Κάποιοι «Ελληνάρες» δίδαξαν, πάλι, πολιτισμό. Από το βράδυ της Κυριακής γέμισαν το Facebook του Ρομέλου Λουκάκου και τον επίσημο ιστότοπο της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας του Βελγίου με εμετικά μηνύματα. Γιατί; Επειδή αυτός ο «παιχταράς» -η πιο ακριβή μετεγγραφή εφέτος στην Αγγλία- μας έβαλε γκολ στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», όπως είχε κάνει και στις Βρυξέλλες. Επειδή το πανηγύρισε με τα χέρια στ’ αυτιά του, όπως πάντα όταν σκοράρει. Επειδή εμείς, Λουκάκου δεν έχουμε. Επειδή η Εθνική μας έχασε. Επειδή οι Βέλγοι έχουν (πολύ) καλύτερη ομάδα.
Κράζουμε, γιατί θαυμάζουμε. Εάν δεν θαυμάζαμε, το ματς της Κυριακής δεν θα ήταν sold-out. Η Εθνική θα έπαιζε μεταξύ συγγενών και φίλων, όπως συνέβη την περασμένη Πέμπτη με την… αντιτουριστική Εσθονία. Κράζουμε, γιατί ζηλεύουμε τη «Βραζιλία της Ευρώπης», μία ομάδα που -σύμφωνα με το Transfermarkt- αξίζει 624 εκατομμύρια ευρώ. Σχεδόν πέντε φορές περισσότερο από τη δική μας (136 εκατ. ευρώ). Αλλά ποτέ, κανείς δεν αναρωτήθηκε: για ποιο λόγο αντιμετωπίζουμε την ποδοσφαιρική ανωτερότητα των Βέλγων με κακεντρέχεια – και όχι ως παράδειγμα προς μίμηση; Μία μικρή χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων είναι κι αυτοί. Γιατί να βρίσκονται στο Νο 9 της παγκόσμιας κατάταξης -πάνω από τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Αγγλία- κι εμείς να μοιραζόμαστε την 38η θέση με τη Νιγηρία;
Η αλήθεια είναι πως το Βέλγιο έχει μακρά παράδοση στα γήπεδα. Ευτύχησε να γειτνιάζει με την Ολλανδία, την πρωτεύουσα της ποδοσφαιρικής διανόησης στη δεκαετία των ’70s. Μέχρι το 1986 καμάρωσε τους συλλόγους του σε 11 ευρωπαϊκούς τελικούς (με τέσσερα τρόπαια), ενώ η εθνική του ομάδα έφτασε στον τελικό του Euro 1980 και στους ημιτελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου έξι χρόνια αργότερα. Αυτή είναι η μεγάλη μας διαφορά. Αλλά μετά το 1986, έζησε χρόνια πέτρινα, γεμάτα αποτυχίες, μιζέρια και αμφισβήτηση. Αυτή είναι η μεγάλη μας ομοιότητα.
Η αντίδραση των Βέλγων είναι διδακτική. Αφετηρία της υπήρξε ο ντροπιαστικός αποκλεισμός της εθνικής τους ομάδας, ήδη από τη φάση των Ομίλων, στο Euro που συνδιοργάνωσαν με την Ολλανδία το 2000. Οι «Κόκκινοι Διάβολοι» ηττήθηκαν από την Ιταλία (2-0), από την Τουρκία (2-0) και νίκησαν (2-1) μόνον τη Σουηδία. Δύο χρόνια πριν, στο Μουντιάλ του 1998, πάλι δεν είχαν καταφέρει να προκριθούν από τους Ομίλους. Και -το χειρότερο- εκείνα τα χρόνια έπαιζαν ένα άθλιο, παλιομοδίτικο ποδόσφαιρο, βασισμένο στη δύναμη και στο (άσκοπο) τρεχαλητό 25… άμπαλων ποδοσφαιριστών. Με έμφαση στην άμυνα και στόχο την «κλοπή» του αποτελέσματος στις αντεπιθέσεις – σας θυμίζει κάτι; Το 2001 η βελγική ομοσπονδία έκρινε ότι δεν πάει άλλο. Αλλά, περιέργως (για τα ελληνικά ήθη και έθιμα), δεν απέλυσε τον Μισέλ Σαμπλόν, προπονητή στο καταστροφικό Euro του 2000. Τουναντίον, τον προήγαγε σε τεχνικό διευθυντή και του ανέθεσε την επιχείρηση ανασυγκρότησης.
Ο Σαμπλόν δούλεψε με μία βαλίτσα στο χέρι. Επισκέφτηκε ακόμη και την πιο ταπεινή ποδοσφαιρική ακαδημία, σε πόλεις και χωριά, προσπαθώντας να πείσει όλους όσοι διοικούσαν τους βελγικούς συλλόγους ότι η χώρα πρέπει να μάθει σε όλα τα ταλεντάκια της το ίδιο, επιθετικό παιχνίδι κυριαρχίας: το σύστημα «4-3-3», το οποίο είχε επιλεγεί και για τις εθνικές ομάδες όλων των ηλικιών. Τους αράδιασε επιχειρήματα, τους μοίρασε βιβλία και φακέλους με αντίγραφα από τις μελέτες του, τους ανέλυσε τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του στο εξωτερικό. Διότι, προτού διδάξει, είχε διδαχθεί ο ίδιος. Από τους κορυφαίους. Προτού καταλήξει στο σχέδιό του παρακολούθησε τη δουλειά στις μικρές εθνικές της Γαλλίας και της Ολλανδίας: την εκγύμναση, τη διατροφή, τα μαθήματα τακτικής, την ψυχολογική προετοιμασία, την οργάνωση. Διάλεξε αυτές τις δύο «σχολές», επειδή οραματίστηκε μία ομάδα που θα παίζει το φαντεζί ποδόσφαιρο των Γάλλων με την τακτική σοφία των Ολλανδών.
