Ολυμπιακός και Κώστας Φορτούνης θα συνεχίσουν μαζί. Οι ανακοινώσεις θα γίνουν τη Δευτέρα, όμως η συμφωνία είναι οριστική. Ο αρχηγός των «ερυθρόλευκων» θα υπογράψει το πιο γενναιόδωρο συμβόλαιο έλληνα ποδοσφαιριστή στη Σούπερ Λιγκ και θα γίνει ο τέταρτος πιο ακριβοπληρωμένος πίσω από τους ξενιτεμένους, Κώστα Μήτρογλου, Σωκράτη Παπασταθόπουλο και Κώστα Μανωλά. Μέσα στην επόμενη τετραετία θα εισπράξει πάνω από έξι εκατομμύρια ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται τα μπόνους για την επίτευξη στόχων.
Στην πραγματικότητα, η επέκταση της συνεργασίας των δύο πλευρών ήταν το μόνο ρεαλιστικό σενάριο. Ο Ολυμπιακός δεν σκέφτηκε, ούτε μια στιγμή, να πουλήσει το πιο ακριβό του «ασημικό», στις τιμές που πρόσφεραν οι υποψήφιοι αγοραστές. Γι’ αυτό και δεν αναζήτησε τον αντικαταστάτη του – έναν επιτελικό μέσο με τα δικά του τεχνικά χαρακτηριστικά. Προτίμησε να επενδύσει ακόμη περισσότερο στην υπεραξία του Φορτούνη, ακολουθώντας μια πρακτική που γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον ελληνικό σύλλογο. Αλλά και ο ίδιος ο παίκτης, δύσκολα θα έπαιρνε την απόφαση να μετακινηθεί σε μια από τις δύο χώρες, από τις οποίες προέκυψε χειροπιαστό ενδιαφέρον. Η Τουρκία δεν είναι ο καλύτερος τόπος για να ζήσεις, αυτή την εποχή, ενώ στην Αγγλία το πρωτάθλημα απαιτεί δύναμη και πολύ τρέξιμο, που δεν είναι τα… προνομιακά πεδία του Κώστα.
Εννέα στους δέκα ποδοσφαιριστές της δικής του αξίας θα «σκότωναν» για να παίξουν στη Γουέστ Χαμ ή, έστω, στη Φενέρμπαχτσε. Οχι ο Φορτούνης. Τα τρία χρόνια που πέρασε στη Γερμανία (2011-2014) δεν του άφησαν τις καλύτερες αναμνήσεις. Στο Καϊζερσλάουτερν δεν αγαπήθηκε, και δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στον ελληνικό τρόπο ζωής. Του έπεφτε και πολύ μακριά η Καλαμπάκα, η ιδιαίτερη πατρίδα του, την οποία φροντίζει να επισκέπτεται σε κάθε ευκαιρία. Για ένα προσκύνημα στο πατρικό του σπίτι, στην ταβέρνα – ουζερί των γονιών του, αλλά και στο γηπεδάκι που κλώτσησε μπάλα για πρώτη φορά. Ο Κώστας είναι ένα παιδί που έχει ανάγκη να του λένε «μπράβο». Τη λατρεία που του δείχνουν οι οπαδοί του Ολυμπιακού, δύσκολα θα την απαρνηθεί.
Κερδισμένο από αυτή την εξέλιξη βγαίνει και το φτωχό μας πρωτάθλημα, που δεν θα άντεχε να χάσει έναν τέτοιο παίκτη. Οσο κι αν έχει αλλάξει η νοοτροπία των ελλήνων φιλάθλων, που κάποτε δεν άντεχαν τον κυνικό ρεαλισμό του Μπρούνο Πεζάολα, του Αλμπέρτο Μπιγκόν, ή του Φερνάντο Σάντος, αλλά σήμερα τους αρκεί η νίκη με… μισό – μηδέν, την ποδοσφαιρική τέχνη εξακολουθούν να την εκτιμούν. Η περσινή ΑΕΚ του εξαιρετικού βαθμοθήρα Χιμένεθ δεν γέμιζε το γήπεδο, αν και κατέκτησε το Πρωτάθλημα έπειτα από 24 ολόκληρα χρόνια. Τον κόσμο τον σηκώνουν από τον καναπέ οι αρτίστες, και ο Φορτούνης είναι ο κορυφαίος από όσους απέμειναν να παίζουν στη Σούπερ Λιγκ. Στη μέρα του μπορεί να κάνει απίθανα κόλπα -σαν αυτά που βλέπουμε στην TV από τους μεγάλους ξένους μπαλαδόρους-, όμως το πότε θα βρεθεί στη μέρα του, ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να το προβλέψει.
