Ενα εμπόδιο έφυγε, κρίσιμες εκκρεμότητες απομένουν για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Eλλάδας – Κύπρου (Great Sea Interconnector – GSI) και πλέον το θέμα βρίσκεται στα χέρια του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, που θα έχουν συνάντηση την Πέμπτη.
Την Τρίτη, ο υπουργός Ενέργειας της Κύπρου, Γιώργος Παπαναστασίου, ανακοίνωσε ότι μέλη του υπουργικού συμβουλίου, ενέκριναν την ανάκτηση (από τον ΑΔΜΗΕ) του κόστους του έργου που αναλογεί στην κυπριακή πλευρά, συνολικού ύψους 125 εκατ. ευρώ, με την καταβολή 25 εκατ. ευρώ ανά έτος για τα επόμενα πέντε χρόνια, ήτοι από 1η /1/2025 έως 31/12/2029, ως επιδότηση της πιθανής αύξησης στους λογαριασμούς των καταναλωτών, ώστε να μην επιβαρύνονται από την αύξηση.
Ωστόσο δεν αναφέρθηκε στα άλλα κρίσιμα σημεία της συμφωνίας, όπως το WACC, δηλαδή την επιβάρυνση των λογαριασμών για τη χρηματοδότηση του έργου, τον διαμοιρασμό του λεγόμενου γεωπολιτικού ρίσκου, σε περίπτωση απρόοπτου γεγονότος που ενδεχομένως παρεμποδίσει την ολοκλήρωση ή λειτουργία του έργου και τη συμμετοχή της Κύπρου στο μετοχικό κεφάλαιο του Great Sea Interconnector, με 30% ή 100 εκατ. ευρώ.
Η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου να αφήσει για μεταγενέστερο χρόνο (Νοέμβριο ή και Δεκέμβριο) την απόφαση συμμετοχής ή όχι στην εταιρεία Great Sea Interconnector, που θα υλοποιήσει τη διασύνδεση, είναι κάτι που δεν ικανοποιεί την ελληνική κυβέρνηση, ούτε βέβαια τον ΑΔΜΗΕ σημειώνει στο σχετικό της δημοσίευμα η κυπριακή εφημερίδα «Φιλελεύθερος».
«Πλέον, το καλώδιο ξεμπλόκαρε και μπορούν να προχωρήσουν όλα», έλεγε πηγή στην Αθήνα που επικαλείται ο «Φιλελεύθερος», όμως το πιο σημαντικό που απομένει να γίνει, είναι η παραχώρηση του Full Notice To Proceed, από τον ΑΔΜΗΕ στην κατασκευάστρια εταιρεία του καλωδίου, τη Nexans. Η τελική εντολή για το συμβόλαιο των €1.4 δισ. θα έπρεπε να δοθεί τέλος Αυγούστου, δόθηκε παράταση και πλέον δεν φαίνεται να υπάρχει άλλο εμπόδιο για να «κλειδώσει» η παραγγελία και να προχωρήσει η Nexans, με την ελπίδα ότι μέχρι τον Δεκέμβριο του 2029 θα είναι σε θέση να παραδώσει το έργο.
Διαφορετική πάντως είναι η ανάγνωση των ανακοινώσεων Παπαναστασίου στην Αθήνα, με κυβερνητικές πηγές να θέτουν τέσσερα ζητήματα:
Πρώτον, ως προς την ανάκτηση του κόστους από τον ΑΔΜΗΕ κατά τη φάση της κατασκευής, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το τελικό κείμενο απο την κυπριακή πλευρά εμπεριέχει τη φράση ότι τα ποσά «μπορεί» να φτάνουν μέχρι και το ύψος των €125 εκατ.
Η λέξη «μπορεί» σημαίνει ότι το κόστος ανάκτησης βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της κυπριακής πλευράς και εναπόκειται στην ίδια αν θα είναι 50, 60, 100 ή παραπάνω εκατομμύρια, χωρίς να έχει αναληφθεί η σχετική ρητή δέσμευση.
Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν πρόκειται να εισέλθει άμεσα μετοχικά στο έργο, παρά θα περιμένει πρώτα να παραλάβει έκθεση από ξένο οίκο για τη μελέτη βιωσιμότητας του έργου, κάτι που μάλλον τοποθετείται γύρω στον Δεκέμβριο.
Οπως μάλιστα επεσήμαιναν οι ίδιες πηγές, η συμμετοχή της Κύπρου στο μετοχικό κεφάλαιο είχε δοθε ως αντάλλαγμα από τη Λευκωσία προς την Αθήνα, προκειμένου η τελευταία να συναινέσει στον επιμερισμό 50% – 50% του γεωπολιτικού ρίσκου.
Τρίτον, η κυπριακή πλευρά συμπεριέλαβε στο τελικό κείμενο, εντελώς αυθαίρετα όπως σημειώνεαι, τον όρο ότι στο σενάριο που το τελικό κόστος του έργου ξεπεράσει τον προϋπολογισμό των 1,94 δισ. ευρώ, τότε η επιπλέον διαφορά θα επιμεριστεί ισόποσα στις δύο χώρες, 50% – 50%. Αλλάζοντας δηλαδή, όπως λένε οι ίδιες πηγές, τη μέχρι σήμερα συμφωνημένη κατανομή.
