Τα οικογενειακά μαγαζάκια της Λι Μεκγιούνγκ

Η Νοτιοκορεάτισσα Λι Μεκγιούνγκ είναι ζωγράφος. Με τα έργα της καταγράφει έναν άλλο τρόπο ζωής, πιο αργό και επικεντρωμένο στην κοινότητα, που πλέον έχει περάσει στο στάδιο της μνήμης. Οταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Σεούλ, η Λι Μεκγιούνγκ παντρεύτηκε, απέκτησε δύο παιδιά και μετακόμισε με την οικογένειά της στην επαρχία. Εκεί, πολλά πράγματα στη ζωή της άλλαξαν.

Τυχαία μια μέρα έπεσε πάνω σε ένα «όμορφα ερειπωμένο» παλιό μαγαζάκι στη γειτονιά, που της ξύπνησε αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία και αποφάσισε να το ζωγραφίσει. Επειδή δούλευε στο σπίτι με τα παιδιά της, επέλεξε να χρησιμοποιήσει χαρτί και πενάκι με ακρυλικό μελάνι, που είναι λιγότερο τοξικό από τις λαδομπογιές.

Χρειάστηκε περίπου δύο μήνες για να ολοκληρώσει το πρώτο της μικρό κατάστημα και διαπίστωσε ότι ήταν μια «ευχάριστη εμπειρία», που την παρηγορούσε σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής της. Μετά από εκείνη την πρώτη συνάντηση με το κατάστημα «Gwan-eum-ri» το 1997, η Λι Μεκγιούνγκ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι τα μαγαζάκια που πίστευε ότι θα ήταν πάντα εκεί έκλειναν το ένα μετά το άλλο, καθώς άλλαζαν οι συνήθειες των ανθρώπων στη Νότια Κορέα. Τότε αποφάσισε να τα αποτυπώσει στους πίνακές της, πριν εξαφανιστούν όλα και μείνει μόνο η ανάμνησή τους.

Σε μια περίοδο 26 ετών έχει ζωγραφίσει περίπου 500 μικρά καταστήματα, 40-100 ετών παλιά, με ανθισμένες κερασιές και άλλα δέντρα να τα περιβάλλουν. Ηταν καταστήματα μόλις 20 τ.μ., δηλαδή μικρότερα από τα franchise μεγάλων αλυσίδων, που τα έχουν αντικαταστήσει. Βρίσκονταν σε αγροτικές περιοχές ή σε στενά μικρών πόλεων και προσέφεραν βασικά είδη παντοπωλείου και βιομηχανικά προϊόντα. Ωστόσο, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από εμπορικά.

Αυτές οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, λέει η νοτιοκορεάτισσα ζωγράφος, ήταν σαν πατρίδες, πάντα φιλόξενες για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης, φιλικοί χώροι που γερνούσαν μαζί με τους ανθρώπους. Ηταν μαγαζάκια απαραίτητα στην κοινότητα, όπου τα παιδιά γεύονταν λιχουδιές και τα χρησιμοποιούσαν σαν παιδική χαρά, ενώ οι μεγάλοι μαζεύονταν εκεί για να ελέγξουν ο ένας την ευημερία του άλλου και να μιλήσουν για τις χαρές και τις λύπες τους.
Δείτε περισσότερα στο Instagram