Μερικές ώρες πριν κλείσουν οι κάλπες στη Γερμανία υπάρχουν δύο δεδομένα. Και παραδόξως το ένα είναι άμεση συνέπεια του άλλου. Το πρώτο αφορά την επικράτηση των Χριστιανοδημοκρατών και την παραμονή της Άνγκελα Μέρκελ στην εξουσία για μια τέταρτη θητεία. Το άλλο έχει να κάνει με την «Εναλλακτική για τη Γερμανία», το ακροδεξιό, ξενοφοβικό έως και φιλοναζιστικό κόμμα που θα εισέλθει στη Μπούντεσταγκ. Αλλά δεν θα είναι η πρώτη φορά που ένα κόμμα της Ακρας Δεξιάς εισέρχεται στη γερμανική βουλή, όπως αναφέρεται ευρέως τις ημέρες αυτές.
Ήδη από τις αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και, μάλιστα, τρεις φορές, το 1949, το 1953 και το 1957, το «Γερμανικό Κόμμα» (Deutsche Partei), πολιτική δύναμη της Ακροδεξιάς με δεσμούς στους κύκλους των πρώην ναζιστών, όχι μόνον εξασφάλισε την είσοδο του στο κοινοβούλιο αλλά κατέληξε να αποτελεί κυβερνητικό εταίρο των Χριστιανοδημοκρατών του καγκελάριου Αντενάουερ. To 1953, ένα άλλο κόμμα της Ακροδεξιάς που απευθυνόταν στους Γερμανούς πρόσφυγες από την ανατολική επικράτεια της χώρας, κατάφερε να εισέλθει κι αυτό στη Μπούντεσταγκ, πάντα υπό τον Κόνραντ Αντενάουερ, αναλαμβάνοντας, μάλιστα, και χαρτοφυλάκιο ο επικεφαλής του οποίου, ως φοιτητής, είχε συμμετάσχει το 1923 στο αποτυχημένο Πραξικόπημα της Μπυραρίας του Χίτλερ.
Το νέο, όμως, όσον αφορά την Εναλλακτική για τη Γερμανία, είναι κατά κύριο λόγο οι διαστάσεις της εκλογικής επιτυχίας που αναμένεται να σημειώσει. Στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και οι πολιτικοί αναλυτές, οι ακροδεξιοί βουλευτές που θα κάθονται στα έδρανα της νέας γερμανικής βουλής ενδέχεται να είναι μεταξύ 70 και 80, με κάποιους να μιλούν ακόμα και για 100 εκλεγμένους αντιπροσώπους του AfD.
Αυτό σημαίνει ότι θα διαθέτει έναν κομματικό μηχανισμό 400, συνολικά, ατόμων, έναν προϋπολογισμό τουλάχιστον 30 εκατομμυρίων ευρώ ενώ διαρκής θα είναι και η παρουσία του στη δημόσια ραδιοτηλέοραση. Και στην περίπτωση που η γερμανίδα καγκελάριος έρθει σε συμφωνία με τους Σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς και βρεθεί ξανά επικεφαλής μιας «Μεγάλης Συμμαχίας», τότε το ακροδεξιό κόμμα θα μπορούσε να αναδειχθεί κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης και να αποκτήσει, έτσι, το δικαίωμα συμμετοχής στην πανίσχυρη επιτροπή για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το όλο ζήτημα, ωστόσο, δεν αφορά μόνον τα νούμερα. «Προσοχή, Γερμανία!» ήταν ο τίτλος ενός άρθρου του διευθυντή της εβδομαδιαίας εφημερίδας Die Zeit, Τζοβάνι ντι Λορέντσο. Σύμφωνα με τον ιταλογερμανό δημοσιογράφο, μόλις κλείσουν οι κάλπες και ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψήφων, η Γερμανία θα βρεθεί σε μια κρίσιμη καμπή, η οποία θα αποτελέσει «μια νέα αρχή στην καλύτερη περίπτωση, μια απειλή για τη δημοκρατία στη χειρότερη».
