Το Βρετανικό Μουσείο αποκάλυψε «τα είδη» των θησαυρών που έχουν κλαπεί από τα θησαυροφυλάκιά του και τη στρατηγική του για την ανάκτησή τους. Εξήντα από τα 2.000 αντικείμενα που λείπουν έχουν πλέον επιστραφεί, ενώ άλλα 300 αντικείμενα έχουν εντοπιστεί και πρόκειται να παραδοθούν «άμεσα», επιβεβαίωσαν οι αρμόδιοι.
Το Μουσείο έχει δημιουργήσει μια ιστοσελίδα στην οποία περιγράφονται τα αντικείμενα που έχουν χαθεί, χωρίζοντάς τα σε δύο κατηγορίες: κλασικά ελληνικά και ρωμαϊκά με πολύτιμους λίθους αλλά και κοσμήματα από την ύστερη εποχή του Χαλκού, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο.
Η ιστοσελίδα περιλαμβάνει και φωτογραφίες τους σε υψηλή ανάλυση, προκειμένου να είναι το κοινό «σε θέση να τα αναγνωρίσει εάν έρθει σε επαφή με κάποιο από τα κλεμμένα αντικείμενα», όπως διευκρινίζουν οι Times.
Οι ακριβείς λεπτομέρειες των αντικειμένων που λείπουν έχουν κοινοποιηθεί μόνο στο Art Loss Register, τη μεγαλύτερη ιδιωτική βάση δεδομένων στον κόσμο με χαμένα, κλεμμένα και λεηλατημένα έργα τέχνης και αρχαιότητες, το οποίο βοηθά στην ανάκτησή τους.
Εκπρόσωπος του μητρώου είπε ότι η στρατηγική επέτρεψε σε εμπόρους και συλλέκτες σε όλο τον κόσμο να ελέγξουν την προέλευση των αντικειμένων που έρχονται στα χέρια τους και τα οποία υποπτεύονται ότι έχουν κλαπεί.
Η παροχή πολλών λεπτομερειών δημοσίως «κινδυνεύει να βοηθήσει εκείνους που μπορεί να ενεργήσουν κακοπροαίρετα» ώστε να αποφευχθεί ο εντοπισμός, είπε, καθώς μπορεί να επιλέξουν να πουλήσουν τα αντικείμενα μέσω καναλιών «όπου γίνονται λιγότερες ερωτήσεις» ή απλώς να καταστρέψουν τα κομμάτια. Η αναγνώριση συγκεκριμένων ειδών κοσμημάτων, για παράδειγμα, μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες οι κάτοχοι να τα λιώσουν.
Το Μουσείο έχει επίσης δημιουργήσει μια διεθνή ομάδα εμπειρογνωμόνων που αποτελείται από κορυφαίους ειδικούς για να βοηθήσουν στην αναγνώριση και ανάκτηση αντικειμένων.
Στα μέλη περιλαμβάνονται ο Τζέιμς Ράτκλιφ, διευθυντής του Art Loss Register, η Λίντα Αλμπερτσον από την Ενωση Ερευνας για Εγκλήματα κατά της Τέχνης και 12 άλλοι ειδικοί σε πολύτιμους λίθους και κοσμήματα με έδρα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Ο Τζορτζ Οσμπορν, ο πρόεδρος του Μουσείου, αποκάλυψε τον Αύγουστο ότι «περίπου 2.000» αντικείμενα είχαν αφαιρεθεί από τις αποθήκες, ως αποτέλεσμα υποτιθέμενης κλοπής από έναν επιμελητή του Μουσείου. Ολα τα αντικείμενα πιστεύεται ότι προέρχονται από το ελληνικό και ρωμαϊκό τμήμα και περιλαμβάνουν χρυσά κοσμήματα με ημιπολύτιμους λίθους.
Τα τεχνουργήματα είναι πιθανό να παρουσιάζουν εικόνες ατόμων από το κλασικό παρελθόν, μυθολογικές σκηνές, ζώα ή αντικείμενα. Ειδικότερα, ζητήθηκε από το κοινό να προσέξει χρυσά δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και άλλα κοσμήματα.
Αυτά χρονολογούνται «από όλη την αρχαιότητα», σύμφωνα με το Μουσείο, ιδιαίτερα από την Υστερη Εποχή του Χαλκού (περίπου 15ος έως 11ος αιώνας π.Χ.) και την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Ενα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η προσπάθεια ανάκτησης είναι ότι πολλά από τα αντικείμενα δεν είχαν καταγραφεί σωστά. Ως εκ τούτου, τα αρχεία δεν περιλαμβάνουν φωτογραφίες ή πλήρεις περιγραφές των κομματιών, γι’ αυτό πιθανότατα στοχοποιήθηκαν. Αυτό μπορεί επίσης να εξηγήσει εν μέρει την απροθυμία του Μουσείου να δημοσιεύσει λεπτομέρειες.
Σύμφωνα με τους Times, ορισμένα από τα αντικείμενα που ήδη ανακτήθηκαν, εντοπίστηκαν χάρη στην υποστήριξη από εμπόρους αρχαιοτήτων. Η νέα ομάδα ειδικών του μουσείου πέρασε εβδομάδες παρακολουθώντας την αγορά έργων Τέχνης και ενθαρρύνοντας την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ενός «στενού» δικτύου εμπόρων.
Εννοείται ότι οι έμποροι έχουν κίνητρο να βοηθήσουν στη διαδικασία επιστροφής, καθώς δεν θέλουν να έχουν στην κατοχή τους παράνομα αγαθά. Ωστόσο, η κίνηση του Μουσείου να δημοσιεύει μόνο λεπτομέρειες του «είδους» των χαμένων αντικειμένων, αντί για ακριβείς αναφορές για το τι λείπει, έχει προκαλέσει και αρνητικά σχόλια.
Ο Νταν Χικς, καθηγητής Σύγχρονης Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και επιμελητής του Μουσείου Πιτ Ρίβερς, είπε στους Times: «Η κανονική πορεία δράσης όταν ένα μουσείο πέφτει θύμα κλοπής είναι να δίνονται στη δημοσιότητα πλήρεις λεπτομέρειες και φωτογραφίες του αντικειμένου ή των αντικειμένων. Η απουσία σε αυτήν την περίπτωση έστω και ενός βασικού προσωρινού καταλόγου εγείρει περαιτέρω ανησυχίες σχετικά με τον χειρισμό του θέματος από το Μουσείο».
Σχεδόν τα μισά από τα 8 εκατομμύρια αντικείμενα που βρίσκονται στην κατοχή του Μουσείου δεν έχουν εγγραφεί σε καταλόγους και δεν έχουν φωτογραφηθεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News