Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν τα δικά τους μυστήρια. Ενα από τα μεγαλύτερα -και παλαιότερα- είναι η Ινδία. Αν και μετράει πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια ψυχές (εκτιμάται οτι σε έξι χρόνια θα έχει ξεπεράσει την Κίνα), αυτή η δεύτερη πληθυσμιακή υπερδύναμη της Γης αποτελεί ένα από τα μικρότερα μεγέθη του παγκόσμιου αθλητισμού. Αν όχι το πιο ασήμαντο.
Στους Αγώνες συμμετέχει από το 1920. Μέχρι σήμερα έχει κατακτήσει μόλις 26 Ολυμπιακά μετάλλια – ένα περισσότερο από τη Γεωργία των 3,7 εκατομμυρίων κατοίκων. Οταν, στο ίδιο χρονικό βάθος, οι ΗΠΑ έχουν συγκεντρώσει… 2.401. Από αυτά τα 26 μετάλλια, 11 τα κέρδισε στο χόκεϊ επί χόρτου. Από το 1928 έως το 1980, τότε που -τουλάχιστον σε αυτό το σπορ- κυριαρχούσε (αλλά, όχι πια).
Τα «χρυσά» της είναι εννέα, όλα κι όλα. Ακριβώς τόσα έχουν πάρει, η Εσθονία και η Ιρλανδία. Εκτός του χόκεϊ, «χρυσό» τής έχει φέρει (το 2008) μόνον ένας σκοπευτής της. Ακόμη και τώρα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η Ινδία απουσιάζει από τον κατάλογο των 47 χωρών που έχουν κατακτήσει έστω ένα μετάλλιο. Ενώ υπάρχει, για παράδειγμα, το Κιργιστάν. Η Ελλάδα έχει ήδη δυο – αυτά της Αννας Κορακάκη.
Ακόμη πιο σοκαριστική από τη μέση επίδοσή της (ένα μετάλλιο ανά Ολυμπιάδα) είναι η αναλογία των επιτυχιών της προς τον πληθυσμό. Στο Πεκίνο (2008), τερμάτισε με το «χρυσό» του σκοπευτή της συν δυο «χάλκινα». Σε καμία άλλη χώρα του κόσμου δεν αντιστοιχούσε ένα μετάλλιο σε 383 εκατομμύρια ανθρώπους. Στο Λονδίνο (2012), στην καλύτερη παρουσία της ever, κατέκτησε έξι: ένα για κάθε 200 εκατομμύρια ανθρώπους. Στην Τζαμάικα ή στη Γρενάδα, αυτή η αναλογία είναι ένα προς 200.000.
Γιατί αυτός ο «γίγαντας» αποδεικνύεται «νάνος» στους Ολυμπιακούς Αγώνες; Ενας από τους λόγους είναι, ασφαλώς, τα χρήματα. Παρά το διαστημικό της πρόγραμμα και το ποσοστό των δισεκατομμυριούχων της -που είναι το υψηλότερο παγκοσμίως-, σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος η Ινδία παραμένει ένα από τα φτωχότερα έθνη.
Επιπλέον, ο αθλητισμός δεν υπήρξε -ποτέ- προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις της. Σήμερα, για την προώθηση της άθλησης στη χώρα δαπανά μόλις 181 εκατομμύρια δολάρια, όταν η Κίνα ξοδεύει σχεδόν τέσσερα ΔΙΣεκατομμύρια μόνο για την προετοιμασία της Ολυμπιακής της ομάδας. Ο πρωταθλητισμός υψηλού επιπέδου είναι ένα πανάκριβο σπορ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα αγγλικού πανεπιστημίου, κάθε μετάλλιο του Ηνωμένου Βασιλείου στους Αγώνες του Λονδίνου (2012) κόστισε 4,5 εκατομμύρια λίρες.
Ο μακράν πιο επιτυχημένος ινδός αθλητής στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες (ονομάζεται Keshavan) αγωνίζεται στο αγωνιστικό έλκυθρο. Σε δυο από τις πέντε τελευταίες διοργανώσεις, ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος της χώρας του. Μια Ολυμπιακή ομάδα μόνος του. Και στην πιο πρόσφατη -στο Σότσι- δεν ταξίδεψε δημοσία δαπάνη, αλλά με… έρανο. Ας είναι καλά κάποιοι εύποροι ινδοί φίλαθλοι.
