Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης Νικίτα Χρουστσόφ έμεινε στην Ιστορία του 20ού αιώνα για δύο πράγματα.
Πρώτον, για το ελάχιστα κολακευτικό όσον αφορά το ηθικό ανάστημά του γεγονός ότι υπήρξε πιστός στον Στάλιν, και τον υπηρετούσε διαρκώς όσο ζούσε, όμως αφ’ ότου εκείνος πέθανε, το 1953, επιδόθηκε στην «αποδόμησή» του, με αποκορύφωμα το 20ό Συνέδριο του ΚΚ Σοβιετικής Ενωσης, το 1956.
Δεύτερον, για τον τυχοδιωκτισμό του να μεταφέρει πυραύλους στην Κούβα έξι χρόνια αργότερα, το 1962, απαντώντας έτσι στην εξίσου τυχοδιωκτική εισβολή που αποτόλμησε η CIA στον κουβανέζικο Κόλπο των Χοίρων ένα έτος νωρίτερα.
Από την πρώτη κίνηση του Χρουστσόφ, τη λεγόμενη «αποσταλινοποίηση», η οποία συνοδεύτηκε από το δόγμα της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον δυτικό καπιταλισμό, ο κομμουνιστικός κόσμος (σε Ανατολή και Δύση) διαιρέθηκε για πάντα σε «ρεβιζιονιστές Σοβιετικούς ή σοβιετόφιλους» και σε «επαναστάτες Κινέζους ή κινεζόφιλους», ενώ από τη δεύτερη κίνησή του, την εγκατάσταση των πυραύλων απέναντι από το Μαϊάμι, όλος ο κόσμος, κομμουνιστικός και μη, κινδύνευσε με πυρηνικό ξεκλήρισμα, το οποίο απεφεύχθη την ύστατη στιγμή.
Με τη συμφέρουσα για την ανθρωπότητα καταλλαγή που είχαν επιτύχει τότε στο Κουβανικό οι δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις, η Σοβιετική Ενωση και οι ΗΠΑ, κυρίως με τον τρόπο της, ασχολήθηκε ο Πάολο Γκαριμπέρτι στη Repubblica, έχοντας κατά νου, φυσικά, το ζήτημα της επίλυσης του τρέχοντος Ουκρανικού.
Κατά το παράδειγμα των Κένεντι
Ο ιταλός δημοσιογράφος, αυτονοήτως τοποθετημένος στην πλευρά των Αμερικανών και των ΝΑΤΟϊκών, ξεκίνησε γράφοντας ότι «η ουκρανική κρίση φέρνει και πάλι στο φως παλιομοδίτικα σενάρια του Ψυχρού Πολέμου», κάνοντας την παρατήρηση ότι αυτά τα σενάρια αφορούν «μία ιστορία αγωνιώδη για τον κόσμο μεν, η οποία ωστόσο φαίνεται ξένη στη σημερινή εποχή». Διαπίστωσε ότι «οι ομοιότητες» του ψυχροπολεμικού Κουβανικού με το μεταψυχροπολεμικό Ουκρανικό και υπάρχουν και είναι «εντυπωσιακές». Ανέφερε, λοιπόν, ότι «ο Χρουστσόφ ήταν πεπεισμένος ότι είχε στο χέρι τον νεαρό Τζον Κένεντι, ωστόσο ο αμερικανός πρόεδρος και ειδικά ο αδερφός του, ο Μπομπ, ο πραγματικός εγκέφαλος των διαπραγματεύσεων, κατέληξαν να λυγίσουν τη Μόσχα».
Δηλαδή ο Γκαριμπέρτι υπενθύμισε στον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ότι οι ΗΠΑ βγήκαν νικήτριες από την κρίση του Κουβανικού χάρις στη διπλωματία τους και στις κινήσεις παρασκηνίου, αναγκάζοντας τον Χρουστσόφ σε υποχώρηση με επίκληση αστείων δικαιολογιών.