Αν όμως ίσχυε κάτι τέτοιο, θα ανατρεπόταν η υφιστάμενη συμφωνία επιμερισμού του κόστους, 63% η Κύπρος, 37% η Ελλάδα, που ισχύει από το 2017 με τη διασυνοριακή κατανομή κόστους του έργου (Cross Border Cost Allocation), γνωστή ως CBCA. «Κάτι τέτοιο είναι εντελώς ανέφικτο νομικά, η συμφωνία για ένα έργο που σχεδιάστηκε με βάση τον συγκεκριμένο επιμερισμό του κόστους, δεν μπορεί να αλλάξει μονομερώς», εξηγούν κυβερνητικές πηγές στο Euro2day.
Τέταρτον, η Λευκωσία συνεχίζει με κάθε ευκαιρία να αμφισβητεί τη χρησιμότητα του έργου, την ανάλυση κόστους-οφέλους (Cost Benefit Analysis – CBA), πάνω στην οποία στηρίζεται η διασύνδεση, να εγείρει νέες απαιτήσεις για τροποποίηση των συμφωνιών και γενικώς να ζητά αλλαγές σχεδόν σε κάθε μια από τις κεφαλαιώδεις συμφωνίες στις οποίες στηρίζεται το έργο.
Πληροφορίες της κυπριακής εφημερίδας αναφέρουν ότι το πλαίσιο συμφωνίας που εγκρίθηκε από τις δύο κυβερνήσεις περιλαμβάνει και πρόνοια (που θα ενσωματωθεί το επόμενο διάστημα στο CBCA των δύο ρυθμιστικών αρχών) με την οποία μειώνεται το ποσοστό επιμερισμού του κόστους για τους καταναλωτές στην Κύπρο, σε περίπτωση που οι τελικές δαπάνες του έργου θα ξεπεράσουν το προβλεπόμενο σήμερα κοστος των €1.94 δισ..
Ετσι αν το κόστος ξεπεράσει τα €1,94 δισ., οι καταναλωτές στις δύο χώρες θα επιμεριστούν κατά 50% το πρόσθετο ποσό. Με το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο, ο επιμερισμός του κόστους θα ήταν 63% (Κύπρος) – 37% (Ελλάδα), ανεξαρτήτως του τελικού κόστους για τη διασύνδεση. Μέχρι το όριο των €1,94 δισ. το κόστος θα επιμεριστεί με τη φόρμουλα 63-37.
Οσον αφορά την ανάκτηση μέρους των δαπανών του φορέα υλοποίησης, θα αρχίσει εντός του 2025 και θα συνεχιστεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2029.
Οπως προαναφέρθηκε, το ποσό ανάκτησης καθορίστηκε στα 25 εκατ. τον χρόνο και θα προέρχεται από κρατικά κονδύλια και συγκεκριμένα από το σύστημα δημοπράτησης δικαιωμάτων ρύπων.
Για την πρώτη δόση θα κατατεθεί στην κυπριακή Βουλή συμπληρωματικός προϋπολογισμός. Δεν θα επιβαρυνθούν άμεσα, κατά την 5ετία των κατασκευαστικών έργων, οι κύπριο καταναλωτές.
Κατά τις ίδιες πάντα πληροφορές, το premium WACC (απόδοση κεφαλαίου-κέρδος) στον φορέα υλοποίησης, που είχε αποφασιστεί από τη ΡΑΕΚ αποφασίστηκε να καθοριστεί συνολικά (μαζί με το σύνηθες WACC που αναγνωρίζεται στην ΑΗΚ, 4.6%) στο 8.3% και να ισχύσει για 12 χρόνια, θα ισχύσει για 17 χρόνια, ώστε να καλύψει και την 5ετή περίοδο της κατασκευής της διασύνδεσης.
Οπώς επίσης προαναφέρθηκε, τροποποιείται η απόφαση της ΡΑΕΚ για τον διασυνοριακό καταμερισμό κόστους (CBCA) ως προς τους εξωτερικούς κινδύνους που ενδεχομένως να αποτρέψουν αποπεράτωση της διασύνδεσης ή λειτουργία της, χωρίς ευθύνη του φορέα υλοποίησης.
Οπως είπε ο κυπριος υπουργός Ενέργειας, το αμέσως επόμενο διάστημα, και στη βάση οδικού χάρτη που έχει καταρτιστεί, η Λευκωσία θα βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία, τόσο με την ελληνική πλευρά, όσο και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την περαιτέρω πρόοδο της υλοποίησης του έργου, αλλά και με μέρη που έχουν ήδη επιδείξει πραγματικό ενδιαφέρον συμμετοχής στο έργο.
Το έργο του GSI, τόνισε ο κ. Παπαναστασίου, θα συμβάλει στην άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου, αφού θα διασυνδέσει το εθνικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με τα αντίστοιχα διευρωπαϊκά συστήματα και θα αυξήσει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας. Η επίτευξη του στόχου αυτού είναι ιδιαίτερης σημασίας και για τη διατήρηση και περαιτέρω επιτάχυνση μεσοπρόθεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας των πολιτών της χώρας, καθώς βασικός στόχος είναι η μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω της ηλεκτρικής διασύνδεσης, της έλευσης Φ/Α και των ΑΠΕ.
Η σημασία του έργου τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ευρωπαϊκή Ενωση -σημείωσε- επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε χρηματοδότηση από τον Μηχανισμό «Συνδέοντας την Ευρώπη» (Connecting Europe Facility – CEF) με το υψηλότερο ιστορικά ποσό των €657 εκατ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News