Σε ένα εργαστήριο στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι βρίσκονται στο κατώφλι μιας νέας εποχής: Σκέφτηκαν ότι αφού οι ποσότητες από τις μπανάνες που καλλιεργούνται είναι τόσο μεγάλες που θα μπορούσαν να θρέφουν 450 εκατ. ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη, πρέπει να βρουν έναν τρόπο να κάνουν το φρούτο να μη σαπίζει και να μη μαυρίζει εύκολα, ώστε να μην καταλήγουν στα σκουπίδια εκατοντάδες τόνοι. Πώς γίνεται, όμως, να παραχθεί μια μπανάνα που δεν θα χαλάει;
Το εργαστήριο αυτό, που διευθύνεται από την εταιρεία Tropic Biosciences, χρησιμοποιεί εργαλεία γενετικής επεξεργασίας για να δημιουργήσει νέες ποικιλίες. Σε μια περίοδο όπου το κλίμα αλλάζει και η άνοδος των τιμών στα προϊόντα προκαλεί σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, αυτές οι τεχνικές θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις προμήθειες τροφίμων, γράφουν οι Times.
Και το νέο νομοσχέδιο για τη γενετική τεχνολογία που ψηφίστηκε στη Βουλή των Λόρδων αυτή την εβδομάδα φαίνεται να βοηθάει τους επιστήμονες, καθώς τους υπόσχεται ότι θα τους απεγκλωβίσει από τους κανονισμούς της ΕΕ που μέχρι στιγμής εμπόδιζαν την κυκλοφορία των γονιδιακά επεξεργασμένων οργανισμών στην αγορά.
Οι βρετανοί επιστήμονες έπεσαν ήδη με τα μούτρα στη δουλειά, προκειμένου να φτιάξουν σιτάρι που θα είναι ανθεκτικό στην ξηρασία, αλλά ακόμη και… κοτόπουλα που θα έχουν ανοσία στη γρίπη των πτηνών. Και έχουν στη λίστα τους και άλλα πολλά.
Ωστόσο, το πρώτο γενετικά επεξεργασμένο προϊόν που θα βρεθεί στα ράφια των αγγλικών σούπερ μάρκετ φαίνεται ότι θα είναι η μπανάνα της εταιρείας Tropic. Το φρούτο αυτό είναι ένας από τους πυλώνες της παγκόσμιας γεωργίας –μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο εισάγει 5 δισεκατομμύρια τον χρόνο.
Περίπου 22 εκατομμύρια τόνοι εξάγονται ετησίως, κυρίως από τη Λατινική Αμερική, αποφέροντας γύρω στα 40 δισ. δολάρια. Η μπανάνα, μαζί με τον «κοντινό συγγενή» της, τις μπανάνες Αντιλλών –που δεν τρώγονται όπως οι μαλακές, αλλά χρησιμοποιούνται γενικά στο μαγείρεμα– θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την τροφή σε περισσότερους από μισό δισεκατομμύριο ανθρώπους.
Ωστόσο, η μπανάνα είναι εξαιρετικά ευπαθής, με τις περισσότερες από αυτές που καλλιεργούνται για εξαγωγή (περίπου το 60%) να πηγαίνουν χαμένες.
«Οι περισσότερες μπανάνες πετιούνται, παρά τρώγονται», δήλωσε ο Γκίλαντ Γκέρσον, διευθύνων σύμβουλος της Tropic.
Οι αγρότες πετούν τεράστιες ποσότητες φρούτων, όπως όμως και οι έμποροι λιανικής, αλλά και οι καταναλωτές. «Τα οφέλη μιας μπανάνας που δεν θα μαυρίζει και δεν θα χαλάει τόσο εύκολα, δεν θα είναι παρά πολύτιμα», δήλωσε.
Στο εργαστήριο, χιλιάδες φυτά μπανάνας –όλα κλώνοι το ένα του άλλου– ξεκινούν τη ζωή τους ως μεμονωμένα κύτταρα σε γυάλινα μπουκάλια. Αυτό είναι το στάδιο όπου το DNA τους μπορεί να περάσει από επεξεργασία. Και η Tropic εντόπισε τα γονίδια που παράγουν εκείνα τα ένζυμα τα οποία είναι υπεύθυνα για την οξείδωση της μπανάνας, τη διαδικασία αυτή δηλαδή που της αλλάζει χρώμα και την κάνει μαλακή και σκούρη σε κάποια σημεία. «Αν μια μπανάνα έχει δύο-τρεις κηλίδες πάνω της, κανείς δεν την αγοράζει» είπε ο Γκέρσον. Ως αποτέλεσμα, δισεκατομμύρια φρούτα καταλήγουν στα σκουπίδια.
Η Tropic ανακάλυψε, όμως, τον τρόπο με τον οποίο το εξωτικό φρούτο μπορεί να παραμείνει κίτρινο, φρέσκο και νόστιμο, αλλάζοντάς του το DNA.
Η διαδικασία είναι τελείως διαφορετική από την παραδοσιακή γενετική τροποποίηση (GM). Μέχρι στιγμής οι εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου δεσμεύονταν από κανονισμούς της ΕΕ που αντιμετώπιζαν τις γενετικά επεξεργασμένες καλλιέργειες σαν να ήταν γενετικώς τροποποιημένοι οργανισμοί.
Το νέο νομοσχέδιο για τη γενετική τεχνολογία περιλαμβάνει μια διάκριση η οποία θα διευκολύνει την κυκλοφορία των καλλιεργειών με γενετική επεξεργασία στην αγορά της Αγγλίας. Αλλά και τα ζώα, στο μέλλον, θα μπορούσαν να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο και τα γονίδιά τους να τίθενται σε επεξεργασία.
Η μπανάνα της Tropic που δεν μαυρίζει υποβάλλεται σε δοκιμές στις Φιλιππίνες και την Ονδούρα. Εάν όλα πάνε καλά, τα φρούτα θα είναι διαθέσιμα στην αγορά τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια.
Λιγότερες χαλασμένες μπανάνες θα σήμαιναν μικρότερες εκτάσεις καλλιέργειας, λιγότερα λιπάσματα και φυτοφάρμακα, περιορισμένο κόστος και μείωση εκπομπής άνθρακα. Και σε κάθε περίπτωση, λιγότερα τρόφιμα πεταμένα στα σκουπίδια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News