Η αποστολή του δεν ήταν εύκολη. Συνάντησε πολλά αγύριστα κεφάλια. Αλλά, τα πορίσματα της έρευνάς του ήταν αποστομωτικά. Στις ακαδημίες των βελγικών συλλόγων βιντεοσκόπησε εκατοντάδες αγώνες όλων των ηλικιακών κατηγοριών. Μελετώντας το οπτικό υλικό, που ξεπερνούσε τις 1.600 ώρες, ανακάλυψε ότι στις ηλικίες 8-10 ετών κάθε παιδί ερχόταν σε επαφή με την μπάλα μόλις δύο φορές ανά 30 λεπτά παιχνιδιού. Δεν υπήρχε ίχνος δημιουργίας. Τα τμήματα υποδομής έδιναν έμφαση μόνο στο αποτέλεσμα.
Μία από τις πιο ριζοσπαστικές αλλαγές που επέβαλε, ήταν η κατάργηση της βαθμολογίας σε όλα τα πρωταθλήματα για παιδιά κάτω των 10 ετών. Ο στόχος ήταν, οι μικροί ποδοσφαιριστές να ξαναβρούν τη χαρά του παιχνιδιού. Να μάθουν, πρωτίστως, να παίζουν καλή μπάλα – όχι μόνο να κερδίζουν. Φυσικά, οι προτάσεις του Σαμπλόν δεν θα τύχαιναν απόλυτης αποδοχής, εάν η βελγική κυβέρνηση δεν τους έδινε την επισημότητα του νόμου ή του κανονισμού. Πολύ σύντομα, ένα υπερσύγχρονο προπονητικό κέντρο -μόνο για τις εθνικές ομάδες- κατασκευάστηκε λίγο έξω από τις Βρυξέλλες.
Στην περιφέρεια, σε διάφορες πόλεις, η ομοσπονδία λειτούργησε έξι ποδοσφαιρικές ακαδημίες για νέους 14 έως 18 ετών. Εκεί, τα ταλέντα που είχαν επιλέξει οι ομοσπονδιακοί προπονητές πήγαιναν για… φροντιστήριο, ξεχωριστά από τις προπονήσεις στους συλλόγους τους. Φλαμανδοί, Βαλλόνοι και Βέλγοι δεύτερης γενιάς μαζί. Μεταξύ άλλων, από αυτά τα σχολεία της μπάλας πέρασαν ο Μπεντέκε, ο Φελαϊνί, ο Ναϊνγκολάν, ο Κουρτουά, ο Μέρτενς, ο ντε Μπρόινε, ο Ντεμπελέ και ο Λουκάκου. Ο «δήμιος» της Εθνικής μας ομάδας ήταν -τότε- ένας θηριώδης αλλά εντελώς άτεχνος πιτσιρικάς. Δείτε τον σήμερα…
Το project χρειάστηκε αρκετό χρόνο και πολλή υπομονή για να αποδώσει. Το 2006 και το 2010, το Βέλγιο δεν κατόρθωσε να προκριθεί στην τελική φάση του Μουντιάλ. Τον Ιούνιο του 2007, που αποκλείστηκε από το Euro 2008, είχε κατρακυλήσει στην 61η θέση της παγκόσμιας κατάταξης της FIFA. Πιο κάτω και από την Ελλάδα την εποχή που έχανε δύο φορές από τα Νησιά Φερόε. Τα καλά σημάδια για το μέλλον, όμως, είχαν αρχίσει να φαίνονται. Το 2007 η εθνική Βελγίου U17, με πρωταγωνιστές τον Αζάρ και τον Μπεντέκε, έφτασε στους «4». Ενα χρόνο αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, οι Βέλγοι με ομάδα κάτω των 23 ετών έπαιξαν στα ημιτελικά. Δεκατρία χρόνια μετά την έναρξη της «επιχείρησης», η εθνική Ανδρών ξαναπήγε σε Παγκόσμιο Κύπελλο (2014) και τον Νοέμβριο του 2015 ανέβηκε -για πρώτη φορά στην ιστορία της- στην πρώτη θέση του ranking της της FIFA.
Σήμερα, πάνω από 20 βέλγοι ποδοσφαιριστές αγωνίζονται στην Premier League. Η Jupiler League -το μέχρι πρότινος ανυπόληπτο πρωτάθλημα της χώρας- έχει πουλήσει την εικόνα των αγώνων της σε περίπου 30 κανάλια του εξωτερικού. Το εγχώριο τηλεοπτικό συμβόλαιο για την επόμενη τριετία θα ξεπεράσει, σε αξία, τα 100 εκατ. ευρώ ετησίως. Κι εμείς, στην Ελλάδα, αντί να παραδειγματιζόμαστε, εξακολουθούμε να ζούμε για το εφήμερο αποτέλεσμα. Που όταν δεν έρχεται, μας φταίει ο Λουκάκου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News