Το διαμέρισμα του Σερζ Γκενσμπούργκ στο νούμερο 5 της οδού Βερνέιγ, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, ήταν μουσείο πολύ πριν γίνει και επισήμως. Ο γάλλος τραγουδοποιός το ονόμασε «maison-musée» (σπίτι-μουσείο) του και η εμβληματική διεύθυνση αποτελεί μέρος, τόσο του μυστηρίου του όσο και του συνόλου της δουλειάς του.
Πλέον, 32 χρόνια μετά τον θάνατό του στο Παρίσι σε ηλικία 62 ετών, ο Γκενσμπούργκ θα νιώθει πολύ… ζωντανός στο σπίτι του. Τίποτα δεν έχει αλλάξει ή μετακινηθεί — ούτε το πιάνο Steinway, ούτε τα πακέτα των Gitanes, ούτε ο αναπτήρας Zippo, ούτε το άδειο μπουκάλι κρασιού Château Pétrus, ούτε η γραφομηχανή, ούτε η κορνίζα με τις αράχνες του.
Εκεί έζησε τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, πρώτα με την Τζέιν Μπίρκιν, την κόρη της Κέιτ Μπάρι και την κόρη τους Σαρλότ Γκενσμπούργκ (συνθέτοντας αυτό που η εφημερίδα Le Monde αποκαλούσε «ένα είδος γαλλικής βασιλικής οικογένειας»), και μετά, αφού τον χώρισε η Μπίρκιν, με το μοντέλο Μπαμπού και τον γιο τους Λουσιέν.
Μετά τον θάνατό του, το 1991, οι θαυμαστές του συνωστίζονταν στον δρόμο έξω από το διαμέρισμά του, γράφοντας μηνύματα λατρείας στην μπεζ πρόσοψη, ενώ φρέσκα γκράφιτι εξακολουθούν να εμφανίζονται τακτικά. Στο εσωτερικό του διαμερίσματος όλοι οι τοίχοι είναι ντυμένοι με μαύρο ύφασμα. Ο καλλιτέχνης προτιμούσε το μαύρο, είπε κάποτε, «γιατί στα ψυχιατρεία οι τοίχοι είναι ολόλευκοι».
Η δημοτικότητα του Γκενσμπούργκ έχει αντέξει στον χρόνο, και μάλιστα έχει αυξηθεί μετά τον θάνατό του. Η μουσική του εξακολουθεί να μιλάει σε μια νέα γενιά Γάλλων, ακόμα κι αν η προσωπική του ζωή ζορίζεται να περάσει τον έλεγχο που έχει επιβάλει η εποχή του #MeToo, σημειώνει η εφημερίδα Washington Post.
Η Μπίρκιν έγραψε στα ημερολόγια της ότι ο τραγουδιστής τη χτυπούσε. Εμφανιζόταν συχνά απεχθής στην τηλεόραση, με πιο διάσημη μια μεθυσμένη εμφάνισή του το 1986 μαζί με τη Γουίτνι Χιούστον, όπου της είπε ότι ήθελε να κάνει σεξ μαζί της. Είχε μια περιβόητη εμμονή με το σύνδρομο της Λολίτας και ξεκίνησε μια σχέση στα 57 του με την τότε 16χρονη Ελβετίδα Κονστάνς Μεγιέρ.
Η ζωή και η υστεροφημία του Γκενσμπούργκ έχει βρεθεί στο στόχαστρο αρκετών φεμινιστικών οργανώσεων και προσωπικοτήτων της Γαλλίας. Μόλις αυτόν τον μήνα, ένα άρθρο στο γαλλικό περιοδικό Philosophie αναρωτιόταν «γιατί ένας άνθρωπος που θεωρητικά συμπληρώνει κάθε πλαίσιο “ακύρωσης” στη σημερινή κουλτούρα, δεν έχει “ακυρωθεί” ακόμα».
Παρ’ όλα αυτά, η κληρονομιά και η φήμη του αυξάνονται με τα χρόνια. Τώρα, το «Μουσείο Γκενσμπούργκ» δίνει τη δυνατότητα στους φανατικούς θαυμαστές του να βρεθούν στο σημείο μηδέν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Αυτή η απόκοσμη άσκηση συντήρησης του διαμερίσματος –που δίνει την εντύπωση ότι ο τραγουδιστής ήταν εκεί λίγες στιγμές νωρίτερα– είναι μια πράξη αγάπης της κόρης του, Σαρλότ, διάσημης ηθοποιού, τραγουδίστριας και σκηνοθέτιδος.
«Το να σταματήσω τον χρόνο στις 2 Μαρτίου 1991 ήταν ένας τρόπος να αρνηθώ το γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν νεκρός» λέει σε συνέντευξή της στους New York Times. «Πήγαινα στο σπίτι κατά καιρούς και αισθανόμουν μόνιμη θλίψη και πόνο από την τρομερή απώλεια».
Η τουρνέ του διαμερίσματος έχει τη σφραγίδα της κόρης του. Ενας ηχογραφημένος οδηγός ξεκινάει από την είσοδο, με τη Σαρλότ να ανασαίνει βαριά, πριν πει: «Ελα μαζί μου, έχω ένα κλειδί». Η περίφημη μπροστινή αίθουσα είναι το κύριο έκθεμα: Εδώ ο Γκενσμπούργκ έφερνε αστυνομικούς για να συνομιλήσουν αργά το βράδυ, πείθοντάς τους να παραδώσουν το σήμα τους ή τις χειροπέδες τους. «Τον ενθουσίαζε που στερούσε πράγματα από την αστυνομία» εξηγεί στην Washington Post η Σαρλότ.