Ισως το μεγαλύτερό του ελάττωμα είναι πως η απόδοσή του εξαρτάται από τα κέφια του – κι αυτές του οι μεταπτώσεις είναι ο λόγος για τον οποίο η καλύτερη οικονομική προσφορά που δέχτηκε ο Ολυμπιακός για τον παίκτη δεν ήταν ούτε για συζήτηση. Λίγο φθηνότερα (10 εκατομμύρια ευρώ) είχε πουληθεί, στην Μπενφίκα, ο Ανδρέας Σάμαρης – ένα από τα πολλά, καλά αμυντικά χαφ που κυκλοφορούσαν στην αγορά. Και πολύ ακριβότερα (22 εκατομμύρια ευρώ), ο Παναγιώτης Ρέτσος, στη Λεβερκούζεν, έπειτα από μόλις μερικούς μήνες καλής μπάλας.
Τα «δεκάρια» στο ποδόσφαιρο είναι δύο ειδών. Στη μια κατηγορία ανήκουν οι ποδοσφαιριστές που παίζουν για το χειροκρότημα της εξέδρας. Τα παιχνίδια τους είναι, περισσότερο, προσωπικά σόου: επιδείξεις υψηλής τεχνικής, που ενθουσιάζουν τον κόσμο και ομορφαίνουν το σπορ. Σπανίως, όμως, γέρνουν την πλάστιγγα του αποτελέσματος. Στην άλλη (κατηγορία) θα συναντήσει κανείς τους μπαλαδόρους – ηγέτες. Βγαίνουν μπροστά στα δύσκολα, εμπνέουν τους συμπαίκτες τους, και με την ποιότητά τους υπογράφουν θριάμβους – δεν προσφέρουν, απλώς, θέαμα. «Παιχταράδες» είναι, και οι μεν, και οι δε. Αλλά, αυτό το επιπλέον χαρακτηριστικό κάνει τη μεγάλη διαφορά στην τιμή.
Ο Φορτούνης υπήρξε, κάποτε, μέγας «φιγουρατζής». Και ατομιστής. Δεν είναι, πια. Δεν είναι, όμως, και ο ηγέτης με τη σταθερή απόδοση, που ξέρεις ότι θα «καθαρίσει» για την ομάδα. Το 2015-2016… οργίασε. Μόνο στο πρωτάθλημα μέτρησε 18 γκολ και 13 ασίστ (όταν ο πανάκριβος σέντερ φορ του Ολυμπιακού, Μπράουν Ιντέγε, είχε πετύχει μόλις 13 γκολ). Στις δύο επόμενες σεζόν απογοήτευσε. Εμοιαζε στο γήπεδο με αφηρημένο καλλιτέχνη. Και πέρυσι (2018-2019) μεταμορφώθηκε, πάλι, στον παίκτη που όλοι θαυμάζουμε. Με 17 γκολ και 16 ασίστ σε 43 αγώνες, αναδείχθηκε MVP της σεζόν, παρότι έπαιξε στον δευτεραθλητή – και όχι στον πρωταθλητή, ΠΑΟΚ. Τον βοήθησε πολύ ο προσωπικός γυμναστής, με τον οποίο δούλεψε το περασμένο καλοκαίρι, αλλά και ο προπονητής του (Μαρτίνς), που έχτισε την ομάδα γύρω από το θείο ταλέντο του.
Ο μικρός που κοιμόταν δίπλα από τις αφίσες του Ζιοβάνι και του Ριβάλντο, έκανε το παιδικό του όνειρο πραγματικότητα: παίζει στον Ολυμπιακό. Για να πραγματοποιήσει και τη δεύτερη ευχή του -να μοιάσει στα ινδάλματά του- θα πρέπει να αποβάλει αυτό το κόμπλεξ ανωτερότητας, που τον κάνει να πιστεύει πως μπορεί να είναι ο καλύτερος, ακόμη και… περπατώντας. Τον Οκτώβριο κλείνει τα 27. Εχει μπροστά του πολλά χρόνια καλής μπάλας, και την ευκαιρία να «αφήσει εποχή» στον αγαπημένο του σύλλογο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News