Αγριο θηρίο με ακίνητο γέλιο, ο θεός Διόνυσος έχει εισβάλει στη Θήβα και η βακχεία πρέπει να επιβληθεί. Η Θήβα είναι η πάνλευκη σκηνή στη μεγάλη αίθουσα της Στέγης, με τον λευκό κύκλο ψηλά και το απόκοσμο παγωμένο γαλάζιο-λευκό φως στο βάθος. Ο θεός Διόνυσος, ο βασιλιάς Πενθέας που αρνήθηκε να τον αποδεχθεί, ο λαός, οι γυναίκες, η μητέρα του Πενθέα Αγαύη που τον κατασπάραξε είναι εδώ, ντυμένοι όλοι στα άσπρα. Φωτεινά γιορτινά ρούχα λίγο πριν το απόλυτο σπλάτερ. Είναι εδώ και λικνίζονται, διαρκώς, αργά, αισθαντικά στον ρυθμό της μουσικής που δεν σταματά – μικρές παύλες σιωπής όπου ακούγονται κυρίως οι ανάσες των ηθοποιών υπήρξαν δύο το πολύ τρία διάσπαρτα λεπτά κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Ο Αρης Μπινάρης (σκηνοθέτησε την παράσταση, διασκεύασε το κείμενο) έκανε αυτό που περιέγραφε πριν από την παράσταση στις συνεντεύξεις του: μια αρχαία τραγωδία σαν ροκ παράσταση. Για την ακρίβεια έκανε κάτι περισσότερο, έσκαψε πιο βαθιά και ένωσε τα ηλεκτροφόρα καλώδια που πυροδοτούν αυτό που είναι η τραγωδία και αυτό που είναι η ροκ. Εφτασε στο ένστικτο, έφτασε στο σημείο όπου η λογική συναντά την παραφροσύνη, τράβηξε αυτά τα καλώδια σε μια εκτόνωση που είχε μια συστηματική, διαρκή, εξοντωτική στο τέλος εκτόνωση. Σαν τον σεισμό που έστειλε ο Διόνυσος στο παλάτι. Το νιώθεις αυτό από τις πρώτες στιγμές που ανοίγει η αυλαία και βλέπουμε τις λευκές σιλουέτες των ηθοποιών να λικνίζονται, περιγράμματα σαφή σαν σχεδιασμένα με αλφάδι (μου θυμίζουν τα παιδικά βιβλία με τις φιγούρες που ξεκολλούν και στέκονται όρθια, με μια ελαφριά κίνηση από τον αέρα).
Και μετά η αφήγηση του μύθου, στο συγκλονιστικό κείμενο της μετάφρασης που άφησε πίσω του ο Γιώργος Χειμωνάς, αρχίζει μηχανικά, μπροστά από δυο μικρόφωνα που βρίσκονται διαρκώς στην ίδια θέση στη σκηνή, σχεδόν ρομποτικά, όσο τα σώματα συνεχίζουν να λικνίζονται. Αδιάκοπα. Ένα λίκνισμα που και αυτό, όπως και η αφήγηση θα ανεβάσουν ρυθμούς, θα βαθύνουν στο σώμα καθώς θα εξελίσσεται η δράση, καθώς ο καταλυτικός Διόνυσος του ψυχρού και βαθιά εσωτερικά πυρακτωμένου Χρήστου Λούλη αρχίζει να κηρύσσει τον λόγο του, μέχρι να τον επιβάλει.
