Απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης, που δεν διάγει τις καλύτερες μέρες της και αγωνιζόταν χωρίς τα τρία πρωτοπαλίκαρα της άμυνάς της (Ράμος, Βαράν, Καρβαχάλ), η Λίβερπουλ έψαχνε δύο γκολ για να προκριθεί στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Πέρυσι, πρόπερσι, ή πριν από τρία χρόνια, ήταν πολύ πιθανό να τα βρει. Αλλά όχι εφέτος. Εδώ και τέσσερις μήνες, μόνο μια φορά κατάφερε να σκοράρει περισσότερα από ένα τέρματα στο «Ανφιλντ»: το περασμένο Σάββατο, στο 2-1 εναντίον της Αστον Βίλα. Στο γήπεδο που μέχρι πρότινος ήταν ο τρόμος των αντιπάλων της, έχει πετύχει μόλις τέσσερα γκολ στα εννέα τελευταία της παιχνίδια. Αν δεν είναι αρνητικό ρεκόρ, το πλησιάζει.
Με τους φαν Ντάικ, Γκόμεζ και Ματίπ εκτός δράσης για πολύ καιρό, θα περίμενε κανείς οτι το μεγάλο της πρόβλημα θα ήταν η άμυνά της. Κι όμως, σε 31 αγωνιστικές της Πρέμιερ Λιγκ δεν έχει δεχτεί παρά τρία γκολ περισσότερα απ’ όσα η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που είναι δεύτερη στη βαθμολογία. Η τεράστια διαφορά της εφετινής Λίβερπουλ σε σχέση με εκείνη του 2020, του 2019, ή του 2018, βρίσκεται στην επίθεση. Ακόμη και τη σεζόν 2017-2018, που τερμάτισε τέταρτη (25 βαθμούς πίσω από την πρωταθλήτρια Μάντσεστερ Σίτι), είχε καταγράψει ενεργητικό 84 τερμάτων.
Η τελευταία φορά που η Λίβερπουλ θύμισε… πολυβόλο ήταν σε εκείνο το 7-0 εναντίον της Κρίσταλ Πάλας στο Λονδίνο, στις 19 του περασμένου Δεκεμβρίου. Εκτοτε, σε 17 ματς της Πρέμιερ Λιγκ πέτυχε 17 γκολ – επίδοση που παραπέμπει περισσότερο σε ομάδα η οποία παλεύει να μην υποβιβαστεί, παρά σε επίδοξη πρωταθλήτρια. Σε κάθε παιχνίδι της σκόραρε ένα τέρμα, ή κανένα. Με τέσσερις, μόνο, εξαιρέσεις, που έβαλε δύο ή τρία γκολ. Το… απίθανο είναι οτι και στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις έπαιζε εκτός έδρας: τρεις φορές στο Λονδίνο και μια στο Σέφιλντ.
Σαλάχ, Μανέ και Φιρμίνο, οι τρεις επιθετικοί που τρομοκρατούσαν τους αντιπάλους τους στις τρεις προηγούμενες σεζόν, εφέτος βλέπουν το απέναντι τέρμα μικρό, σαν σπιρτόκουτο. Οι φάσεις που παράγει η Λίβερπουλ έχουν μειωθεί, περίπου κατά 25% λέει η στατιστική, αλλά όχι τόσο όσο το σκοράρισμα. Η ομάδα «πονάει» στην τελική προσπάθεια. Χάνει ευκαιρίες που στο παρελθόν οι ίδιοι παίκτες μετέτρεπαν πολύ εύκολα σε γκολ. Κι αυτό συμβαίνει, κυρίως, στο «Ανφιλντ» – πράγμα που δείχνει οτι το πρόβλημα είναι, πρωτίστως, ψυχολογικό.
