Ενα άρθρο γνώμης του συγγραφέα Χρήστου Χωμενίδη στα «Νέα Σαββατοκύριακο» για τον Θάνο Μικρούτσικο, ή μάλλον για την εποχή του Θάνου Μικρούτσικου, προκάλεσε μεγάλη συζήτηση καθώς τέθηκε υπό τον μεγεθυντικό φακό των ελληνικών social media. Πολλοί έσπευσαν να κατηγορήσουν τον συγγραφέα για ασέβεια προς τον νεκρό και για προσπάθειά του να τον μειώσει.
Το κείμενο του κ. Χωμενίδη με τίτλο «Η μοίρα σου εσύ μονάχος είσαι» έγινε viral και πεδίο αντιπαράθεσης. Φράσεις όπως «Ο Θάνος Μικρούτσικος βροντούσε το πιάνο φορώντας κασκέτο καπετάνιου και το κοινό μύριζε στα σινιέ του ρούχα το ψαρόλαδο» απομονώθηκαν και χαρακτηρίστηκαν προσβλητικές. Ετσι, δημιουργήθηκε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση στην οποία πολλοί έσπευσαν να συμμετάσχουν είτε επωνύμως είτε, όπως συμβαίνει κατά κόρον στα ελληνικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανωνύμως. Για να διευκολύνουμε τη δημόσια συζήτηση αναδημοσιεύουμε το επίμαχο άρθρο:
Μεταμορφώνοντας τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία σε τραγούδια, ο Θάνος Μικρούτσικος πέτυχε το πιο σημαντικό. Να φωτίσει, να αναδείξει τον στίχο, ενίοτε να ξεκλειδώσει και κρυφά νοήματά του. Να εξοικειώσει προσέτι τους ακροατές με ένα ιδίωμα ναυτικό, γεμάτο άγνωστες λέξεις.
Δεν ήταν εύκολο αυτό, κάθε άλλο. Αφότου ξεκίνησαν παρ’ ημίν οι μελοποιήσεις, από τα τέλη των 50s με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και του Θεοδωράκη (το 1926 ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε βάλει μουσική σε δεκατέσσερα ποιήματα του Καβάφη, η εργασία του ωστόσο δεν έφτασε στο πλατύ κοινό), πολλοί συνθέτες αποπειράθηκαν να συνδεθούν με κάποιον ταλαντούχο ποιητή. Κάποιοι είχαν την κατάληξη των πρωτόβγαλτων ταυρομάχων που το θηρίο τούς γκρεμίζει από τη ράχη του και τους ποδοπατάει ανελέητα. Aλλοι – σαν τους κακούς μαγείρους που φλομώνουν τα φαγητά στις σάλτσες – πασάλειψαν τους στίχους με τις νότες τους, τους κατήντησαν αγνώριστους. Λίγων το αποτέλεσμα στάθηκε ευτυχές. Ανάμεσά τους αναμφίβολα συγκαταλέγεται ο «Σταυρός του Νότου».
Και ξαφνικά βρεθήκαμε να τραγουδάμε για το καραντί που θα μας μπατάρει, για τον πυρετό στους τροπικούς και για του Ρίο τη μαλαφράντζα… Η συγκυρία ήταν απολύτως ευνοϊκή για κάτι τέτοιο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Ιστορία μας γύριζε σελίδα. Μπαίναμε στην ΕΟΚ (πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ενωσης), ξεφεύγαμε – οριστικά έμοιαζε – από τη φτώχεια και την υπανάπτυξη. Η πατρίδα δεν θα έδιωχνε πλέον τα παιδιά της στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, δεν θα τους έβγαζε φυλλάδιο για να μπαρκάρουν και να στέλνουν εμβάσματα, με τα οποία θα ζούσε η οικογένεια στο νησί. Είχαμε πια την ψυχική πολυτέλεια όχι απλώς να συμφιλιωθούμε αλλά και να μυθοποιήσουμε τα τραύματα του παρελθόντος. Να κάνουμε τον πόνο άρπα, όπως θα ‘λεγε ο Καρυωτάκης.