Οι αναλυτές και οι αρθρογράφοι της Γερμανίας εμφανίζονται ιδιαίτερα προσεκτικοί στα όποια σχόλιά τους αλλά όλοι συμφωνούν πως «το AfD αμφισβητεί τα θεμέλια της ομοσπονδιακής δημοκρατίας, κινητοποιεί τους εχθρούς του συντάγματος, θέτει ζήτημα επανακαθορισμού της ταυτότητας της Γερμανίας και τις βασικές επιλογές της όπως η Ευρώπη, η κοινωνική οικονομία της αγοράς, η εξωστρέφεια προς τον κόσμο», ανέφερε χαρακτηριστικά στην Corriere della Sera, πρώην συνεργάτης της καγκελαρίου, υποστηρίζοντας, μάλιστα, πως «εάν δεν υπήρχε η συνείδηση της Ιστορίας μας, ισχυρή μεταξύ των γερμανών πολιτών, που λειτουργεί ως τροχοπέδη για το AfD, σήμερα το κόμμα θα βρισκόταν ήδη στο 25 τοις εκατό».
Το ότι η ξαφνική άνοδος του AfD (ιδρύθηκε το 2013 ως ένα πολιτικό κίνημα κατά του ευρώ ενώ το 2015 έδειχνε να ψυχορραγεί) σχετίζεται άμεσα με την Άνγκελα Μέρκελ, αποτελεί ένα από τα μεγάλα παράδοξα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κεντρώες πολιτικές της Μέρκελ, κυρίως η επιλογή της να υποδεχτεί τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, δημιούργησε ένα κενό στα δεξιά των Χριστιανοδημοκρατών. Αλλά το AfD υπέστη και μια μετάλλαξη όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό του: αρχικά ήταν σε μεγάλο βαθμό ένας σχηματισμός που συναποτελούνταν από τους δυσαρεστημένους με την Μέρκελ ορφανούς Χριστιανοδημοκράτες του Χέλμουτ Κολ: συμμετείχαν διανοούμενοι και επιχειρηματίες. Τώρα, όμως, είναι κάτι διαφορετικό και ανησυχητικό», προσδιόρισε ο γερμανός αναλυτής στον απεσταλμένο της ιταλικής εφημερίδας στο Μόναχο.
Πάντως τα βιογραφικά των μελλοντικών βουλευτών της χειρότερης δυνατής «Εναλλακτικής για την Γερμανία» δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τη μισαλλοδοξία που η γερμανική ακροδεξιά πρόκειται να αποπειραθεί να ενσταλάξει στην πολιτική και το δημόσιο βίο της χώρας. Πώς; Μιλώντας ανοιχτά για όλα όσα έως σήμερα θεωρούνταν ζητήματα ταμπού.
Υποκείμενα όπως ο δικαστής από τη Δρέσδη Γενς Μάιερ, ηλικίας 55 ετών, που δεν σταματά να καταγγέλλει «την λατρεία της ενοχής των Γερμανών» και τη «δημιουργία ημίαιμων λαών» ή ο 77χρονος Βίλχελμ φον Γκότμπεργκ, υποψήφιος στην Κάτω Σαξονία, που χαρακτηρίζει το Ολοκαύτωμα «ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την ενοχοποίηση των Γερμανών». Υπάρχει, επίσης, ο επαγγελματίας μπαχαλάκιας Σεμπάστιαν Μουένζενμάγιερ, 28 ετών, που βρέθηκε στο στόχαστρο των διωκτικών Αρχών για την άμεση εμπλοκή του στην επίθεση οπαδών της Καϊζερσλάουτερν κατά λεωφορείου φιλάθλων της Μάιντζ που ήταν γεμάτο με γυναίκες και μικρά παιδιά.
Αυτός που ξεχωρίζει, όμως, είναι ο άφατος Αλεξάντερ Γκάουλαντ, επικεφαλής του ψηφοδελτίου του AfD και αντιπρόεδρος του κόμματος, ο οποίος διεκδίκησε πρόσφατα «το δικαίωμα να είναι περήφανοι (οι Γερμανοί) για τις επιχειρήσεις των Γερμανών στρατιωτών σε δύο παγκόσμιους πολέμους». Είναι, επίσης, ο πολιτικός ο οποίος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Τραμπ κατά της Χίλαρι Κλίντον, υπόσχεται τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την παράνομη, κατά τον ίδιο, πολιτική της γερμανίδας καγκελαρίου για τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News