«Η βασική τακτική των Κένεντι ήταν η πρόβλεψη των κινήσεων των Σοβιετικών μέσω της δημοσιοποίησης πληροφοριών» έγραψε, μνημονεύοντας και τους New York Times που επίσης παρατήρησαν ότι «γινόμαστε μάρτυρες της πιο επιθετικής διακίνησης πληροφοριών από την εποχή της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας». Ο Ιταλός σημείωσε ότι ο Λευκός Οίκος όχι μόνο γνωστοποίησε σε όλους τις κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων, αλλά πρόβαλε και «τα σχέδια περί κατασκευής βίντεο με ψεύτικες σφαγές [από πλευράς Ουκρανών] οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πρόσχημα για ρωσική επέμβαση», όπως και «τα σχέδια για πραξικόπημα στο Κίεβο και για τοποθέτηση φιλορωσικής κυβέρνησης» ή «τις εκτιμήσεις για τον πιθανό αριθμό νεκρών και την υποτιθέμενη αμφισβήτηση του Πούτιν εκ μέρους των ρώσων αξιωματούχων». Ολα αυτά που έκαναν οι Αμερικανοί τις τελευταίες εβδομάδες τούς δικαίωσαν, έγραψε ο δημοσιογράφος της Repubblica, καθώς «ήταν μία τακτική ψυχολογικού πολέμου που έχει εκνευρίσει πολύ το Κρεμλίνο».
Και, ως γνωστόν, ο εκνευρισμός συνήθως οδηγεί είτε στο λάθος είτε στην αποκαρδίωση (στην υποχώρηση).
Θυμίζει και το Πολωνικό τού 1981
Φεύγοντας από το Κουβανικό, ο Γκαριμπέρτι στάθηκε και στα γεγονότα της πολωνικής οργάνωσης «Σολινταρνόσκ» («Αλληλεγγύη», Λεχ Βαλέσα), το 1980-1981, όταν και τότε η πίεση προς την κυβέρνηση της Πολωνίας (στρατηγός Γιαρουζέλσκι) εξώθησε την τότε «κόκκινη» Μόσχα σε περικύκλωση του δορυφόρου της με σοβιετικά στρατεύματα. «Και εκείνη την εποχή η Δύση απείλησε τη Σοβιετική Ενωση με πολύ αυστηρές οικονομικές κυρώσεις» θύμισε ο αρθρογράφος. «Παρά τον δισταγμό της Γαλλίας και της Γερμανίας, οι ΗΠΑ είχαν αντέξει και συνέχισαν να πιέζουν έως ότου η Σοβιετική Ενωση εγκατέλειψε την ιδέα της επέμβασης στην Πολωνία». Δεύτερη περίπτωση ομοιότητας του Ουκρανικού, λοιπόν, με το σχετικά πρόσφατο ψυχροπολεμικό παρελθόν μας.
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται σχεδόν ποτέ έγραψε τελικά ο Γκαριμπέρτι, μάλλον για να αποφύγει τον συνειρμό με τη γνωστή ρήση (του Καρλ Μαρξ) περί φάρσας: «Το να μελετάς το παρελθόν όμως είναι πάντα χρήσιμο για την κατανόηση του παρόντος, κυρίως όταν οι πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι».
Ο Πούτιν στηρίζει τον Μπάιντεν
Οσον αφορά την αποτίμηση του παρόντος, ο δημοσιογράφος της Repubblica διατύπωσε την άποψη ότι με τις κινήσεις του στη σκακιέρα και μέχρι στιγμής «ο Πούτιν κάνει χάρη στον Μπάιντεν», αφού το ποσοστό δημοφιλίας του αμερικανού προέδρου «είχε πέσει σε επίπεδο Τζίμι Κάρτερ». Να τι εννοεί: «Πολιορκώντας την Ουκρανία, ο ρώσος πρόεδρος κατέληξε να ενώσει τη Δύση υπό την αμερικανική ηγεσία», και εξ αυτού οι ΗΠΑ ανακτούν κύρος (εκτός) και αυτοπεποίθηση (εντός), εύσημα τα οποία πιστώνονται στον πρόεδρο.
Ο Μπάιντεν κερδίζει σε συμπάθεια και μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ακόμη, έγραψε ο Γκαριμπέρτι, «επειδή έχει υποσχεθεί ότι δεν θα στείλει αμερικανούς στρατιώτες να πεθάνουν για το Κίεβο». Αλλά και το ΝΑΤΟ κέρδισε ήδη, κατά τον Ιταλό: «Εχει αναβιώσει υπό την πίεση της ρωσικής απειλής στην καρδιά της Ευρώπης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News