Μείωση της εξάρτησης και περιορισμό των κινδύνων προβλέπει η νέα εθνική στρατηγική της Γερμανίας έναντι της Κίνας, στην οποία κατέληξε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψιν την κατευναστική διάθεση του Ολαφ Σολτς αλλά και την πιο σκληρή στάση της υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ.
Το ομοσπονδιακό υπουργικό συμβούλιο συμφώνησε την Πέμπτη στο κείμενο των 64 σελίδων, το οποίο στο εξής θα αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση κάθε μορφής κυβερνητικής, αλλά και εμπορικής πολιτικής σε σχέση με την Κίνα, από την οποία η Γερμανία διατηρεί εδώ και χρόνια ιδιαίτερα ευρεία εξάρτηση.
«Συνεχίζουμε να συνεργαζόμαστε με την Κίνα, για παράδειγμα σε θέματα οικονομίας και προστασίας του κλίματος», έγραψε ο Σολτς στο Twitter, διευκρινίζοντας ωστόσο ταυτόχρονα ότι εξετάζονται κρίσιμα ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος Δικαίου και ο υγιής ανταγωνισμός.
«Οι σχέσεις με την Κίνα πρέπει να αποκτήσουν πυξίδα», έγραψε από την πλευρά της η Μπέρμποκ στο Twitter.
Η λεπτή ισορροπία στις σχέσεις με την Κίνα απασχολούσε εδώ και μήνες την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, εξαιτίας τόσο των συνθηκών όπως διαμορφώθηκαν μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία όσο και της διαφορετικής θεώρησης μεταξύ καγκελαρίας και υπουργείου Εξωτερικών.
Η Μπέρμποκ αναδεικνύει πάντα τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρίως σχετικά με τους Ουιγούρους στην επαρχία Σιντζιάνγκ, ενώ ο Σολτς, θιασώτης μιας λιγότερο ριζοσπαστικής αποσύνδεσης, αγωνίστηκε ιδιαίτερα για την είσοδο της κρατικής κινεζικής ναυτιλιακής εταιρίας Cosco στον τερματικό σταθμό των εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Αμβούργου και ήταν ο πρώτος επικεφαλής δυτικής κυβέρνησης που επισκέφθηκε το Πεκίνο μετά την επανεκλογή του Σι Τζινπίνγκ.
Μετά την έγκριση πάντως του κειμένου από το υπουργικό συμβούλιο, η γερμανίδα ΥΠΕΞ τόνισε ότι «δεν θέλουμε να αποσυνδεθούμε από την Κίνα, αλλά να ελαχιστοποιήσουμε τους κινδύνους», επισημαίνοντας ότι «το ζήτημα είναι να υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές στο εμπόριο και στις αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς αυτό ενισχύει τις αντοχές της Γερμανίας».
Στο κείμενο της εθνικής στρατηγικής αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα συνεχίσει να «ευαισθητοποιεί» σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με την Κίνα και θα εντείνει την ανταλλαγή απόψεων με τις γερμανικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Οι εταιρίες, τονίζεται, «θα πρέπει να εξετάσουν με προσοχή τις σχετικές με την Κίνα εξελίξεις, τα στοιχεία και τους κινδύνους, στο πλαίσιο των υφιστάμενων διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων». Όσο περισσότερο η Κίνα απομακρύνεται από τους κανόνες και τους όρους της διεθνούς τάξης, η οποία βασίζεται επίσης σε κανόνες, τόσο περισσότερο θα μπορούσαν να αποδειχθούν πρόβλημα ενδεχόμενες κρίσιμες εξαρτήσεις μεμονωμένων βιομηχανιών ή εταιριών από την κινεζική αγορά, προειδοποιεί η κυβέρνηση.
Η πανδημία του κορονοϊού αποκάλυψε εξαρτήσεις, π.χ. στην ιατρική τεχνολογία και στα φαρμακευτικά προϊόντα, αλλά η Γερμανία εξαρτάται από την Κίνα και σε άλλους σημαντικούς τομείς, όπως οι σπάνιες γαίες και πολλά από τα προϊόντα που απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση.
«Η συγκέντρωση σε λίγες μόνο χώρες ή ακόμη και σε μόνο μία χώρα προέλευσης πρωτογενών, ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων μπορεί να οδηγήσει σε εξαρτήσεις και μάλιστα σε πολύ κρίσιμους τομείς, όπως έδειξε και το παράδειγμα της Ρωσίας», επισημαίνουν οι συντάκτες του κυβερνητικού κειμένου, στο οποίο περιλαμβάνεται και ενότητα ειδικά για την Ταϊβάν.