Ερευνες σε όλο τον Κόσμο συμφωνούν ότι τα άδεια γήπεδα έχουν επηρεάσει σημαντικά τους αθλητές, σε όλα τα σπορ. Στο ποδόσφαιρο, σε όλες τις διοργανώσεις, οι νίκες των φιλοξενούμενων είναι περισσότερες από ποτέ. Κάποιες ομάδες, όμως, πληρώνουν την απουσία των οπαδών τους πολύ πιο ακριβά από κάποιες άλλες. Η Λίβερπουλ είναι μια απ’ αυτές. Γιατί το «Ανφιλντ» δεν είχε μετατραπεί σε… θέατρο, όπως συνέβη με τα γήπεδα άλλων μεγάλων συλλόγων στην Αγγλία. Εκεί δεν άκουγες μόνο τα χειροκροτήματα του κοινού σε κάθε καλή προσπάθεια, λες και πρόκειται για αγώνα τένις, αλλά ιαχές, συνθήματα και τραγούδια. Η εξέδρα «κόχλαζε», μεταδίδοντας τη φωτιά της στους ποδοσφαιριστές. Αυτή η «καυτή» ατμόσφαιρα, στην οποία η Λίβερπουλ οφείλει, εν πολλοίς, τους θριάμβους της -και ένα εντυπωσιακό σερί χωρίς ήττα που διακόπηκε εφέτος-, έλειψε από τους παίκτες της τη χειρότερη στιγμή.
Επί τρεις διαδοχικές σεζόν οι «Reds» ξεπερνούσαν τον εαυτό τους. Μέχρι να κατακτήσουν τον τίτλο της Πρέμιερ Λιγκ που είχαν στερηθεί για 30 χρόνια, έχασαν ένα πρωτάθλημα συγκεντρώνοντας ρεκόρ βαθμών, και σήκωσαν την ευρωπαϊκή Κούπα. Αυτή η αδιάκοπη υπερπροσπάθεια, μέχρι να αξιωθούν να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, τους «άδειασε». Σωματικά και πνευματικά. Στέρεψαν από ενέργεια, αλλά και από κίνητρο. Η φλόγα που τόσα χρόνια έλαμπε στα μάτια τους, έσβησε, αφού η ιστορική τους αποστολή είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία. Και ακριβώς τη στιγμή που είχαν ανάγκη την παρακίνηση της εξέδρας περισσότερο από ποτέ, υποχρεώθηκαν να παίζουν «στα βουβά».
Το παιχνίδι της Λίβερπουλ έχασε την ένταση που το χαρακτήριζε. Η χαλάρωση οδήγησε σε έλλειψη συγκέντρωσης, κι αυτή σε λάθη. Τα λάθη σε ήττες. Οι ήττες, σε έλλειμμα αυτοπεποίθησης και ηττοπάθεια. Κι όταν κάθε ένα από τα γρανάζια της «μηχανής» του Κλοπ έπαψε να αποδίδει στο 100% (κάποια σταμάτησαν, εντελώς, να λειτουργούν, λόγω τραυματισμού), φάνηκε πόσο χρήσιμος θα ήταν ένας φορ περιοχής (τύπου Σουάρες, Αγουέρο, Λεβαντόφσκι, κ.ά.), που οι «Κόκκινοι» δεν φρόντισαν να έχουν επειδή η τέλεια επιθετική τους ανάπτυξη τον έκανε περιττή πολυτέλεια.
Η Λίβερπουλ έπεσε από το συννεφάκι της ευτυχίας της πολύ γρήγορα και με πάταγο. Εάν δεν κατορθώσει να εξασφαλίσει μια θέση στο προσεχές Τσάμπιονς Λιγκ, ίσως αυτή η «μαύρη» σεζόν να υποθηκεύσει τις επόμενες. Πέρα από τις τεράστιες οικονομικές απώλειες, κάποιοι παίκτες της θα θελήσουν να αποχωρήσουν. Και κάποιοι μεταγραφικοί της στόχοι θα προτιμήσουν έναν σύλλογο που θα συμμετέχει στην κορυφαία διοργάνωση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News