Ο Τσαρλς Φ. Φίνεϊ ήταν ένας πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας, τόσο στον τομέα των καταστημάτων duty free, όσο και των επενδύσεων στις νέες τεχνολογίες. Αυτό που τον ξεχωρίζει από τους άλλους επιχειρηματίες του είδους είναι ότι είχε δωρίσει ολόκληρη την περιουσία του –ύψους 8 δισ. δολαρίων– σε φιλανθρωπίες και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί πέθανε στις 9 Οκτωβρίου, σε ηλικία 92 ετών.
Ο θάνατός του ανακοινώθηκε από την Atlantic Philanthropies, μια ομάδα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που είχε ιδρύσει και χρηματοδοτούσε ο ίδιος από την αρχή της δεκαετίας του 1980. Τον Δεκέμβριο του 2016, ο Φίνεϊ δώρισε τα τελευταία του 7 εκατομμύρια στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ και άδειασε τα ταμεία των ιδρυμάτων, εκπληρώνοντας παράλληλα τον στόχο της ζωής του, που ήταν να παραχωρήσει όλα του τα χρήματα.
Ο Φίνεϊ είχε δημιουργήσει περιουσία 8 δισ. με την πάροδο του χρόνου, αλλά στο τέλος κράτησε μόλις 2 εκατομμύρια για τον ίδιο και τα πέντε ενήλικα παιδιά του. Οι φιλανθρωπικές του δραστηριότητες, όπως αναφέρεται στη νεκρολογία του στους New York Times, διεξάγονταν πάντα χωρίς ο ίδιος να αποκαλύπτει την ταυτότητά του.
Ο Μπιλ Γκέιτς τον είχε αποκαλέσει «έναν εκπληκτικό άνθρωπο και υπόδειγμα για όλους», ενώ ο Γουόρεν Μπάφετ τού είχε απονείμει το βραβείο για τα επιτεύγματα ζωής του Forbes 400 το 2014, αποκαλώντας τον «ο ήρωάς μου, ο ήρωας του Μπιλ Γκέιτς και ένας άνθρωπος που έπρεπε να είναι ο ήρωας όλων».
Ο Φίνεϊ είχε δωρίσει ανώνυμα πολλά εκατομμύρια σε πανεπιστήμια, νοσοκομεία, επιστημονικές έρευνες, ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και δεκάδες άλλους θεσμούς, στις ΗΠΑ, το Βιετνάμ, τη Νότια Αφρική, την Αυστραλία, το Ισραήλ, την Ιορδανία και άλλες χώρες.
Με καταγωγή από τη Βόρεια Ιρλανδία, ο Φίνεϊ επισκεπτόταν συχνά την πατρίδα του και πρόσφερε τη βοήθειά του τόσο στο Σιν Φέιν –το πολιτικό σκέλος του ΙRΑ– όσο και στους Προτεστάντες του Ολστερ, φέρνοντας κοντά τις δύο πλευρές και βοηθώντας σημαντικά στην επίτευξη της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής που τερμάτισε τις αιματηρές εχθροπραξίες.
Αυτή είναι και η μόνη ευρέως γνωστή από τις μη επιχειρηματικές δραστηριότητές του. Τα υπόλοιπα χρήματα δίνονταν πάντα με ανώνυμες επιταγές, προκειμένου να προστατευθεί η ταυτότητα του δωρητή. Ούτε οι αποδέκτες γνώριζαν ποιος είναι, ενώ οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί του είχαν ως έδρα τις Βερμούδες, προκειμένου να παρακαμφθούν οι νόμοι στις ΗΠΑ που απαιτούν την αποκάλυψη των στοιχείων των δωρητών. Γι’ αυτόν το λόγο δεν είχε και το προνόμιο της επιστροφής φόρων από τα χρήματα που δώριζε.
Ο Φίνεϊ ήταν αυτοδημιούργητος, μας πληροφορούν οι ΝΥΤ. Μεγάλωσε σε μια φτωχή καθολική οικογένεια στο Νιου Τζέρσι, υπηρέτησε στην αεροπορία των ΗΠΑ και σπούδασε Διοίκηση Ξενοδοχείων. Μπήκε στις επιχειρήσεις των duty free, πουλώντας αλκοόλ, τσιγάρα και αρώματα στους αμερικανούς στρατιώτες που έφευγαν για να υπηρετήσουν στις βάσεις στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1950.
Οι επιχειρήσεις του γιγαντώθηκαν πολύ σύντομα και όταν άρχισε να επενδύει στις νέες τεχνολογίες, έγινε ένας πάρα πολύ πλούσιος άνθρωπος και ζούσε μια πολυτελή ζωή, που δεν τον ικανοποιούσε καθόλου. Αρχισε να έχει αμφιβολίες για το κατά πόσον ήταν ηθικό να έχει τόσα χρήματα. Οταν ρωτήθηκε κάποια στιγμή πόσο πλούσιος είναι, απάντησε: «Τι σημαίνει πλούσιος; Πόσα χρήματα σημαίνουν ότι κάποιος είναι πλούσιος; Εχω περισσότερα από όσα δικαιούμαι. Εχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι τα χρήματα και όσα μπορούν να αγοράσουν δεν μου λένε απολύτως τίποτε».
Σταδιακά σταμάτησε να ζει όπως πριν, απείχε από τις κοσμικές εκδηλώσεις, πετούσε στην οικονομική θέση, αγόραζε ρούχα από φτηνά μαγαζιά, πούλησε τις λιμουζίνες του και χρησιμοποιούσε το μετρό. Και άρχισε να δωρίζει την περιουσία του ανώνυμα, κάτι που κάνει μόλις το 1% των αμερικανών φιλανθρώπων. Το 1982 ίδρυσε στις Βερμούδες την Atlantic Philanthropies και το 1984 μετέφερε στον οργανισμό το 38,75% των μετοχών της εταιρείας του, Duty Free Shoppers.
Οι δραστηριότητές του –σημειώνουν οι ΝΥΤ– αποκαλύφθηκαν το 1997, όταν ο συνέταιρός του και ο ίδιος πούλησαν την Duty Free Shoppers στον γαλλικό κολοσσό Louis Vuitton Moët Hennessy.
Ο Φίνεϊ είχε παντρευτεί, το 1959, τη Γαλλίδα Ντανιέλ Μοραλί-Ντανινός. Απέκτησαν μαζί πέντε παιδιά και χώρισαν τη δεκαετία του 1990. Ο Φίνεϊ έδωσε στην πρώην σύζυγό του και τα επτά σπίτια του και πάρα πολλά χρήματα. Αργότερα παντρεύτηκε τη βοηθό του, Χέλγκα Φλάιτζ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν είχε δικό του σπίτι, ούτε αυτοκίνητο, φορούσε ένα ρολόι 10 δολαρίων και ζούσε με τη σύζυγό του σε ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα δύο δωματίων στο Σαν Φρανσίσκο.
Καθώς είχε πλέον δωρίσει όλα του τα χρήματα, έκλεισε την Atlantic Philanthropies το 2020.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News