«Διπλωματικές σχέσεις υπάρχουν μόνο με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας», διευκρινίζεται, αλλά σημειώνεται ακόμη ότι η Γερμανία διατηρεί στενές και καλές σχέσεις με την Ταϊβάν σε πολλούς τομείς τους οποίους επιθυμεί να επεκτείνει.
«Μια αλλαγή στο καθεστώς στα στενά της Ταϊβάν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο ειρηνικά και με αμοιβαία συναίνεση. Μια στρατιωτική κλιμάκωση θα επηρεάσει επίσης τα γερμανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα», αναφέρεται στο κείμενο.
Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν αποσχισθείσα επαρχία της και το Βερολίνο έχει εκφράσει ανησυχία σχετικά με το ενδεχόμενο το Πεκίνο να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα προκειμένου να αποκτήσει τον έλεγχο του νησιού.
Το Πεκίνο είχε αντιδράσει με οργή στο προσχέδιο της γερμανικής στρατηγικής που είχε δημοσιοποιηθεί τον περασμένο Νοέμβριο, κατηγορώντας το Βερολίνο ότι κατατάσσει την Κίνα ως «ανταγωνιστή» και «συστημικό αντίπαλο» στο πλαίσιο της «κληρονομιάς του τρόπου σκέψης του Ψυχρού Πολέμου».
«Απορρίπτουμε την υποβάθμιση της Κίνας από τη γερμανική κυβέρνηση με τα λεγόμενα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και με ψέματα και φήμες», είχε τονίσει τότε η κινεζική κυβέρνηση.
Μπέρμποκ: Πρέπει να αλλάξει η πολιτική μας απέναντι στην Κίνα
Το κείμενο της εθνικής στρατηγικής έναντι της Κίνας αποτελεί, σύμφωνα με την κυβέρνηση, την κατευθυντήρια γραμμή που θα πρέπει να ακολουθεί όχι μόνο η πολιτική της Γερμανίας, αλλά και η οικονομία.
«Η Γερμανία πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στην οικονομική της ασφάλεια και αυτό σημαίνει πάνω από όλα ελαχιστοποίηση των κινδύνων από τις μονόπλευρες εξαρτήσεις, οι οποίες δεν επηρεάζουν μόνο τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αλλά μια ολόκληρη οικονομία», δήλωσε η Αναλένα Μπέρμποκ.
Για αυτόν τον λόγο, πρόσθεσε με το βλέμμα στις κρατικές εγγυήσεις, «οι εταιρείες οι οποίες στο μέλλον παραμένουν εξαρτημένες σε μεγάλο βαθμό από την κινεζική αγορά, θα πρέπει να επωμιστούν οι ίδιες σε μεγαλύτερο βαθμό τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο».
Οι ευθύνες για ριψοκίνδυνες επιχειρηματικές αποφάσεις, πρέπει να παραμείνουν σαφείς. «Το να εμπιστεύεσαι το αόρατο χέρι της αγοράς σε καλούς καιρούς και να ζητάς το ισχυρό χέρι του κράτους στις δύσκολες στιγμές, σε περιόδους κρίσης, δεν θα λειτουργήσει μακροπρόθεσμα και, ακόμη και μια από τις ισχυρότερες οικονομίες στον κόσμο, δεν μπορεί να το κάνει», τόνισε η Μπέρμποκ.
Η Κίνα έχει αλλάξει, επομένως πρέπει να αλλάξει και η πολιτική μας έναντι της Κίνας, συνέχισε η υπουργός και επανέλαβε ότι για τη Γερμανία, «η Κίνα παραμένει εταίρος, ανταγωνιστής, συστημικός αντίπαλος, αλλά η πτυχή του συστημικού ανταγωνισμού έχει έρθει τελευταία περισσότερο στο προσκήνιο».
Σημείωσε μάλιστα τις συνεργασίες που συνάπτονται με χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και του Ινδο-Ειρηνικού Ωκεανού, ενώ παραδέχθηκε ότι «χωρίς την Κίνα δεν μπορούμε να περιορίσουμε αποτελεσματικά την κλιματική κρίση ούτε να επιτύχουμε πιο δίκαιη ευημερία στον κόσμο».