Εάν η ναυτοσύνη μας υμνήθηκε όπως της άξιζε, το ίδιο δεν συνέβη με το έπος της μετανάστευσης. Εκεί μονάχα «Θείες από το Σικάγο» βλέπαμε και πικραμένες «Νύφες». Ισως τα επιτεύγματα των ομογενών παραήταν εντυπωσιακά για να τα αποδεχθούν οι απόγονοι εκείνων που είχαν μείνει στα χωριά τους – πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε ότι σχεδόν αποσιωπάται πως εκτός από τον Μάικλ Δουκάκη και η Μαρία Κάλλας και ο Ελία Καζάν και ο Νίκος Γκάλης υπήρξαν Ελληνοαμερικανοί; Ισως απλώς να μην έχει έρθει ακόμα η ώρα να γραφτεί, να τραγουδηθεί, να κινηματογραφηθεί η ιστορία του παιδιού που ξεριζώθηκε από τον Μοριά, την Ηπειρο, τη Μικρασία και διέπρεψε στην Αμερική ή στην Αυστραλία…
Για να επιστρέψουμε στον Καββαδία και στον Μικρούτσικο, συνέβη το εξής διόλου παράδοξο. Οσο απομακρύνονταν οι Ελληνες από τον γενάρχη τους Οδυσσέα, «τον άντρα τον πολύτροπο», και βούλιαζαν στην τρυφηλή ζωή των διορισμών και των επιδοτήσεων, τόσο μεράκλωναν με τον «Σταυρό του Νότου».
Οι σχολές του Εμπορικού Ναυτικού άδειαζαν από σπουδαστές – «πού να θαλασσοπνίγεται το παιδί; Ο βουλευτής μας θα τον βολέψει σε γραφείο με σφραγίδες!». Στις μουσικές όμως σκηνές οι θαμώνες τρέκλιζαν (βοηθούσε και το αλκοόλ), λες κι είχαν μόλις δέσει το καράβι τους. Ο Θάνος Μικρούτσικος βροντούσε το πιάνο φορώντας κασκέτο καπετάνιου και το κοινό μύριζε στα σινιέ του ρούχα το ψαρόλαδο. Οταν πάλι άλλαζε σκοπό και τραγουδούσε «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη!», οι αποκάτω αφήνιαζαν, έτοιμοι έμοιαζαν να ξεπαρκάρουν τα τσερόκι τους και να πάνε να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Μιλάμε για μαζική παραίσθηση, η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία όχι μόνο του κράτους αλλά και της κοινωνίας.
Μπαίνοντας στο 2020, ευελπιστούμε ότι χάρη στην κρίση οι Ελληνες έχουν απαλλαγεί, σε έναν σημαντικό βαθμό, από τις αυταπάτες τους. Δεν αναζητούν πλέον επαναστάσεις στα όνειρά τους. Δεν πλαισιώνουν κάθε σημαίας τους ιστούς σαν ιδεώδεις –νωθροί στο μυαλό – υποτακτικοί. Εχουν επιτέλους εμπεδώσει τον άλλο στίχο που μελοποίησε ο Μικρούτσικος απ’ το θεατρικό «Φουέντε Οβεχούνα»: «Η μοίρα σου εσύ μονάχος είσαι. Στα χέρια κανενός μην την αφήνεις».
Ο Θάνος Μικρούτσικος πέθανε στην αγκαλιά των πιο δικών του, κηδεύτηκε πάνδημα με αγάπη και με θαυμασμό. Τα τραγούδια του μένει να βρουν την αληθινή τους σημασία, το γνήσιο νόημά τους. Να λειτουργούν στο εξής όχι σαν παρηγοριές και σαν φαντασιώσεις. Αλλά ως εγερτήρια.
Μετά τις αντιδράσεις, ο συγγραφέας απάντησε μέσω Facebook:
Σε όσους με τόσο μένος, τόσο άδικα μού επιτίθενται εύχομαι από καρδιάς -μέρα που είναι- Καλή Φώτιση.
Και τους στέλνω από το παράθυρο μου τα τριαντάφυλλα τού Ανδρέα Εμπειρίκου.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News