Εχει περάσει πάνω-κάτω μια δεκαετία από τότε που τα κοινωνικά δίκτυα άρχισαν να αναδεικνύονται σε εργαλείο επικοινωνίας για τους πολίτες και τους πολιτικούς. Η προοπτική ήταν μοναδική: ίσως ποτέ άλλοτε στις εποχές μας ο πολιτικός δεν μπορούσε να ακούσει άμεσα τη φωνή του λαού (του), αλλά και ο λαός δεν είχε την δυνατότητα να μιλήσει απευθείας στους πολιτικούς (του).
Αυτό το όνειρο έσβησε γρήγορα και άδοξα. Οι πολιτικοί άρχισαν να γίνονται όλο και πιο φοβικοί και να αποφεύγουν ή να μπλοκάρουν τους χρήστες που αποδεικνύονταν όλο και πιο επιθετικοί.
Κοινή σε όλο τον κόσμο -και στην Ελλάδα- είναι η αντίληψη ότι ο διάλογος στα κοινωνικά δίκτυα έχει γίνει μια ατελείωτη σειρά προσβολών και αλληλοκατηγοριών, με τους πολιτικούς και τα προβεβλημένα πρόσωπα να δέχονται βροχή τις ειρωνείες, στις οποίες καμιά φορά απαντούν στον ίδιο τόνο.
Αυτήν την αντίληψη προσπαθεί να τεκμηριώσει έρευνα τεσσάρων ερευνητών από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ με επικεφαλής τον Γιάννη Θεοχάρη, ερευνητή του Κέντρου Μανχάιμ για την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ερευνα στο ομώνυμο πανεπιστήμιο.
Η έρευνα, που παρουσιάζεται στη Washington Post και θα δημοσιευτεί στην έγκυρη επιθεώρηση Journal of Communication, έγινε σε βάση δεδομένων με 4 εκατομμύρια tweet και interactions. Τα μηνύματα είναι από τη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ισπανία και χρονολογούνται στην περίοδο πριν και λίγο μετά τις Ευρωεκλογές του 2014. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν αυτοματοποιημένες μεθόδους ανάλυσης λόγου για να εντοπίσουν προσβλητικά και αγενή tweet.
Η Ελλάδα είναι η χώρα με τα περισσότερα αγενή tweet, σχεδόν τριπλάσια σε αναλογία από τις άλλες χώρες του δείγματος
Αυτό που προέκυψε από την μελέτη είναι ότι συνολικά το 5% όλων των tweet ήταν αγενές ενώ το ποσοστό ήταν μεγαλύτερο όποτε οι υποψήφιοι προσπαθούσαν να αλληλεπιδράσουν με τους χρήστες. Οπως γράφουν χαρακτηριστικά, η προσπάθεια επικοινωνίας των πολιτικών εισέπραττε βιτριολικές απαντήσεις. «Προστατευμένοι από την προφανή ανωνυμία τους, κάποιοι χρήστες απαντούσαν με παρενόχληση ή επίθεση κατά του υποψήφιου», εξηγούν.
Το παράδοξο, όπως το διατυπώνουν οι ερευνητές, είναι «γιατί οι πολιτικοί χρησιμοποιούν την πλατφόρμα με τρόπους που φαινομενικά δεν είναι συνεπείς με την προώθηση του δημοκρατικού διαλόγου».
Ειδικά για την Ελλάδα το συμπέρασμά τους στην έρευνα είναι σαφές: είναι η χώρα με τα περισσότερα αγενή tweet (18% έναντι 4-6% στις άλλες του δείγματος). Επίσης είναι η χώρα, μαζί με τη Γερμανία, όπου οι πολιτικοί αποφεύγουν περισσότερο την εμπλοκή με τους πολίτες.
Τα συμπεράσματα των ερευνητών
Οι πολιτικοί, εκτιμούν οι ερευνητές, δεν αγνοούν τους πολίτες στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά τους αποφεύγουν. Αν και πολλοί χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα στην πράξη μόνο για να ανεβάζουν δελτία Τύπου για την δραστηριότητά τους ή διαφημιστικό υλικό, κάποιοι πολιτικοί όντως προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους πολίτες. Οταν το κάνουν όμως «δέχονται επιθέσεις και κινδυνεύουν να γίνουν στόχος εκστρατείας τρολαρίσματος» που μπορεί να βλάψει την δημόσια εικόνα τους.
Μπροστά σε αυτό το μπαράζ όχι πάντα εποικοδομητικής κριτικής και χλεύης, οι πολιτικοί τηρούν μια παθητική στάση και αποφεύγουν τις (περιττές) επικοινωνίες.
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο συμπέρασμα: οι πολίτες και οι πλατφόρμες φέρουν κάποια ευθύνη για το ότι αποθαρρύνουν την εμπλοκή των πολιτικών στο Διαδίκτυο. Οι υποψήφιοι δεν θα το ρισκάρουν να εμπλακούν ενεργά στα διάφορα μέσα.
«Το τρολάρισμα στο Ιντερνετ είναι δραστηριότητα πολύ χαμηλού κόστους και πολύ χαμηλού ρίσκου», αναφέρουν οι ερευνητές
Εξηγούν οι τέσσερις στη Washington Post: «Μια σημαντική μειοψηφία χρηστών τείνει να συμπεριφέρεται άσχημα σε αυτά τα εν πολλοίς ανώνυμα δίκτυα, ως ένα βαθμό λόγω των περιορισμών που δεν επιβάλλονται (ή τουλάχιστον δεν αποτρέπονται) από τις ίδιες τις πλατφόρμες». Στην έρευνα το θέτουν με πιο τεχνικούς όρους: «το τρολάρισμα στο Ιντερνετ είναι δραστηριότητα πολύ χαμηλού κόστους και πολύ χαμηλού ρίσκου», με άλλα λόγια είναι ανέξοδο και ασφαλές.
Το τρολάρισμα «είναι τοξικό για την δημοκρατία», καταλήγουν οι ερευνητές γιατί διαβρώνει τις διαδικτυακές πολιτικές συζητήσεις. Η παρενόχληση και η πάσης φύσεως έλλειψη κόσμιου λόγου φέρνει άγχος, αποστροφή και οργή, έχουν δείξει αρκετές έρευνες ενώ το τρολάρισμα ίσως ευθύνεται για την αποθάρρυνση των πολιτών από την ανάληψη συλλογικής δράσης, προσθέτουν ακόμα.
Μόλις φέτος εξάλλου, μας υπενθυμίζουν κλείνοντας, το Pew Institute έβρισκε ότι το 65% των χρηστών κοινωνικών δικτύων στις ΗΠΑ εκφράζουν την παραίτηση και την έντονη ενόχλησή τους για τις πολιτικές συζητήσεις στο Διαδίκτυο…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News