H Τζιλ Μπάιντεν, o Μάικ Ντόνιλον, o Ρον Κλέιν και ο Τεντ Κόφμαν, δηλαδή η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ και οι τρεις πιο έμπιστοι σύμβουλοι του Λευκού Οίκου, είναι οι άνθρωποι που «κρατάνε στα χέρια τους τα πεπρωμένα του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν, του ένδοξου κόμματος του Ρούσβελτ και του Ομπάμα, της δημοκρατίας των ΗΠΑ, των αγχωμένων συμμάχων και των αντιπάλων που τρίβουν τα χέρια τους», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τζάνι Ριότα της La Repubblica σε ανάλυσή του.
Αναφέρεται, φυσικά, στην απογοητευτική εμφάνιση του νυν προέδρου των ΗΠΑ στην πρώτη τηλεμαχία με τον Ντόναλντ Τραμπ ενόψει των εξαιρετικά κρίσιμων εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου. Κάνει λόγο για έναν «μελαγχολικό Μπάιντεν» ο οποίος τραύλιζε, μπερδευόταν και ήταν κάθε άλλο παρά σίγουρος για τον εαυτό του, φέρνοντας, έτσι, τους Δημοκρατικούς σε ένα εξαιρετικά δύσκολο δίλημμα: να συνεχίσουν την προεκλογική τους εκστρατεία με τον γηραιό Τζο ή να αλλάξουν υποψήφιο, τέσσερις μήνες πριν από τις εκλογές και μόλις έξι εβδομάδες πριν από το εθνικό συνέδριο των Δημοκρατικών που θα διεξαχθεί στο Σικάγο τον Αύγουστο;
Ο Ριότα γράφει πως η διεξαγωγή ενός «brokered convention», ενός συνεδρίου στο οποίο οι αντιπρόσωποι εμπιστεύονται το χρίσμα σε κάποιον υποψήφιο που δεν αναδείχθηκε μέσω της διαδικασίας των προκριματικών εκλογών ανά πολιτεία, αποτελεί «απομεινάρι του παρελθόντος», το οποίο, ωστόσο, επανήλθε επειγόντως στο προσκήνιο.
Επιπλέον οι Αμερικανοί και ο κόσμος όλος έχουν συνηθίσει να βλέπουν υποψηφίους να παίρνουν πανηγυρικά το χρίσμα για την προεδρία από το κόμμα τους κατά τη διάρκεια του εθνικού συνεδρίου, ωστόσο το 1924 οι Δημοκρατικοί χρειάστηκε να ψηφίσουν 103 φορές για να καταλήξουν στον Τζον Ντέιβις, ο οποίος, όμως, ηττήθηκε, στη συνέχεια, από τον Ρεπουμπλικάνο Κάλβιν Κούλιτζ.
Οσον αφορά το παρόν και, κυρίως, το άμεσο μέλλον «ο Μπάιντεν πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω, έχοντας πειστεί από τη σύζυγό του Τζιλ, από τον Τεντ Κάουφμαν, ο οποίος το 1987 τον έπεισε να αποσυρθεί από τις προκριματικές εκλογές (τις οποίες κέρδισε ο Μάικ Δουκάκης), από τον Μάικ Ντόνιλον, ο οποίος το 2015 του είπε ξερά “Τζο, μην διεκδικήσεις τον Λευκό Οίκο το 2016, ο γιος σου ο Μπο πέθανε πρόσφατα, δεν είναι η ώρα σου”, και τέλος από τον Ρον Κλάιν, ο οποίος στα 62 του είναι ο “νεότερος” της ομάδας», γράφει ο Τζάνι Ριότα.
Εξηγεί πως οι αντιπρόσωποι που θα λάβουν μέρος στο εθνικό συνέδριο του Σικάγου δεσμεύονται να στηρίξουν τον Μπάιντεν από τα αποτελέσματα των προκριματικών εκλογών, αλλά δεν έχουν καμιά άμεση πολιτική υποχρέωση. Την επομένη του debate, ο Μπάιντεν αναγνώρισε ειλικρινά την κακή επίδοσή του, δίχως, όμως, ούτε καν να υπαινιχθεί το ενδεχόμενο παράδοσης της σκυτάλης, έστω την τελευταία στιγμή, ενώ η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις παραδέχτηκε την καταστροφή, αλλά ούτε εκείνη μίλησε για πιθανή αντικατάσταση του υποψηφίου των Δημοκρατικών για την προεδρία.
