Αρχές, πολύ αρχές, της δεκαετίας του ’70. Η κάμερα του… μυαλού μας κάνει ζουμ στο διαμέρισμα της Ελένης Καραΐνδρου (με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Καρά) στο Παρίσι. Σπουδάζει με υποτροφία και είναι και με έναν τρόπο αυτοεξόριστη, μακριά από τη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Πού ήμασταν; Στην κάμερα. Κοντινό στο πιάνο. Εκεί πού παίζει η ίδια στη Μαρία Φαραντούρη (και κείνη τα σιγοτραγουδά, μαθαίνοντάς τα) πρώτα τα τραγούδια της «Μεγάλης Αγρυπνίας». Το Αντινανούρισμα, ας πούμε.
Ζουμ ξανά. Στο ίδιο πιάνο. Που παίζει, αυτή τη φορά, ο Γιάννης Τσαρούχης. Διαβάζοντας τη μετάφραση του Ευριπίδη και εξηγώντας στην Ελένη Καραΐνδρου το σχέδιό του για τις «Τρωάδες» του, σε ένα πάρκινγκ της Αθήνας. Με τη Σαπφώ Νοταρά, Εκάβη. Πιο δίπλα, ο Δημήτρης Μαυρίκιος, που τραγουδούσε. Ακόμη και στις γιορτές της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ…
Κι άλλο ένα ζουμ στο πιάνο. Εκεί που παίζει η ίδια τα τραγούδια της «Αγρυπνίας» στο Μάνο Χατζιδάκι, διότι δεν έχει μαζί της εκείνη τη μέρα τη Μαρία Φαραντούρη. Κι εκείνος τής λέει: «Εσύ να τα πεις, με τη φωνή σου», όπως η ίδια η Ελένη Καραΐνδρου μου αφηγείται. «Ο Μάνος ήταν τόσο γενναιόδωρος που είχε βγει στο ραδιόφωνο και είχε πει ότι ήταν από τους καλύτερους δίσκους που είχε ακούσει τα τελευταία χρόνια».
Και παραδίπλα να ξιφουλκούν, με πνεύμα και εξευγενισμένες «μπηχτές», ο Νίκος Κούνδουρος με τον Μιχάλη Κακογιάννη. Και κάπου, στο βάθος του όλου πλάνου, ο Μίκης Θεοδωράκης. Που μόλις έχει παίξει στο Παρίσι με τη Μαρία Φαραντούρη (και με την Ελένη Καραΐνδρου στο πιάνο, αργότερα) την «Μπαλάντα του Μάουτχαουζεν»).
Ολα αυτά, έτσι σαν μια πρώτη γεύση από μια ζωή γεμάτη μουσική. Μια ζωή γεμάτη. Που κλείνει οκτώ στρογγυλές δεκαετίες. Και κάπου πέντε και κάτι δεκαετίες δημιουργίας.
Από τότε που πέρασε δίπλα της η 16χρονη νεοσσός με το όνομα Δήμητρα Γαλάνη και είπε ένα από τα πρώτα τραγούδια της «Ελένης Καρά» και ίσως το πρώτο δικό της (πριν από το «Με πνίγει τούτη η σιωπή» του Γιάννη Σπανού), το «Ποια πόρτα να χτυπήσω». Εχοντας ήδη μελοποιήσει και άλλους στίχους του Νίκου Γκάτσου, όπως στο εν λόγω, για το Μανώλη Μητσιά. Οπως και τραγούδια σε δικούς της στίχους για τον ίδιο ερμηνευτή.
Σε τραγούδια που άκουσε η ποπ σταρ της εποχής στη Γαλλία, Νάνα Μούσχουρη, και ζήτησε κάποια από αυτά να τής τα γράψουν στα γαλλικά αστέρες όπως ο Σερζ Λαμά ή ο Μισέλ Ζουρντάν. Οπως το «Je finirai par l’oublier», που έγινε τεράστια επιτυχία και πούλησε 500.000 δισκάκια τo καλοκαίρι του 1972 στα χείλη της γαλλικής νεολαίας.
Και, φανταστείτε, αυτά ήταν μόνον η αρχή μιας καριέρας πάνω από μισού αιώνα για την Ελένη Καραΐνδρου. Δεν θα θυμηθούμε εδώ τις οκτώ ταινίες που έντυσε με τη μουσική της και τις σημάδεψε, για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Σχεδόν παγκόσμιο ρεκόρ αυτό, από ό,τι η ίδια μού λέει.
Ή τα λίγα και τόσο χαρακτηριστικά τραγούδια που έδωσε για αυτές τις αγγελοπουλικές ταινίες ή και για τη θρυλική «Τιμή της αγάπης» της Τώνιας Μαρκετάκη και την επίσης θρυλική «Ρόζα» του Χριστόφορου Χριστοφή σε ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, η Μαρία Φαραντούρη και η Δήμητρα Γαλάνη. Τόσο εμβληματικά στους δύο πρώτους («Πανσέληνος ο έρωτας», «Ταξίδι στα Κύθηρα» – σε στίχους του συνεργάτη της και στην «Αγρυπνία», Κ.Χ.Μύρη, δηλαδή του Κώστα Γεωργουσόπουλου), που δεν τολμάω να φανταστώ τι θα είχε γίνει αν τούς είχε γράψει ολόκληρους δίσκους με τραγούδια εκείνη την εποχή. Με όλους στα… ντουζένια τους.