Ολόκληρες σειρές από αυτά τα αστυνομικά σήματα στριμώχνονται σε ένα γυάλινο τραπέζι στο ένα άκρο του σαλονιού, δίπλα σε πιο περίεργες σωρούς αντικειμένων: μια ομάδα μικρών πιθήκων-παιχνιδιών με κόκκινα γιλέκα, ένα μπρούντζινο μπούστο που είχε φτιάξει από το σώμα της Μπίρκιν, ένα ντουλάπι ποτών σε σχήμα καρυδιάς, και στη γωνία ένα ανατριχιαστικό ανατομικό μοντέλο σε φυσικό μέγεθος, με τα νύχια και τους μύες του να τονίζονται από το χαμηλό φως.
Ο Γκενσμπούργκ, που κάπνιζε πέντε πακέτα άφιλτρα τσιγάρα Gitanes την ημέρα και σπανίως τον έβλεπαν χωρίς ένα ποτήρι παστίς (βαρύ αλκοολούχο ποτό με γεύση γλυκάνισου και απεριτίφ, που παράγεται κυρίως στη νότια Γαλλία) στο χέρι κοντά στο τέλος της ζωής του, πέθανε από ένα δεύτερο καρδιακό επεισόδιο στην κρεβατοκάμαρα του επάνω ορόφου του διαμερίσματος.
Η αφήγηση της Σαρλότ είναι κατάλληλα πένθιμη: «Αυτό ήταν το σπίτι ενός μοναχικού άνδρα που δεν του άρεσε η μοναξιά» τονίζει, κατευθύνοντας τον επισκέπτη να παρατηρήσει την απουσία του πατέρα της μέσα στην εμφανή ακόμα κατάθλιψη που εκπέμπει ο καναπές όπου καθόταν. Εχει φροντίσει να μην αγγίξει το σπίτι μετά τον θάνατό του, καθιστώντας το μια χρονομηχανή που σε στέλνει πίσω στο Παρίσι του 1991.
Τρεις μπάρες Snickers –η μία μισοφαγωμένη– βρίσκονται ακόμα στο ψυγείο. Ολα τα παράθυρα είναι κλειστά και δεν διαρρέει φυσικό φως, ώστε να διατηρούνται τα αντικείμενα και τα έπιπλα. Το αποτέλεσμα είναι κατά το ήμισυ στοιχειωμένο σπίτι, κατά το ήμισυ τόπος λατρείας – μια μορφή μαυσωλείου χωρίς σωρό.
Το «Maison Gainsbourg» αποτελεί μια επέκταση του μύθου του αείμνηστου καλλιτέχνη. Η προσεκτικά σχεδιασμένη αισθητική δανδή του τραγουδιστή, που διαπνέει το μουσείο, εμπνευσμένη από τα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα που τόσο αγαπούσε, διέσχιζε κάθε γωνιά της ζωής του. Κάτω από την επιρροή της Μπίρκιν, ο τραγουδοποιός δημιούργησε μια νέα λαϊκή γλώσσα.
Δείξτε σε οποιονδήποτε Γάλλο την τυπική του εμφάνιση –λευκές μπρογκ Zizi Repetto, τζιν, χακί πουκάμισο ξεκούμπωτο σε χαμηλό V, κάτω από ένα προσαρμοσμένο γυναικείο μπουφάν με ρίγες– και θα το αναγνωρίσουν ως σήμα κατατεθέν του.
Η ξενάγηση δεν αποφεύγει ιδιωτικές, ακόμη και γκροτέσκες λεπτομέρειες. Οταν οι επισκέπτες φθάνουν στη γοτθική κρεβατοκάμαρα, με το χαμηλό κρεβάτι ντυμένο με μαύρη γούνα και έναν επιβλητικό χρυσό πάγκο στα πόδια σε σχήμα γοργόνας που λιποθυμά, η Σαρλότ περιγράφει πώς βρήκε τη σορό του πατέρα της εκεί, μαζί με την αείμνηστη κόρη της, Κέιτ Μπάρι, και τη σύντροφό του από το 1981, Μπαμπού.
Ο Σερζ Γκενσμπούργκ ήταν γιος ρωσοεβραίων εμιγκρέδων που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους μετά την επανάσταση του 1917 και εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Ως έφηβος φορούσε το κίτρινο αστέρι που επέβαλαν στους Εβραίους οι Ναζί και η συνεργαζόμενη γαλλική κυβέρνηση του Βισί. Αυτός και η οικογένειά του επέζησαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα σε κρυψώνες.
Καθώς ακολούθησε τον πιανίστα πατέρα του σε μια μεταπολεμική ζωή στα καμπαρέ του Παρισιού, ο νεαρός Σερζ έδειξε γρήγορα περιφρόνηση για την ευσέβεια, την ηθική και τον κομφορμισμό, και είχε καλή δικαιολογία – γνώριζε καλά, έχοντας σημαδευτεί για θάνατο ως Εβραίος, τα όρια της Γαλλικής Δημοκρατίας και του συνθήματος για ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα. Γεγονός που εξέφρασε με απόλυτη ευκρίνεια διασκευάζοντας «βλάσφημα» τον γαλλικό εθνικό ύμνο, σε ρυθμό ρέγκε και με τίτλο «Aux Armes, et caetera».
Το σπίτι–μουσείο του έχει ήδη ξεπουλήσει τα διαθέσιμα εισιτήρια για τους επισκέπτες μέχρι το τέλος του έτους, αν και περιστασιακές πωλήσεις εισιτηρίων που έχουν κυκλοφορήσει πρόσφατα αναμένεται να ανεβάσουν τον όγκο του κοινού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News