Η έλλειψη χρημάτων σημαίνει, βεβαίως, και ανεπάρκεια αθλητικών εγκαταστάσεων. Αλλά, τι θα συνέβαινε -άραγε- αν οι Ινδοί δεν χρειαζόταν να διανύσουν εκατοντάδες ή χιλιάδες χιλιόμετρα για να συναντήσουν ένα γήπεδο, ένα στάδιο, ένα γυμναστήριο; «Απολύτως τίποτα», απαντά πρόσφατη έρευνα του BBC. Με το ακόλουθο σκεπτικό: Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, το 2,4% του πληθυσμού της Βρετανίας είναι ινδικής καταγωγής. Θα περίμενε, λοιπόν, κάποιος οτι η (πολυπολιτισμική, έτσι κι αλλιώς) Ολυμπιακή ομάδα του Ηνωμένου Βασιλείου θα περιελάμβανε -σε αντίστοιχο ποσοστό- αθλητές ινδικής προέλευσης. Κι όμως, στο Ρίο βρίσκεται μόνον ένας (παίκτης του Μπάντμιντον). Ενας, στους 366. Ποσοστό 0,27%.
Στις ΗΠΑ υπάρχουν περίπου 3,1 εκατομμύρια Ινδο-αμερικανοί. Γύρω στο 1% του πληθυσμού. Κατ’ αναγωγήν, η αμερικανική Ολυμπιακή ομάδα των 554 αθλητών έπρεπε να διαθέτει 5-6 με ινδικές ρίζες. Εχει δυο: έναν στο τένις κι έναν στο πινγκ-πονγκ.
Μήπως, λοιπόν, δεν είναι -μόνο- ζήτημα χρημάτων και εύκολης πρόσβασης στις αθλητικές εγκαταστάσεις; Ερευνα του Ιδρύματος Νοτιο-ασιατικών σπουδών, αναδεικνύει πολλές ακόμη παραμέτρους. Δικαιώνοντας την Ολυμπιακή Επιτροπή της Ινδίας που, αν και παραδέχεται τις ευθύνες της, «φωνάζει» οτι ο αθλητισμός δεν είναι προτεραιότητα για τη νεολαία της χώρας. Πολύ περισσότερο, για τους γονείς.
Οι περισσότερες οικογένειες ωθούν τα παιδιά τους να γίνουν οδοντίατροι ή λογιστές, όχι Ολυμπιονίκες. Να σπουδάσουν, επειδή ο αθλητισμός δεν πρόκειται να τους εξασφαλίσει τα προς το ζην. Τουλάχιστον, όχι τόσο σύντομα. Στην Ινδία, ο επαγγελματικός προσανατολισμός των νέων είναι υπόθεση των γονέων. Αυτοί, χωρίς καμία αθλητική παιδεία, στη συντριπτική τους πλειονότητα πιστεύουν πως τα σπορ είναι παιχνίδια για διασκέδαση. Για να περνάει η ώρα. Ενα ινδικό ρητό λέει πως «η ζωή σου θα πάει χαμένη άμα παίζεις, μα αν σπουδάσεις, θα γίνεις βασιλιάς». Δεν είναι τυχαίο, το οτι ακόμη και τα πανάκριβα ιδιωτικά κολλέγια στην Ινδία -που απευθύνονται στους πολύ πλούσιους- δεν διαθέτουν αξιόλογες αθλητικές εγκαταστάσεις.
Η ίδια έρευνα υποστηρίζει πως ο συνολικός πληθυσμός μιας χώρας δεν έχει καμία σύνδεση με τον αριθμό των κερδισμένων Ολυμπιακών μεταλλίων της. Το κρίσιμο μέγεθος για την παραγωγή πρωταθλητών, είναι η δεξαμενή εκείνων που αθλούνται ή θέλουν να αθληθούν. Και στην Ινδία, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μην ασχολείται κάποιος, ενεργά, με τα σπορ. Ο πρώτος είναι η υγεία. Ακόμη και σήμερα, η χώρα έχει περισσότερα ελλιποβαρή και ασθενικά παιδιά απ’ όσα η Αφρική, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ. Το τελευταίο που θα σκέφτονταν οι γονείς τους, είναι να τα σπρώξουν στον αθλητισμό.
Η μολυσμένη ατμόσφαιρα και η φρικτή ζέστη είναι ακόμη δυο ανασταλτικοί παράγοντες. Επίσης, η παντελής έλλειψη ενημέρωσης για τα οφέλη από την άσκηση. Στα χαμηλού μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου στρώματα, απουσιάζει η οποιαδήποτε φιλοδοξία. Πολλοί δεν γνωρίζουν, καν, τι είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αλλά και πολλά από τα παιδιά που αθλούνται, στην απόλυτη απομόνωση των φτωχικών χωριών τους, επιδεικνύουν το όποιο ταλέντο τους μόνο σε συγγενείς και φίλους. Στην Ινδία δεν υπάρχει η παραμικρή πρόνοια για τον εντοπισμό και την επεξεργασία αυτών των «ακατέργαστων διαμαντιών». Ούτε καν στα σχολεία.
Αλλά, και πάλι. Σύμφωνα με στοιχεία του 2011, ο αστικός πληθυσμός στην Ινδία υπερβαίνει τα 370 εκατομμύρια. Σε αυτές τις περιοχές, το βιοτικό / μορφωτικό επίπεδο ανεβαίνει αλματωδώς. Πιο γρήγορα από οπουδήποτε αλλού στη Γη. Οπότε, το ερώτημα παραμένει: γιατί τέτοια ένδεια Ολυμπιονικών; Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται ο ταξικός παράγων.