Η κάμερα κάνει τώρα βουτιά σε ένα μπαλκόνι στο Μετς. Εκεί που η Ελένη Καραΐνδρου… έτσι να κάνει, πιάνει τη θάλασσα. Τον Σαρωνικό, στο βάθος.
Δίπλα εκεί, που ο χειμωνιάτικος ήλιος και ο ήλιος των 80 Μαΐων της (που βλέπει και τα εγγόνια της να μεγαλώνουν…) φωτίζει και τη μοναδική μεγάλη και διεθνή τιμή που τής έγινε για το σύνολο της πολύτιμης καριέρας της: Το Βραβείο για τη Συνολική Προσφορά της στην Κινηματογραφική Μουσική, από τη World Soundtrack Academy, στο περίφημο Φεστιβάλ της Γάνδης, που ώς κινηματογραφικό έχει ιστορία 48 ετών και τα τελευταία 21 χρόνια δίνει και τα διεθνή βραβεία – υπέρτατη διάκριση για συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής ()είχε βραβεύσει και το Μίκη Θεοδωράκη).
Στο φεστιβάλ, πριν και κατά τη βράβευσή της, η Καραΐνδρου έδωσε και δύο συναυλίες στην Oπερα της Γάνδης, ενώ το φεστιβάλ έκανε μια τιμητική ρετροσπεκτίβα στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και παρουσίασε και έργα κινηματογραφικής μουσικής ελλήνων μετρ, διεθνών όπως και η Ελένη Καραΐνδρου: Βαγγέλης Παπαθανασίου, Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης. Μια τεράστια τιμή για την ελληνική κινηματογραφική μουσική, για τον ελληνικό κινηματογράφο και για την Ελένη Καραΐνδρου στα 80χρονά της, από την οποία – το λέει η ίδια – απουσίαζε η ελληνική πολιτεία και δεν τού έδωσε μάλλον τη σημασία που του άξιζε.
Oλα αυτά τα τιμητικά για το κοριτσάκι από ένα ορεινό χωριό, που το έλεγαν και Λυκοχώρι, επειδή το κύκλωναν κάποτε λύκοι. Το ορεινό Τείχιο, της επαρχίας Δωρίδος, στη Φωκίδα.
Eνα κοριτσάκι που ένιωσε σκληρή τη στέρηση της μάνας και στα εφτά του βρέθηκε από τη μυρωδιά του πεύκου στη μυρωδιά της βενζίνης. Στους Αμπελόκηπους του 1948, στην εμφυλιακή Αθήνα. Μεσοτοιχία με το Σινέ Φλερύ, κοντά στις αίθουσες που δίδασκε ο μαθηματικός πατέρας της.
Ανεβαίνοντας μια μέρα τη σκάλα προς τις αίθουσες, βρέθηκε μπροστά σε ένα παμπάλαιο πιάνο. Αγνωστο και παράξενο στα μάτια της. Aρχισε να το γρατζουνάει για ώρες κάθε μέρα. Ακόμη και για να διώξει τα ποντίκια… Αίφνης από την κορνίζα του παραθύρου, πάνω που σκοτείνιασε μια μέρα, βρέθηκε μπροστά σε ένα ακόμη θαύμα: τις κινηματογραφικές εικόνες. «Με το που το είδα την επόμενη μέρα τρύπωσα πίσω από την οθόνη του “Φλερύ” και άρχισα να ψάχνω τι μαγικό υπάρχει εκεί.
» Τα νεύρα μου είχαν γίνει τσατάλια που έχασα τον παράδεισό μου και τη μητέρα μου και έτσι αναγκάζονταν να με δένουν στο κρεβάτι. Το πιάνο και το σινεμά ήταν μόνη μου παρηγοριά… Ακούγοντάς με να γρατζουνάω το πιάνο, ο πατέρας μου βρήκε μια δασκάλα που άρχισε να μου μαθαίνει μουσική. Στην αρχή βαριόμουν. Oταν όμως ανακάλυψα πάνω σε ένα τραγουδάκι ότι με πειθαρχία και δουλειά μπορώ να κάνω πραγματάκια, αφέθηκα».
Εκείνο το ορφανό από μητέρα κορίτσι βρέθηκε, με υποτροφία, στο Παρίσι, συναντήθηκε με όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, κλήθηκε να δώσει ήχο σε 8 ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, έπαιξε σε μεγάλες συναυλιακές αίθουσες στην Ευρώπη και όχι μόνον, ηχογράφησε για πάνω από 30 χρόνια (πλέον) στην έγκυρη γερμανική δισκογραφική ECM του αγαπημένου φίλου της, του περίφημου μουσικού παραγωγού και μύστη Μάνφρεντ Άιχερ, βραβεύτηκε διεθνώς και έφτασε στο ορόσημο των 80.
