Στη γνωστή τακτική της αναγνώρισης λαθών, «κατόπιν εορτής», κατά την εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος (σ.σ. λάθη και αστοχίες που οδήγησαν τελικά στον εκτροχιασμό του), κατέφυγε για μία ακόμη φορά ο πρώην επικεφαλής της αποστολής τους Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ελλάδα και νυν επικεφαλής του τμήματος Ευρώπης στο Ταμείο, Πολ Τόμσεν.
Μιλώντας σε εκδήλωση στο London School of Economics με θέμα “Το ΔΝΤ και η ελληνική κρίση: Μύθοι και αλήθειες” ο κ. Τόμσεν παραδέχθηκε ότι ένα από τα μεγαλύερα λάθη του Ταμείου ήταν η θέσπιση υπερφιλόδοξων στόχων για το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής.
Ο δανός οικονομολόγος παραδέχθηκε επίσης, ότι το 2010 το Ταμείο ανέμενε την πλήρη ανάκαμψη της Ελλάδας το 2018, αλλά «τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα».
«Σήμερα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι ακόμα 22% χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα, συνεπώς έχουμε πολλές εξηγήσεις να δώσουμε…», ανέφερε χαρακτηριστικά για να συμπληρώσει:
«Αν χρησιμοποιήσουμε την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πάρει έως το 2031 για να επιστρέψει η Ελλάδα στα προ κρίσης επίπεδα. Αν πάρουμε την πρόβλεψη του ΔΝΤ θα πάρει δυο-τρία χρόνια περισσότερο (έως και το 2034!). Άρα σαφώς έχουμε πολλές εξηγήσεις να δώσουμε».
«Το ΔΝΤ ζητούσε χαμηλότερα πλεονάσματα αλλά η ελληνική κυβέρνηση συμπαρατασσόταν με τους Ευρωπαίους υπέρ των υψηλότερων πλεονασμάτων θέλοντας να τους εντυπωσιάσει με την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα»
Ο επικεφαλής του τμήματος Ευρώπης του ΔΝΤ στάθηκε ιδιαίτερα στη διαχρονική έλλειψη πολιτικής στήριξης του προγράμματος στην Ελλάδα, στη συνεχιζόμενη ανάγκη περικοπής των συντάξεων «σε βιώσιμα επίπεδα» και μείωσης του ορίου αφορολόγητου εισοδήματος, ενώ διατύπωσε και μία «αβεβαιότητα» για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αν και αναγνώρισε ότι δεν είναι ένα θέμα που απασχολεί αυτή τη στιγμή τους επενδυτές.
Ο κ. Τόμσεν επανέλαβε την κριτική του για τις υψηλές δαπάνες του ελληνικού κράτους για τις συντάξεις, επισημαίνοντας ως πρόβλημα ότι οι μεταρρυθμίσεις για τη μείωσή τους ανατράπηκαν τα χρόνια μετά από τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2016 και τη λήξη του προγράμματος διάσωσης.
Οπως εξάλλου επεσήμανε το αφορολόγητο όριο σε σχέση με το μέσο μισθό είναι πάνω από δυόμισι φορές υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το 60% των μισθωτών στην Ελλάδα εξαιρούνται από τη φορολογία εισοδήματος, ποσοστό δραματικά υψηλότερο από το 20% του μέσου όρου στην ΕΕ.
«Θεμελιωδώς, η Ελλάδα συνεχίζει να προσφέρει επίπεδα συντάξεων συγκρίσιμα με αυτά των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς τα ίδια επίπεδα φορολόγησης της μεσαίας τάξης», παρατήρησε ο κ. Τόμσεν.
«Θεωρούμε πως είναι κρίσιμο για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη η Ελλάδα να κάνει αυτές τις φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, όχι για να ‘τρέχει’ υψηλότερα πλεονάσματα, το τονίζω αυτό, αλλά για να βρει πόρους για να επενδύσει και να προσφέρει καλύτερες βασικές υπηρεσίες και για να χαμηλώσει τους φόρους», συμπλήρωσε.
Στη συνέχεια της τοποθέτησης του ο Πολ Τόμσεν υποστήριξε ότι συχνά το Ταμείο κατηγορείται αδίκως, μεταξύ άλλων και από τις ελληνικές αρχές, ότι εισηγείτο περισσότερη λιτότητα.
Αυτό, σημείωσε, είχε προκαλέσει έναν εκνευρισμό εντός του ΔΝΤ ήδη από το 2012, όταν, έστω καθυστερημένα, το Ταμείο τασσόταν υπέρ χαμηλότερων πλεονασμάτων. Διότι είχαν την τάση τότε να συνταχθούν με τους Ευρωπαίους για υψηλότερα πλεονάσματα, «για να εντυπωσιάσουν τις ευρωπαϊκές χώρες για την ελληνική αποφασιστικότητα».
«Ο εκνευρισμός μας ήταν πολύ μεγαλύτερος πιο πρόσφατα όταν η πρότασή μας για συνταξιοδοτικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργούσαν τον χώρο για φιλοαναπτυξιακές δαπάνες παρουσιάστηκαν ως αίτημα για περισσότερη λιτότητα. Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση επεδίωξε εσκεμμένα υπεραπόδοση έναντι του φιλόδοξου στόχου του 3,5% που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους, για να τους δείξει ότι δε χρειαζόταν να κάνει αυτές τις δύσκολες φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις που προτείναμε», σχολίασε ο Πολ Τόμσεν.
«Θεμελιωδώς, θα έλεγα ότι η ελληνική κρίση ήταν τόσο, αν όχι και περισσότερο, πολιτική όσο και οικονομική κρίση», ήταν το βασικό του συμπέρασμα.
«Κοιτάζοντας πίσω, θα έλεγα ότι ήμασταν πολύ αισιόδοξοι», κατέληξε αναφερόμενος στην ικανότητα, στο βαθμό και στο χρονικό περιθώριο προσαρμογής που αναμενόταν από την Ελλάδα.
Ενδεικτικά αναφέρθηκε στην αρχική εκτίμηση περί επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 5%-6% του ΑΕΠ ή περί είσπραξης 50 δισεκατομμυρίων ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις. «Αποδείχθηκαν πολύ αισιόδοξες εκτιμήσεις στην ελληνική πραγματικότητα», ομολόγησε.
Ο κ. Τόμσεν υπερασπίστηκε επίσης τη διάσωση του 2010 παρά τη δημιουργία υπέρογκου χρέους για την Ελλάδα, καθώς δεν υπήρχε σύστημα αποτροπής εξάπλωσης της κρίσης στην ευρωζώνη. Παραδέχθηκε ότι μέτρησε πολύ και η ανάγκη αποσόβησης του συστημικού ρίσκου, ενώ όπως είπε, το ελληνικό PSI του 2012 ήταν «σκληρό», αλλά «έσπασε ρεκόρ». Αν είχε γίνει νωρίτερα, από το 2010, αν και δε θα έκανε μεγάλη διαφορά για το χρέος, ίσως είχε μειώσει την αίσθηση της αδικίας από τη διάσωση ξένων πιστωτών, εκτίμησε στην αναφορά του για το PSI.
Στο ερώτημα τι θα έκανε διαφορετικά, είπε ότι δεν υπολόγισε πόσο θα πολιτικοποιούταν το ζήτημα του χρέους και γι’ αυτό θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το ΔΝΤ έπρεπε να επιδιώξει μία δέσμευση από τους πιστωτές να παραχωρήσουν ελάφρυνση χρέους υπό τη μορφή κουρέματος. «Δεν το κάναμε. Δεν εγείραμε το θέμα», είπε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News