Αντιδράσεις του επιχειρηματικού κόσμου: Να μην γκρεμίσουμε τις γέφυρες
Με «μεγάλη καθυστέρηση» έρχεται η εθνική στρατηγική έναντι της Κίνας, σχολίασαν οι γερμανοί επιχειρηματίες, αναγνωρίζοντας ότι τόσο η πανδημία όσο και ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξαν την ανάγκη αναπροσαρμογής της σχέσης με την ασιατική χώρα.
Προειδοποίησαν παράλληλα ωστόσο ότι «θα ήταν λάθος να γκρεμίσουμε τις σχέσεις μας», όπως ανέφερε η Φ. Καραβίτη, ανταποκρίτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ στο Βερολίνο.
«Η αναπροσαρμογή της στρατηγικής για την Κίνα είχε καθυστερήσει πολύ», δήλωσε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Ένωσης Χονδρικής Πώλησης, Εξωτερικού Εμπορίου και Υπηρεσιών (BGA), Ντιρκ Γιαντούρα, επισημαίνοντας ότι «είναι καλό που τα ομοσπονδιακά υπουργεία κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε μια κοινή πορεία και είναι σωστό να εξετάσουμε τις αλυσίδες εφοδιασμού».
Η Ασία είναι πολλά περισσότερα από την Κίνα, είπε χαρακτηριστικά ο Γιαντούρα και τόνισε ότι «η πανδημία, αλλά και η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία έδειξαν ότι το λογικό είναι να περιοριστούν οι εμπορικοί κίνδυνοι» και να επανεξεταστεί η γερμανοκινεζική γέφυρα.
«Θα ήταν όμως λάθος να την γκρεμίσουμε», προειδοποίησε ο πρόεδρος της BGA και διευκρίνισε ότι «ελαχιστοποίηση των κινδύνων δεν σημαίνει και εγκατάλειψη όλων των επιχειρηματικών σχέσεων, καθώς η γερμανική και η κινεζική οικονομία είναι πολύ στενά συνδεδεμένες για να συμβεί κάτι τέτοιο».
Η Γερμανική Ένωση Χημικής Βιομηχανίας (VCI) χαρακτήρισε από την πλευρά της θετικό το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, έπειτα από μακρά αντιπαράθεση, συμφώνησε σε μια κοινή στρατηγική έναντι της Κίνας, αλλά τόνισε ότι πρέπει τώρα να δοθεί ο σωστός τόνος.
«Μόνο ένας ισχυρός τόπος επιχειρήσεων μπορεί να έχει και πολιτικό βάρος», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της VCI, Βόλφγκανγκ Γκρόσε Εντρουπ και ζήτησε ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανικής θέσης. «Διαφορετικά, ο παγκόσμιος πρωταθλητής εξαγωγών θα γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής ανακοινώσεων», δήλωσε.
Ο Γκρόσε Έντρουπ σημείωσε ακόμη ότι η Γερμανία είναι μεν σημαντικός παίκτης, αλλά μόνο μια ενωμένη Ευρώπη μπορεί να πραγματικά αντιμετωπίσει την Κίνα επί ίσοις όροις. Η εθνική γερμανική στρατηγική είναι λοιπόν μόνο ένα βήμα, αλλά χρειάζεται η ΕΕ να επεκτείνει άμεσα τις διεθνείς εταιρικές σχέσεις της, π.χ. με τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, υπογράμμισε.
Από την πλευρά των οικονομολόγων, ο επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Μαρσέλ Φράτσερ επαίνεσε τη νέα στρατηγική της κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντάς την «έξυπνη», αλλά επέκρινε και κάποια «αδύνατα σημεία» της.
Πρόκειται, δήλωσε, για μια προσπάθεια να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της Κίνας ως ανταγωνιστή και της Κίνας ως εταίρου της Γερμανίας, αλλά μένει ασαφές το πώς θα επιτευχθούν οι δηλωμένοι στόχοι της κυβέρνησης και πώς θα προστατευθούν οι αξίες.
«Η ανησυχητική αλήθεια είναι ότι η Γερμανία εξαρτάται τόσο πολύ από την Κίνα που η ταχεία μείωση αυτής της εξάρτησης και των κινδύνων φαίνεται μη ρεαλιστική», τόνισε.
Το 2022 διακινήθηκαν μεταξύ Γερμανίας και Κίνας αγαθά αξίας περίπου 298 δισεκατομμυρίων ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 21% σε σύγκριση με το 2021.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News