Στο βιβλίο του «Nation at Play: A History of Sport in India», ο Ronojoy Sen, ερευνητής στο Ιδρυμα Νοτιο-ασιατικών Σπουδών της Σιγκαπούρης, επιχειρεί να εξηγήσει αυτή την «ψύχωση» των Ινδών με το απόκοσμο άθλημα του κρίκετ, και το γιατί ένα τόσο πολυπληθές έθνος καταγράφει τέτοιες αποκαρδιωτικές επιδόσεις στις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις. Δεν υφίσταται -λέει- καμία ιστορική απέχθεια των Ινδών για τα σπορ. Οι μαχαραγιάδες και οι ευγενείς τα είχαν βάλει στο Παλάτι – τουλάχιστον κάποια απ’ αυτά. Το πράγμα «στράβωσε» με τη βρετανική Κατοχή, τον 19ο αιώνα.
Οι πλούσιοι έπαιζαν κρίκετ. Οι φτωχοί; Πάλευαν -και παλεύουν- σε αυτοσχέδια ρινγκ μέσα στη λάσπη
Με το που πάτησαν το πόδι τους, οι Βρετανοί βάλθηκαν να μάθουν την Ινδία κρίκετ. Την ελίτ της, φυσικά. Ολα τα υπόλοιπα αθλήματα επισκιάστηκαν. Ακόμη κι όταν η χώρα επανέκτησε την ανεξαρτησία της, οι πλούσιοι Ινδοί έστελναν τα παιδιά τους σε βρετανικά σχολεία, για να διδαχθούν -μεταξύ άλλων- «ανδροπρεπή» σπορ. Το κρίκετ είχε γίνει τρόπος ζωής. Απορρόφησε κάθε αθλητικό ταλέντο της χώρας και όλους τους διαθέσιμους -για τον αθλητισμό- πόρους. Φτιάχτηκαν πλούσιες ομάδες, εντυπωσιακά γήπεδα, τα διοικητικά συμβούλια των συλλόγων γέμισαν με πολιτικούς.
Η τηλεόραση έδειχνε κρίκετ, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το 2012, τα δικαιώματα μετάδοσης του ινδικού πρωταθλήματος παραχωρήθηκαν έναντι 750 εκατ. δολαρίων τον χρόνο. Κι όταν, στα μέσα του 20ου αιώνα, έπαψε να είναι το άθλημα της άρχουσας τάξης, κάθε Ινδός που φιλοδοξούσε να γίνει αθλητής, ονειρευόταν τα εκατομμύρια που έπαιρναν ως αμοιβή οι καλύτεροι κρίκετερς. Μετά το 1964, το χόκεϊ επί χόρτου πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Η εθνική ομάδα κρίκετ της Ινδίας ήταν -μέχρι προσφάτως- η πιο δυνατή στον κόσμο.
Οι πλούσιοι έπαιζαν κρίκετ. Οι φτωχοί; Πάλευαν -και παλεύουν- σε αυτοσχέδια ρινγκ μέσα στη λάσπη. Οπως οι συνάδελφοί τους παλαιστές του σούμο στην Ιαπωνία, θεωρούναι πρότυπα χαρακτήρα και δύναμης. Αλλά, στις αγροτικές περιοχές της Ινδίας, οι ντόπιοι έχουν τους δικούς τους… Ολυμπιακούς Αγώνες: ένα τρακτέρ πατάει ανθρώπους, άλλοι διαγωνιζόμενοι επιδίδονται στην άρση βαρών με το στόμα (σηκώνουν τούβλα ή ποδήλατα), ενώ δημοφιλές αγώνισμα είναι και το δέσιμο του τουρμπανιού. Οι εκδηλώσεις αυτές διοργανώνονται κάθε χρονιά, από το 1933, και διαρκούν τρεις ημέρες.
Τέλος, κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται πως η Ολυμπιακή ανυπαρξία της χώρας έχει πιο βαθιές ρίζες, οι οποίες εισχωρούν στο DNA των Ινδών. Οι άνθρωποι αυτοί, με την καρτερικότητα και την καρμική κουλτούρα τους, δεν διαθέτουν το «φονικό ένστικτο» που απαιτεί ένας αθλητικός θρίαμβος σε τόσο ανταγωνιστικό επίπεδο. Εκεί όπου η νίκη -και το μετάλλιο- κρίνεται σε δέκατα του δευτερολέπτου ή εκατοστά του μέτρου. Οπως λένε οι ίδιοι, η Ινδία έχει υμνηθεί κι έχει χλευαστεί από την Ιστορία για την παθητικότητά της. Γιατί οι Ολυμπιακοί Αγώνες να είναι η εξαίρεση στον κανόνα;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News