Ενας μικρός προσωπικός θρίαμβος για τον Χρήστο Λούλη, «άγριο θηρίο με ακίνητο γέλιο» να τραγουδά το κείμενο, το σώμα να φέρει σε κίνηση αργή κάθε χειρονομία διονυσιακή και μαζί να κουβαλά κάθε σύμβολο επιβολής ενός θεού με μορφή ζώου. Τα ντραμς και το μπάσο διαρκώς να παίζουν, με τον ρυθμό της μουσικής (σύνθεση και εκτέλεση από τους Βίκτωρα Κουλουμπή στο μπάσο και Πάνο Σαρδέλη στα τύμπανα) να διαπερνά την αίθουσα και να εγκλωβίζει τον θεατή στο έργο, δέσμιο, χωρίς ούτε ένα μικρό χάσμα απόσπασης. Μια έλξη, μια μαγνητική δύναμη προς τη σκηνή και την εκεί δράση. Η δε σωματικότητα, η κίνηση των ηθοποιών όπως την επιμελήθηκε η Αμάλια Μπένετ συνέβαλε στην επιβολή μιας ατμόσφαιρας τελετής. Τελετής μύησης, επιβολής, οργίων, αίματος, σάρκας σπαρασσόμενης και σπαράζουσας.
Τα σώματα των ηθοποιών σαν να έχουν καταληφθεί από μια ανώτερη δύναμη, υπνωτισμένα, υπό την επήρεια ψυχοτρόπων, ζόμπι, με βλέμματα να τρυπούν την αίθουσα – αυτό της Καριοφυλλιάς Καραμπέτη να κόβει την ανάσα. Πριν όμως φτάσουμε στην Καραμπέτη και στην συγκλονιστική της Αγαύη, τη μάνα που διαμέλισε, κατασπάραξε το γιο της νομίζοντας ότι σκότωσε ένα μικρό λιοντάρι με χνούδι νεογνού στο κεφάλι, ανάμεσα σε αυτήν και στον Διόνυσο του Λούλη, στάθηκε ο Πενθέας του Γιώργου Γάλλου. Ο οποίος μπορεί σωματικά να υπήρξε έναν τόνο πιο πίσω από τους υπόλοιπους, όμως υποκριτικά απέδωσε όλες τις αποχρώσεις της άρνησης, του φόβου, της αμφιβολίας, της υποταγής, της μεταμόρφωσης, του σπαραγμού. «Αυτή η πόλη δεν θέλει να κοινωνήσει τις μανίες μου» ωρυόταν ο Διόνυσος-Εωσφόρος του Λούλη με φωνή που θύμιζε φρόντμαν χέβι μέταλ μπάντας και ο Πενθέας του Γάλλου ύψωνε απέναντι του τον άνθρωπο, κάθε πόρο και εσωτερικό φως και αδυναμία του ανθρώπινου.
«Οργασμός ιερός». Ο Διόνυσος έχει καταλύσει τα πάντα, οι γυναίκες φονεύουν, «τα δέντρα στάζουν αίμα», ο βρυχηθμός του θεού ακούγεται «ο βασιλιάς είναι νεκρός» και η Καριοφυλλιά Καραμπέτη με το κεφάλι του ζώου στα χέρια –που δεν είναι παρά το κεφάλι του γιου της Πενθέα- πανηγυρίζει για το θήραμά της όσο έντρομος ο πατέρας της επαναλαμβάνει «τίνος κεφάλι κρατάς στα χέρια;». Οι άσπιλες φιγούρες με τα γιορτινά λευκά και το αίμα που δεν φαίνεται πουθενά αλλά το μυρίζεις στην ατμόσφαιρα χορεύουν τον τελευταίο χορό της στιγμή της συνειδητοποίησης από την Καραμπέτη ιέρεια, τόσο σίγουρη κάτοχο του μέτρου και της μαγείας.
Εβδομήντα λεπτά διήρκεσε η παράσταση, και ήταν σαν ένα video clip μακράς διαρκείας που ήθελες να ξαναδείς. Και να ξανακούσεις, αφού το μοναδικό κείμενο των Βακχών του Ευριπίδη ακούστηκε και σωματοποιήθηκε τόσο διαφορετικά και συνάμα τόσο ταιριαστά.
Info
Bάκχες
Σκηνοθεσία: Αρης Μπινιάρης
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση Κεντρική Σκηνή
21.3.2018 – 1.4.2018
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News