«Πλήρης και ευγνώμων», όπως μου δηλώνει. «Μου άρεσε αυτό που είπα, διότι αυτό είμαι», προσέθεσε στην κουβέντα μας για τα 80χρονά της και τη διεθνή βράβευσή της στη ραδιοφωνική εκπομπή DeliClassic στο youfly.com Radio, ακριβώς στα 80ά γενέθλιά της.
Παραμένοντας εντυπωσιακά ενεργή. Έχοντας παραδώσει καταρχάς μουσική για τη νέα, αναμενόμενη π.κ., προ καραντίνας, ταινία «The way of the wind» του Τέρενς Μάλικ της «Λεπτής κόκκινης γραμμής». Με θέμα την ζωή του Χριστού και πρωταγωνιστή, ως Ιησού, τον πρωταγωνιστή της πολύφερνης και βραβευμένης ουγγρικής ταινίας – πρωτόλειο «Ο γιος του Σαούλ» (2015), Γκέζα Ρέρινγκ. Ταινία του νεαρότατου που Λάζλο Νέμες, που αποτύπωσε με λιγοστά μέσα ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και με Έλληνες εβραίους στο κυρίως πλάνο.
«Ο Τέρενς Μάλικ με έχει ανακαλύψει εδώ και πολλά χρόνια. Aκουγε με μανία τη μουσική μου για τις ‘Τρωάδες’ από την παράσταση του Αντώνη Αντύπα, που είχε παρουσιαστεί το 2001 στην Επίδαυρο. Αυτή η μουσική τον είχε εντυπωσιάσει και μάλιστα είχε ζητήσει από την ECM ένα δύο θέματα για την ταινία του “Το δέντρο της ζωής” που βραβεύτηκε στις Κάννες.
» Μου έστειλε και ένα μέιλ που έγραφε πάρα πολύ καλά πράγματα για τη μουσική μου. Και νομίζω χρησιμοποίησε και άλλα θέματα και σε επόμενη ταινία του. Όμως, το Μάιο του 2019 με πήρε τηλέφωνο και μού ζήτησε να συνεργαστούμε στην καινούργια του ταινία, που λεγόταν “The last planet” και πλέον λέγεται “The way of the wind” – τίτλος παρμένος από τη Βίβλο. Με τον τρόπο του Μάλικ, που έχει σπουδάσει και Φιλοσοφία και έχει δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα.
» Ο Τέρενς Μάλικ είχε διαβάσει, σε συνέντευξή μου, ότι εγώ γράφω τη μουσική πριν να γίνει το μοντάζ της ταινίας και το είχε βρει εξαιρετικά ενδιαφέρον. Αυτό ήταν πολύ καλό για μένα. Το μεγάλο πακέτο της μουσικής το πήρε το Δεκέμβρη του 2019 και ήταν πολύ ευχαριστημένος και συγκινημένος».
Oμως, δεν είναι το μόνο της σχέδιο. Ο επίσης φίλος της Ουαζντί Μουαουάντ, που είχε αυτές τις μέρες πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο της Γαλλίας το οποίο διευθύνει, τής είχε σχετικά πρόσφατα χαρίσει ένα ακόμη πεδίο λαμπρό για να δημιουργήσει μουσικά με το «Tous des Oiseaux». «Μία από τις πιο ωραίες παραστάσεις που έχω δει στη ζωή μου».
«Eχει έρθει πριν από μήνες ο Ουαζντί, έχουμε μιλήσει πολύ για το επόμενο έργο του, μου έχει στείλει κείμενα και δουλεύω πάνω σε αυτό το έργο, που θα παρουσιαστεί τέλος του ’22 ή αρχές του ‘23».
Eχει, μού λέει, πολλές – και διεθνείς – προτάσεις για συναυλίες. «Τις αντιμετωπίζω πολύ επιφυλακτικά και με πολλή επιφυλακτικότητα. Είναι του χρόνου και τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Θόδωρου (σ.σ.: Αγγελόπουλου) μού ζητάνε συναυλίες από όλα τα μέρη της Γης».
Νιώθει δικαιωμένη από τη μουσική της; – την ρώτησα στο φινάλε της κουβέντας μας στη ραδιοφωνική εκπομπή DeliClassic (στο youfly.com Radio). «Δεν απαιτούσα τίποτα από τη μουσική μου για να αισθανθώ δικαιωμένη», ήταν η άμεση και… αυστηρή απάντησή της. «Hταν η παρηγοριά της ψυχής μου. Δεν ήμουν ένας άνθρωπος που είχε μεγάλες φιλοδοξίες. Αισθάνομαι πολύ τυχερή που γεννήθηκα με αυτό το χάρισμα και μπόρεσα να λειτουργήσω και να ζήσω με αυτό. Αισθάνομαι πάρα πολύ ευγνώμων. Ξέρεις πόσες φορές μέσα μου λέω “ευχαριστώ”; Έτσι, στο Σύμπαν. Hταν η σωστή επιλογή και δεν αισθάνομαι ότι υπήρξε κάτι που να με εμποδίσει να ζήσω με αυτό που αγαπάω».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News