Βιάστηκα, βιάστηκα. Δεν έχει φτάσει ακόμη η εποχή για νόστιμα, χλοερά κολοκυθάκια. Στη λαϊκή της περασμένης Παρασκευής έμοιαζαν λαχταριστά, καταπράσινα και ψωμωμένα, το ίδιο και τα χρυσοκίτρινα που είδα παραδίπλα. Στο σπίτι πια, τα πέρασα γρήγορα από το τηγάνι και μπήκαν στη μεσημεριανή ομελέτα κομμένα σε λωρίδες.
Ουφ, άνοστα, άγουρα ακόμη, σκέφτηκα ότι θα πρέπει να μπει για τα καλά ο Μάιος για τον επόμενο εφοδιασμό. Έτσι έμειναν στο καλάθι μέχρι την Κυριακή. Αργά το βράδυ, στην ώρα της μεγάλης λιγούρας, μου ήρθε η σωτήρια ιδέα: γκρατέν! Με λίγο τρίμμα φρυγανιάς και κάμποση παρμεζάνα όλα νοστιμεύουν – είτε στο τηγάνι, είτε στον φούρνο. Κι επειδή κανείς δεν θέλει να καθαρίζει λάδια μες στα μεσάνυχτα, φούρνος και πάλι φούρνος.
Το γκρατέν του μεσονυχτίου, λοιπόν, φτιάχτηκε ως εξής:
Τα κολοκυθάκια κομμένα σε ψιλές ροδέλες (περίπου μισό εκατοστό, να μοιάζουν με τσιπς), ντομάτες επίσης, για να δώσουν τον πολύτιμο χυμό τους, και όλα μαζί ανακατεμένα μέσα σε ευρύχωρο πυρέξ. Πασπάλισα με ρίγανη, ελαιόλαδο -περίπου ένα φλυτζάνι, να καλύψει για τα καλά τον πάτο- λίγη φρυγανιά, αλάτι, πιπέρι, παρμεζάνα αρκετή (ή όποιο άλλο τριμμένο τυρί σας βρίσκεται, μόνο να είναι κάπως αλμυρό) και λίγος βασιλικός από πάνω.
Όσο τα ετοίμαζα, ζέστανα τον φούρνο στους 220°C, και τα έψησα για περίπου 40 λεπτά στην ίδια θερμοκρασία, μέχρι να ροδίσουν και να τραγανέψουν. Ξεφούρνισα αμέσως και άρχισα το τσιμπολόγημα από το πυρέξ. Λίγη βουτυράτη φέτα από δίπλα και ιδού βραδινό πρώτης τάξης!
Ό,τι περισώθηκε έγινε το μεσημεριανό της επομένης, αλλά θα μπορούσε να γίνει και επικάλυψη για την εύκολη πίτσα του bostanista. «Μη πετάξεις τίποτα!» – αυτό το σύνθημα δεν λανσάρουμε άλλωστε εδώ και καιρό;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News