Η Κάμαλα Χάρις σίγουρα δεν είναι η επικρατέστερη μεταξύ των πιθανών αντικαταστατών του Μπάιντεν. Στην Ουάσιγκτον ακούγονται επίσης τα ονόματα του χαρισματικού κυβερνήτη της Καλιφόρνια Γκάβιν Νιούσομ, της μάχιμης κυβερνήτη του Μίσιγκαν Γκρέτσεν Γουίτμερ και του Τζέι Ρόμπερτ Πρίτσκερ (της γνωστής οικογενείας) κυβερνήτη του Ιλινόι.
Σε κάθε περίπτωση, εάν ο Τζο Μπάιντεν έκανε, τελικά, πίσω, ο όποιος αντικαταστάτης του, αφού κέρδιζε την υποστήριξη των αντιπροσώπων στο συνέδριο του Αυγούστου, θα έπρεπε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να συστηθεί με προεδρικές, πλέον, αξιώσεις, στους 160 εκατομμύρια εν δυνάμει ψηφοφόρους οι οποίοι εδώ και πολλά χρόνια είναι εστιασμένοι στην αντιπαράθεση Μπάιντεν-Τραμπ.
Οσο για τη Μισέλ Ομπάμα —«την χαϊδεμένη των ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης»— όπως αναφέρει ο ιταλός δημοσιογράφος, ο σύζυγός της και πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, απογοητευμένος, το βράδυ της Παρασκευής, φέρεται να είπε πολλές φορές όχι στην ιδέα ενώ και η ίδια δεν φαίνεται ούτε προετοιμασμένη ούτε διατεθειμένη να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες μιας εσπευσμένης προεκλογικής εκστρατείας.
Σε αυτό το πλαίσιο την επομένη της τηλεμαχίας οι χρηματοδότες άρχισαν να γεμίζουν εκ νέου τα ταμεία της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, ενώ το δολάριο ανέβηκε (όπως και η τιμή της μετοχής της Trump Media Group, αν και έπεσε στη συνέχεια) με τους επενδυτές να προβλέπουν νίκη του τέως και, πιθανώς, μελλοντικού προέδρου των ΗΠΑ.
Ο οποίος «δεν κάνει βήμα πίσω, δεν θα δεχτεί πιθανή ήττα του τον Νοέμβριο, όπως δεν αποδέχτηκε εκείνη του 2020, ξεγελά την επίθεση στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου του 2021 και την καταδίκη του στη Νέα Υόρκη, αναμειγνύοντας την αλήθεια με παραλείψεις και ψέματα που μαγεύουν τη βάση. Βασίζεται στον φόβο του πληθωρισμού που ταλανίζει τις εργατικές τάξεις και, με τον Μπάιντεν κατάκοπο, στην παραίτηση των Δημοκρατικών και στη στροφή κεντρώων και ανεξάρτητων ψηφοφόρων προς τους δευτερεύοντες υποψηφίους, τον συνωμοσιολόγο Ρόμπερτ Κένεντι τζούνιορ, την Πράσινη Τζιλ Στάιν, τον φιλόσοφο Κόρνελ Γουέστ», συνοψίζει ο Τζάνι Ριότα.
Σημειώνει, ωστόσο, πως οι Ρεπουμπλικάνοι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρούν δεδομένη την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ιστορία βρίθει εκπλήξεων: ο Χάρι Τρούμαν επικράτησε θριαμβευτικά του (φαβορί έως τις εκλογές) Τόμας Ντιούι το 1948, ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος το καλοκαίρι του 1991 είχε ποσοστό 80% αλλά, τελικά, ηττήθηκε το 1992 από τον Μπιλ Κλίντον, ενώ ο Ρέιγκαν το 1984 και ο Ομπάμα το 2008, παρότι δεν τα πήγαν καλά στην πρώτη τηλεμαχία με τους αντιπάλους τους, κέρδισαν, τελικά, την προεδρία. «Το πλεονέκτημα, όμως, το έχει το Grand Old Party του Τραμπ, με τις ΗΠΑ και τον κόσμο να μετρούν τις μέρες που απομένουν, ενώ επανέρχεται στον νου πολλών η σοφία του Τζον Κένεντι: “Δεν αναζητούμε τη δημοκρατική απάντηση, αλλά τη σωστή απάντηση…”», καταλήγει ο αρθρογράφος της La Repubblica.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News