έντερο, μα έντερο δεν έχουμε. Πιάσε λοιπόν τη μεμβράνη και δώσε στροφές για να σφίξει, για να κρατά το σχήμα σα το κόψεις και το σερβίρεις. Σα την ψυχή σου, τζιέρι μου, που σα την θωρακίσεις καλά μετά την ταλαιπώρια, ότι και να γένει, την ομορφιά της δεν θα χάσει. Άντε βάνε τον στο ψυγείο τώρα. Δεν τρώγεται την ίδια μέρα, να ξεκουραστεί πρέπει, να ραχατίσει πριν τον σερβίρεις κι αύριο θα κάνουμε αυγά μάτια, με πατάτες τηγανιτές και καβουρμά. Βαϊ-βαϊ και δε βαστάω. Νοστιμάδα, θα δεις πως έχουν.»
Και έκανα όλα όσα όρισε η γιαγιά μου και αναλογιζόμουν τις λέξεις που τους στέρησα τη δύναμη και τις άλλες που τους έδωσα εγώ τη δύναμή τους. Και θυμήθηκα, εκείνον τον νταή στο σχολείο, που είχε μείνει τέσσερις χρονιές στην ίδια τάξη, να με φτύνει κατάμουτρα στο σχόλασμα του σχολείου και να με βρίζει. Και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια και είδα πως εκείνος ήταν ο αδύναμος κι όχι εγώ.
Και με όση δύναμη μου επέτρεπε το μπόι μου, μα περισσότερο εκείνη που μου έδωσε η κυρά Ζωή την προηγούμενη μέρα, του έδωσα ένα χαστούκι που απέμενε να με κοιτάζει σα χάνος. Πέρασα όμως μισή ζωή, θαυμάζοντας κι επαινώντας τη δύναμη εκείνου του δεκατετράχρονου παιδιού, που λησμόνησα, πως δύναμη, δεν είναι μονάχα εκείνη που εξοστρακίζει την πέτρα και πόσο αδίκησα στην πορεία μου άλλους ανθρώπους, σα τούτο το αδικοχαμένο παιδί των ειδήσεων.
«Έλα γιαβρί μου, έλα. Κόπιασε», μου είπε σα πήγα την επόμενη μέρα μετά το σχολείο, νιώθοντας μια άγρια χαρά και δύναμη. «Έλα κι ετοιμάζομαι να ρίξω τώρα τον καβουρμά στο τηγάνι. Να μύρισε. Μοσχοβολάει ολάκερος», μου είπε καθώς μου έδινε να μυρίσω τα αρώματα του.
«Τις πατάτες αγόρι μου να τις κόβεις μικρές και να τις τηγανίζεις μονάχα σε ελαιόλαδο. Σα γίνουν, βάνε τες στο πιάτο και στο ίδιο λάδι να τηγανίσεις τα αυγά. Σα γίνουν και τούτα, μελάτα να είναι, βάνε τα στην άκρη. Χύσε τώρα το λάδι και στο ίδιο τηγάνι, ρίξε τον καβουρμά. Σε φωτιά σιγανή να τονε φτιάξεις, μη σου καεί και βαρύνει. Τώρα μόλις τον δεις να λιώνει, ρίξε μέσα τις πατάτες. Αλάτι δε θέλει, μήτε πιπέρι, γεύση όλη, ο καβουρμάς σου θα την δώσει, σα την ψυχή σου που θα δίνει χαρά. Ρίχ’ τα τώρα σε πιάτο βαθύ κι από πάνου, βάνε τα αυγά μάτια. Βάστα, μπρε λαίμαργε! Περίμενε! Δε τρώγεται έτσι. Να, σπάσε τα αυγά πρώτα κι ανακάτεψε τα όλα. Από πάνου πασπάλισε ψιλοκομμένο μαϊντανό, για να μην βαρυστομαχιάσεις μετά, σα την χαρά που γίνεται ύβρη. Σε μια μπουκιά ψωμί απάνω, άπλωσε τα και φάτο και θα δεις τι γεύσεις και τι νοστιμάδα σε δίνει.»
Και ήταν πραγματικά από τα πιο νόστιμα φαγητά που μου έφτιαξε ποτέ εκείνη. «Να σε πω τώρα κάτι άλλο. Πιο πολύ νοστιμάδα έχει, άμα τον μοιράζεσαι με άλλον, όπως τη χαρά που κουβαλάς μέσα σου. Βαστάς;»
*Ο Ben Provis είναι ελληνοταϊλανδός chef και συγγραφέας και διατηρεί το blog Κρυφοκοιτάζοντας στην Κουζίνα
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News